EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0089

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-89/11 P

E.ON Energie AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό προστίμου για διάρρηξη σφραγίδας — Βάρος αποδείξεως — Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ύψος του προστίμου — Πλήρης δικαιοδοσία — Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2012

  1. Ένδικη διαδικασία – Προφορική διαδικασία – Έναρξη νέας προθεσμίας – Υποχρέωση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας για να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί νομικών ζητημάτων που τέθηκαν με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 252, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 61)

  2. Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων – Νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών – Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  3. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Δυνατότητα εφαρμογής

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

  4. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Απόφαση στηριζόμενη σε αποδεικτικά στοιχεία επαρκή για την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως – Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, των επιχειρήσεων που αμφισβητούν ότι υπήρξε παράβαση

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  5. Αναίρεση – Λόγοι – Ασυνέπεια της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά το βάρος αποδείξεως – Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  6. Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο – Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γʹ)

  7. Ένδικη διαδικασία – Αποδεικτικά μέσα – Εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 65 και 66)

  8. Αναίρεση – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Επανεξέταση, για λόγους επιείκειας, της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέβησαν του κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης – Αποκλείεται – Αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής για λόγους προσβολής της αρχής της αναλογικότητας – Επιτρέπεται

    (Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  9. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή – Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Διάρρηξη σφραγίδας – Σοβαρή ως εκ της φύσεώς της παράβαση

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 20 § 2, στοιχείο δʹ, και 23 § 1, στοιχείο εʹ)

  10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή – Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Διάρρηξη σφραγίδας – Ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 1, στοιχείο εʹ, και 2)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 61, 62)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 64, 65, 96, 100, 101, 106, 115)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 72, 73)

  4.  Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού στηριζόμενη στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνον σε συνάρτηση με την ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, ο δικαστής της Ένωσης θα ακυρώσει την επίμαχη απόφαση εφόσον οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προβάλλουν επιχειρηματολογία που φωτίζει διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπει έτσι να αντικατασταθεί η εξήγηση που υποστηρίζει η Επιτροπή προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση με άλλη εύλογη εξήγηση των περιστατικών. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

    Πάντως, άπαξ η Επιτροπή αποδείξει ότι επιχείρηση έχει μετάσχει σε συναντήσεις μεταξύ επιχειρήσεων που είχαν προδήλως αντίθετο στον ανταγωνισμό χαρακτήρα, εναπόκειται στην επιχείρηση αυτή να παράσχει διαφορετική εξήγηση του περιεχομένου των συναντήσεων αυτών. Τούτο δεν συνεπάγεται ούτε αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως ούτε προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας.

    Ομοίως, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι κατ’ αρχήν επαρκή για την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως, δεν αρκεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση απλώς να επικαλεστεί ενδεχόμενο το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων με αποτέλεσμα να φέρει πλέον η Επιτροπή το βάρος αποδείξεως ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των στοιχείων. Αντιθέτως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η απόδειξη αυτή δεν είναι δυνατή εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως λόγω της συμπεριφοράς της ίδιας της Επιτροπής, απόκειται στην οικεία επιχείρηση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο, αφενός, την ύπαρξη του γεγονότος που επικαλείται και, αφετέρου, ότι το γεγονός αυτό αναιρεί την αποδεικτική αξία των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 74-76)

  5.  Στο πλαίσιο αναιρέσεως, στο μέτρο που ο προσφεύγων προσάπτει φερόμενη αντίφαση μεταξύ κανόνα δικαίου που μνημονεύεται και εφαρμόζεται σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό τη συνοχή του συλλογισμού που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, εγείρει νομικό ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του δικαίου αυτού από το Γενικό Δικαστήριο. Ένας τέτοιος λόγος αναιρέσεως είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτός.

    (βλ. σκέψη 84)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 112, 113)

  7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 115, 135)

  8.  Σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή πρόστιμα. Το Γενικό Δικαστήριο έχει, επομένως, την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας των προστίμων αυτών, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

    Αντιθέτως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων κατ’ αναίρεση, να υποκαθιστά για λόγους επιείκειας το Γενικό Δικαστήριο αποφαινόμενο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου.

