Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0463

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα – Έννοια – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

    2. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται κράτος μέλος να της παράσχει πληροφορίες στο πλαίσιο διαδικασίας κρατικής ενισχύσεως, ληφθείσα βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 – Εμπίπτει

    (Άρθρα 263, εδ. 1, ΣΛΕΕ και 288, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 10 §§ 2 και 3)

    3. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Αποκλείονται – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται κράτος μέλος να της παράσχει πληροφορίες ληφθείσα βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 – Πράξη παράγουσα αυτοτελή έννομα αποτελέσματα – Εμπίπτει

    (Άρθρα 258 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 3)

    4. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται κράτος μέλος να της παράσχει πληροφορίες σχετικές με δημόσια επιχείρηση, ληφθείσα βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 – Προσφυγή ασκηθείσα από την εν λόγω επιχείρηση – Παραδεκτό

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 3)

    Περίληψη

    1. Στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως των κρατών μελών ή των θεσμικών οργάνων, αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα, ανεξάρτητα από τον τύπο τους, και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων. Κράτος μέλος δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει έννομο συμφέρον.

    Όταν η προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως θεσμικού οργάνου ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η προσφυγή είναι δυνατή μόνον αν η πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας χαρακτηριστικώς τη νομική του κατάσταση. Οσάκις η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται από μη προνομιούχο διάδικο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης, η ως άνω προϋπόθεση, κατά την οποία πρέπει να θίγονται τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, συμπίπτει με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 36-38)

    2. Απόφαση της Επιτροπής ληφθείσα βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και διατάσσουσα κράτος μέλος να της παράσχει πληροφορίες σχετικά με προβαλλόμενη παράνομη ενίσχυση σκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων και, επομένως, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Πράγματι, μια τέτοια διαταγή εντάσσεται στο δεύτερο στάδιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου να επιτρέψει στην Επιτροπή να λάβει από το οικείο κράτος μέλος τις αναγκαίες πληροφορίας σχετικά με μια τέτοια ενίσχυση, στάδιο που συνεπάγεται την έκδοση από την Επιτροπή αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ. Ορίζοντας ότι η διαταγή παροχής πληροφοριών περιβάλλεται τον τύπο της αποφάσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδώσει δεσμευτικό χαρακτήρα σε μια τέτοια πράξη.

    (βλ. σκέψεις 41, 43-45)

    3. Τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως δεν συνιστούν, καταρχήν, πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, προσφυγή ακυρώσεως στρεφόμενη κατά πράξεων οι οποίες εκφράζουν προσωρινή άποψη της Επιτροπής θα μπορούσε να υποχρεώσει τον δικαστή της Ένωσης να κρίνει επί ζητημάτων για τα οποία το οικείο θεσμικό όργανο δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα να αποφανθεί και, συνεπώς, να έχει ως αποτέλεσμα την επίσπευση της συζητήσεως επί της ουσίας και τη σύγχυση των δύο διακριτών σταδίων της διαδικασίας, διοικητικής και δικαστικής. Κατά συνέπεια, μια τέτοια προσφυγή δεν συμβιβάζεται με το σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και του δικαστή της Ένωσης και των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπονται στη Συνθήκη, ούτε με τις απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης και σύννομης διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.

    Μια ενδιάμεση πράξη δεν είναι ομοίως δεκτική προσφυγής, αν προκύπτει ότι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως αυτής θα μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής η οποία βάλλει κατά της τελικής πράξεως της οποίας αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη. Υπό τις συνθήκες αυτές, προσφυγή ασκούμενη κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία διασφαλίζει επαρκή δικαστική προστασία. Εντούτοις, αν η τελευταία προϋπόθεση δεν πληρούται, θα θεωρηθεί ότι η ενδιάμεση πράξη παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα και, επομένως, πρέπει να είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως.

    Αυτό ισχύει στην περίπτωση διαταγής που η Επιτροπή απευθύνει σε κράτος μέλος περί παροχής πληροφοριών σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα δημόσιας επιχείρησης στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως κρατικής ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Πράγματι, προσφυγή βάλλουσα κατά της αποφάσεως η οποία περατώνει τη διαδικασία σχετικά με κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να διασφαλίσει επαρκή δικαστική προστασία στις προσφεύγουσες, δεδομένου, αφενός, ότι η παρανομία που βαρύνει την ενδιάμεση πράξη, ήτοι ο δυσανάλογος χαρακτήρας της διαταγής καθόσον οι ζητηθείσες πληροφορίες δεν είναι κρίσιμες, δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον η απόφαση αυτή δεν στηρίχθηκε στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν ως απάντηση στην εν λόγω διαταγή και, αφετέρου, ότι η άρνηση του οικείου κράτους μέλους να συμμορφωθεί με τέτοια διαταγή συνιστά παράβαση υποχρεώσεως που υπέχει από τις συνθήκες υπό την έννοια του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας η μη εκτέλεση μιας τέτοιας διαταγής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον υποτιθέμενο παράνομο χαρακτήρα της. Επομένως, οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομιμότητας μιας τέτοιας διαταγής πρέπει να γίνει στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας, ήτοι της διαδικασίας της κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προσφυγής ακυρώσεως

    (βλ. σκέψεις 50-60)

    4. Σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο μόνον εφόσον το αφορούν άμεσα και ατομικά. Συναφώς, η διαταγή που η Επιτροπή απευθύνει σε κράτος μέλος για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα δημόσιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως κρατικής ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, επηρεάζει άμεσα την εν λόγω επιχείρηση, καθόσον, πρώτον, ως επωφελούμενη από το μέτρο το οποίο αφορούν οι πληροφορίες που ζητούνται με τη διαταγή και ως κάτοχος των εν λόγω πληροφοριών, θα υποχρεωθεί να δώσει συνέχεια στη διαταγή παροχής πληροφοριών και, δεύτερον, το οριστικό και εξαντλητικό περιεχόμενο των πληροφοριών που ζητήθηκαν προκύπτει από την επίδικη πράξη αυτή καθεαυτή, χωρίς να καταλείπεται εξουσία εκτιμήσεως στο οικείο κράτος μέλος. Επιπλέον, η διαταγή αυτή αφορά ατομικά μια τέτοια επιχείρηση, δεδομένου ότι οι πληροφορίες στις οποίες αυτή αναφέρεται αφορούν αποκλειστικώς την οικεία επιχείρηση στο πλαίσιο διαδικασίας εξετάσεως κρατικής ενισχύσεως φερόμενης ως χορηγηθείσας υπέρ της επιχειρήσεως αυτής.

    (βλ. σκέψεις 65, 68-70, 74)

    Top