EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0520

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 %

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

2. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως – Τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί των θυγατρικών που της ανήκουν κατά 100 % – Θυγατρική την οποία κατέχει εταιρία χαρτοφυλακίου μη έχουσα επιχειρησιακή δραστηριότητα

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

3. Αναίρεση – Λόγοι – Υποχρέωση του αναιρεσείοντος να προβάλει συγκεκριμένες αιτιάσεις επί ορισμένου σημείου της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γ΄)

4. Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 113 § 2)

5. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

Περίληψη

1. Η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Συναφώς, αφενός, ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, αφετέρου, στην περίπτωση που μια τέτοια οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, βάσει της αρχής της ατομικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή. Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά κύριο λόγο τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία παρέβη τους περί ανταγωνισμού κανόνες της Ένωσης, αφενός, η ως άνω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι τέτοια επιρροή. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η ως άνω μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)

2. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μια «μη επιχειρησιακή» εταιρία χαρτοφυλακίου, έστω και αν δεν επεμβαίνει άμεσα στην αγορά, να ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική των θυγατρικών της, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της ιδιαίτερης αποστολής της που είναι ο συντονισμός και η οικονομική διεύθυνση και, επομένως, είναι δυνατόν να τεκμαίρεται ότι η μητρική εταιρία πράγματι ασκεί τέτοια επιρροή όταν κατέχει ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το κεφάλαιο της θυγατρικής. Για τον λόγο αυτό, δεν αρκεί να προβληθεί η μη επιχειρησιακή φύση της μητρικής εταιρίας ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στην εμπορική πολιτική των θυγατρικών, το οποίο παραμένει μαχητό τεκμήριο, δυνάμενο να ανατραπεί.

(βλ. σκέψεις 48-49)

3. Από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπον συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

Συναφώς, ακόμη και αν επιτρέπει τον προσδιορισμό του επικρινόμενου σημείου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως η επιχειρηματολογία της οποίας δεν είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, από τη στιγμή που τα ουσιώδη στοιχεία δεν προκύπτουν κατά τρόπο επαρκώς συγκροτημένο και κατανοητό από το κείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως, της οποίας η διατύπωση είναι διφορούμενη και ασαφής, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας, διότι διαφορετικά δικάζει ultra petita.

(βλ. σκέψεις 59-61)

4. Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται πράγματι στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια, ο διάδικος δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της δίκης προβάλλοντας για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που μπορούσε να είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αλλά δεν τον προέβαλε, εφόσον αυτό θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ’ ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, ένας τέτοιος ισχυρισμός πρέπει να θεωρείται ότι απαραδέκτως προβάλλεται κατά το στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 64)

5. Κατά τη μέθοδο που καθορίζεται από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τα στοιχεία του προστίμου που έχουν σχέση με επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι η υποτροπή, υπολογίζονται επί ενός «βασικού ποσού» το οποίο με τη σειρά του υπολογίζεται με βάση ένα «αρχικό ποσό», που προσαυξάνεται με συντελεστή πολλαπλασιασμού ο οποίος αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως.

Κατ’ ουσίαν, το ως άνω αρχικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και τον πραγματικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό της παραβατικής συμπεριφοράς της οικείας οντότητας. Λαμβάνοντας υπόψη ενδεχομένως τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της εν λόγω οντότητας, το ποσό αυτό δύναται να αναπροσαρμοσθεί ώστε να εξασφαλισθεί αρκούντως αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου. Κατά τα σημεία 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή, αφού καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, προβαίνει, ενδεχομένως, σε προσαύξηση και σε μείωση του εν λόγω ποσού λόγω επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων.

Οι ως άνω κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν όμως απλώς κανόνες συμπεριφοράς που υποδεικνύουν την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

(βλ. σκέψεις 72-73, 81, 88)

Top