    (βλ. σκέψεις 123-126)

  9.  Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν ενδιαφέρει, όσον αφορά το γεγονός της διαρρήξεως της σφραγίδας, αν πράγματι κάποιος εισχώρησε ή όχι στον σφραγισθέντα χώρο. Πράγματι, σκοπός των άρθρων 20, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και 23, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1/2003 είναι να προστατεύονται οι έλεγχοι από την απειλή που απορρέει από μόνο το γεγονός της διαρρήξεως σφραγίδας, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητα των αποδεικτικών στοιχείων εντός του σφραγισθέντος χώρου. Παράβαση συνιστάμενη σε διάρρηξη σφραγίδας είναι ιδιαιτέρως σοβαρή ως εκ της ίδιας της φύσεώς της και το φερόμενο μη άνοιγμα της πόρτας του οικείου χώρου δεν μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή.

    (βλ. σκέψεις 128, 129)

  10.  Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεως των ουσιαστικών κανόνων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμο έως 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Συνεπώς, επιχείρηση η οποία παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, διαρρηγνύοντας τις σφραγίδες που έθεσε η Επιτροπή για να διατηρήσει ακέραια τα έγγραφα κατά το απαιτούμενο για τον έλεγχο διάστημα, θα μπορούσε, εξαφανίζοντας τις συλλεγείσες από την Επιτροπή αποδείξεις, να αποφύγει μία τέτοια κύρωση, οπότε πρέπει να αποτραπεί από τέτοιου είδους ενέργειες διά του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, μόλις διαπιστωθεί η διάρρηξη σφραγίδας, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η επιχείρηση προέβη σε τέτοιου είδους ενέργειες.

    (βλ. σκέψη 132)

Top

Υπόθεση C-89/11 P

E.ON Energie AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με τον καθορισμό προστίμου για διάρρηξη σφραγίδας — Βάρος αποδείξεως — Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Ύψος του προστίμου — Πλήρης δικαιοδοσία — Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2012

  1. Ένδικη διαδικασία — Προφορική διαδικασία — Έναρξη νέας προθεσμίας — Υποχρέωση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας για να παρασχεθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί νομικών ζητημάτων που τέθηκαν με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα — Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 252, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 61)

  2. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων — Νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών — Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  3. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τεκμήριο αθωότητας — Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού — Δυνατότητα εφαρμογής

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1)

  4. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Απόφαση στηριζόμενη σε αποδεικτικά στοιχεία επαρκή για την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως — Υποχρεώσεις, ως προς την απόδειξη, των επιχειρήσεων που αμφισβητούν ότι υπήρξε παράβαση

    (Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

  5. Αναίρεση — Λόγοι — Ασυνέπεια της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά το βάρος αποδείξεως — Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

  6. Αναίρεση — Λόγοι — Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο — Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο — Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γʹ)

  7. Ένδικη διαδικασία — Αποδεικτικά μέσα — Εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 65 και 66)

  8. Αναίρεση — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Επανεξέταση, για λόγους επιείκειας, της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέβησαν του κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης — Αποκλείεται — Αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής για λόγους προσβολής της αρχής της αναλογικότητας — Επιτρέπεται

    (Άρθρο 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

  9. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή — Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας — Διάρρηξη σφραγίδας — Σοβαρή ως εκ της φύσεώς της παράβαση

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 20 § 2, στοιχείο δʹ, και 23 § 1, στοιχείο εʹ)

  10. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή — Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας — Διάρρηξη σφραγίδας — Ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 1, στοιχείο εʹ, και 2)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 61, 62)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 64, 65, 96, 100, 101, 106, 115)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 72, 73)

  4.  Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού στηριζόμενη στην υπόθεση ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνον σε συνάρτηση με την ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, ο δικαστής της Ένωσης θα ακυρώσει την επίμαχη απόφαση εφόσον οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις προβάλλουν επιχειρηματολογία που φωτίζει διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και επιτρέπει έτσι να αντικατασταθεί η εξήγηση που υποστηρίζει η Επιτροπή προκειμένου να διαπιστώσει παράβαση με άλλη εύλογη εξήγηση των περιστατικών. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

    Πάντως, άπαξ η Επιτροπή αποδείξει ότι επιχείρηση έχει μετάσχει σε συναντήσεις μεταξύ επιχειρήσεων που είχαν προδήλως αντίθετο στον ανταγωνισμό χαρακτήρα, εναπόκειται στην επιχείρηση αυτή να παράσχει διαφορετική εξήγηση του περιεχομένου των συναντήσεων αυτών. Τούτο δεν συνεπάγεται ούτε αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως ούτε προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας.

