This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010FJ0061
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)
της 16ης Μαΐου 2012
Υπόθεση F‑61/10
AF
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αίτηση αρωγής — Ηθική παρενόχληση και διακριτική μεταχείριση — Εσφαλμένη εκτίμηση»
Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο AF ζήτησε, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση αρωγής του όσον αφορά ηθική παρενόχληση καθώς και την αίτησή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη.
Απόφαση: Η προσφυγή‑αγωγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων‑ενάγων φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.
Περίληψη
1. Υπάλληλοι — Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση — Πεδίο εφαρμογής — Περιεχόμενο — Δικαστικός έλεγχος — Όρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 24)
2. Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Συμπεριφορά σκοπούσα στην απαξίωση του ενδιαφερομένου ή στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του — Απαίτηση επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς — Απαίτηση ηθελημένης συμπεριφοράς — Περιεχόμενο — Μη απαίτηση κακόβουλης προθέσεως του παρενοχλούντος
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)
3. Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Ανάθεση σε υπάλληλο επιπλέον συμπληρωματικών καθηκόντων που συνεπάγονται υπερβολικό φόρτο εργασίας — Εμπίπτει — Προϋπόθεση
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)
1. Το άρθρο 24 του ΚΥΚ θεσπίστηκε με σκοπό να προστατεύσει τους υπαλλήλους της Ένωσης από οποιαδήποτε παρενόχληση ή απαξιωτική μεταχείριση προερχομένη όχι μόνον από τρίτους αλλά και από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους ή τους συναδέλφους τους.
Σύμφωνα με την υποχρέωση αρωγής που προβλέπει το άρθρο αυτό, η Διοίκηση οφείλει, παρουσία επεισοδίου που απάδει προς την τάξη και τη γαλήνη της υπηρεσίας, να επεμβαίνει με όλη την αναγκαία δραστηριότητα και να ανταποκρίνεται με την ταχύτητα και τη μέριμνα που απαιτούνται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως για να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά και να ενεργήσει ανάλογα. Προς τούτο, αρκεί ο υπάλληλος ο οποίος ζητεί την προστασία του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργάζεται να προσκομίσει αρχή αποδείξεως του υποστατού των επιθέσεων τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη. Όταν υφίστανται τέτοια στοιχεία, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, προβαίνοντας ιδίως σε έρευνα, προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή για την καταγγελία, σε συνεργασία με τον καταγγέλλοντα.
Ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης επί των μέτρων που έλαβε η Διοίκηση περιορίζεται στο ζήτημα αν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο ενήργησε εντός ευλόγων ορίων και δεν άσκησε την διακριτική του ευχέρεια κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.
(βλ. σκέψεις 70 έως 72)
Παραπομπή:
ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2007, T‑154/05, Lo Giudice κατά Επιτροπής, σκέψεις 135 έως 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία
2. Το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» η οποία, προκειμένου να αποδειχθεί, απαιτεί τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, που γίνονται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό» και «με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να μπορούν εκ του αποτελέσματος να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου. Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, τα είδη συμπεριφοράς, τα λόγια, οι πράξεις, οι χειρονομίες ή τα γραπτά, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, πρέπει να είναι ηθελημένα, με συνέπεια να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τυχόν ενέργειες που γίνονται συμπτωματικώς. Αφετέρου, δεν απαιτείται αντιθέτως οι εν λόγω μορφές συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχουν γίνει με την πρόθεση να θιγεί η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια ή η φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να απαξιώσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει εσκεμμένα τις συνθήκες εργασίας του παθόντος. Αρκεί οι ενέργειές του, εφόσον προέβη σε αυτές εκ προθέσεως, να προκάλεσαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες.
Συναφώς, προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως παρενόχληση είναι να προκύπτει αρκούντως αντικειμενικά ότι υφίσταται παρενόχληση υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και υπό τις ίδιες συνθήκες, θα έκρινε την εν λόγω συμπεριφορά ακραία και κατακριτέα.
(βλ. σκέψεις 88 έως 91)
Παραπομπή:
ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψεις 132, 134 και 135· 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 65
3. Μολονότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η παρατεταμένη επιβολή υπερβολικού φόρτου εργασίας στον υπάλληλο να συνιστά, υπό ορισμένες περιστάσεις, ηθική παρενόχληση, εντούτοις, πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, προκειμένου να χαρακτηρισθεί η συμπεριφορά αυτή ηθική παρενόχληση.
(βλ. σκέψη 118)