    Ομοίως, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι κατ’ αρχήν επαρκή για την απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως, δεν αρκεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση απλώς να επικαλεστεί ενδεχόμενο το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων με αποτέλεσμα να φέρει πλέον η Επιτροπή το βάρος αποδείξεως ότι το γεγονός αυτό δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει την αποδεικτική αξία των στοιχείων. Αντιθέτως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η απόδειξη αυτή δεν είναι δυνατή εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως λόγω της συμπεριφοράς της ίδιας της Επιτροπής, απόκειται στην οικεία επιχείρηση να αποδείξει επαρκώς κατά νόμο, αφενός, την ύπαρξη του γεγονότος που επικαλείται και, αφετέρου, ότι το γεγονός αυτό αναιρεί την αποδεικτική αξία των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 74-76)

  5.  Στο πλαίσιο αναιρέσεως, στο μέτρο που ο προσφεύγων προσάπτει φερόμενη αντίφαση μεταξύ κανόνα δικαίου που μνημονεύεται και εφαρμόζεται σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό τη συνοχή του συλλογισμού που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, εγείρει νομικό ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του δικαίου αυτού από το Γενικό Δικαστήριο. Ένας τέτοιος λόγος αναιρέσεως είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτός.

    (βλ. σκέψη 84)

  6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 112, 113)

  7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 115, 135)

  8.  Σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή πρόστιμα. Το Γενικό Δικαστήριο έχει, επομένως, την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας των προστίμων αυτών, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

    Αντιθέτως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων κατ’ αναίρεση, να υποκαθιστά για λόγους επιείκειας το Γενικό Δικαστήριο αποφαινόμενο, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική, σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους του προστίμου.

    (βλ. σκέψεις 123-126)

  9.  Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, δεν ενδιαφέρει, όσον αφορά το γεγονός της διαρρήξεως της σφραγίδας, αν πράγματι κάποιος εισχώρησε ή όχι στον σφραγισθέντα χώρο. Πράγματι, σκοπός των άρθρων 20, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και 23, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1/2003 είναι να προστατεύονται οι έλεγχοι από την απειλή που απορρέει από μόνο το γεγονός της διαρρήξεως σφραγίδας, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό αμφιβολίες ως προς την ακεραιότητα των αποδεικτικών στοιχείων εντός του σφραγισθέντος χώρου. Παράβαση συνιστάμενη σε διάρρηξη σφραγίδας είναι ιδιαιτέρως σοβαρή ως εκ της ίδιας της φύσεώς της και το φερόμενο μη άνοιγμα της πόρτας του οικείου χώρου δεν μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή.

    (βλ. σκέψεις 128, 129)

  10.  Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεως των ουσιαστικών κανόνων των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμο έως 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Συνεπώς, επιχείρηση η οποία παρεμποδίζει τη διενέργεια ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, διαρρηγνύοντας τις σφραγίδες που έθεσε η Επιτροπή για να διατηρήσει ακέραια τα έγγραφα κατά το απαιτούμενο για τον έλεγχο διάστημα, θα μπορούσε, εξαφανίζοντας τις συλλεγείσες από την Επιτροπή αποδείξεις, να αποφύγει μία τέτοια κύρωση, οπότε πρέπει να αποτραπεί από τέτοιου είδους ενέργειες διά του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, μόλις διαπιστωθεί η διάρρηξη σφραγίδας, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η επιχείρηση προέβη σε τέτοιου είδους ενέργειες.

    (βλ. σκέψη 132)

Top