EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0045

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Νέα αίτηση σχετική με ζήτημα επί του οποίου έχει αποφανθεί το Δικαστήριο – Παραδεκτό

(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

2. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

3. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

4. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας

(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 2)

Περίληψη

1. Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιτρέπει πάντοτε στο εθνικό δικαστήριο, εάν το θεωρεί σκόπιμο, να υποβάλει εκ νέου στο Δικαστήριο ερωτήματα περί ερμηνείας. Επιπλέον, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει. Τούτο συμβαίνει όταν το αιτούν δικαστήριο εξετάζει εάν είναι συμβατή με την οδηγία 2000/78 εθνική ρύθμιση περιέχουσα ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας μισθωτών εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους εξαιτίας της ενάρξεως χορηγήσεως συντάξεως γήρατος. Επομένως, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την οποία ζητείται να διευκρινιστεί εάν η εν λόγω ρήτρα συνιστά ενδεχομένως δυσμενή διάκριση είναι παραδεκτή.

(βλ. σκέψεις 31-32, 34-35)

2. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν είναι αντίθετο προς εθνική διάταξη δυνάμει της οποίας λογίζονται ως έγκυρες οι ρήτρες περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ενός μισθωτού, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω διάταξη δικαιολογείται αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό σκοπό στους τομείς της πολιτικής απασχολήσεως και αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Η χρήση της ως άνω δυνατότητας στο πλαίσιο συλλογικής συμβάσεως δεν εκφεύγει, αυτή καθεαυτήν, οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου, αλλά, σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει, και αυτή, να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ενός θεμιτού σκοπού κατά τρόπο πρόσφορο και αναγκαίο.

Ειδικότερα, πρώτον, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο διαθέτουν τα κράτη μέλη για την επιλογή όχι μόνον ενός συγκεκριμένου σκοπού στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, οι εν λόγω ρήτρες δικαιολογούνται αντικειμενικά και λογικά δεδομένου ότι η λύση των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών που έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ωφελεί άμεσα τους νεότερους εργαζομένους ευνοώντας την, ήδη δυσχερή λόγω της υψηλής ανεργίας, ένταξη στον επαγγελματικό στίβο και δεδομένου ότι τα δικαιώματα των αρχαιότερων εργαζομένων προστατεύονται επαρκώς. Ο μηχανισμός αυτός στηρίζεται στην εξισορρόπηση παραγόντων πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, δημογραφικής και/ή δημοσιονομικής φύσεως και εξαρτάται από το εάν θα επιλεγεί να παραταθεί η διάρκεια της ενεργού απασχολήσεως των εργαζομένων ή αντιθέτως να προβλεφθεί πρόωρη συνταξιοδότησή τους.

Δεύτερον, ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος είναι διακριτός από την απόλυση και την παραίτηση, έχει συμβατικό θεμέλιο. Παρέχεται έτσι η δυνατότητα όχι μόνο στους μισθωτούς και στους εργοδότες, μέσω ατομικών συμφωνιών, αλλά και στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω συλλογικών συμβάσεων –άρα με μη αμελητέα ευελιξία−, να κάνουν χρήση του μηχανισμού κατά τρόπο ώστε να μπορεί να λαμβάνεται δεόντως υπόψη τόσο η γενική κατάσταση της σχετικής αγοράς εργασίας όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων θέσεων εργασίας. Δεδομένων των ανωτέρω στοιχείων, δεν είναι παράλογο οι αρχές κράτους μέλους να θεωρούν ότι μέτρο όπως αυτό με το οποίο επιτρέπεται η συνομολόγηση ρητρών περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του μισθωτού είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη θεμιτών σκοπών της εθνικής πολιτικής εργασίας και απασχολήσεως.

(βλ. σκέψεις 41, 43-44, 49, 51, 53, διατακτ. 1)

3. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει μέτρο όπως η ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας όσων μισθωτών συμπληρώνουν το καθοριζόμενο στα 65 έτη όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, η οποία προβλέπεται στη συλλογική σύμβαση γενικής ισχύος για τους μισθωτούς εργαζόμενους στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού.

Ειδικότερα, πρώτον, η ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως των συμβάσεων εργασίας, καθόσον εξασφαλίζει στους εργαζομένους σταθερή ως ένα βαθμό απασχόληση και, μακροπρόθεσμα, καθορισμένη ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως και συγχρόνως παρέχει στους εργοδότες περισσότερη ευελιξία για τη διαχείριση του προσωπικού τους, αποτελεί το προϊόν σταθμίσεως μεταξύ αποκλινόντων, πλην όμως θεμιτών συμφερόντων και εντάσσεται εντός ενός περίπλοκου πλαισίου σχέσεων εργασίας, στενά συνδεδεμένο με πολιτικές επιλογές σε ζητήματα συντάξεων και απασχολήσεως.

Δεύτερον, δεδομένου ότι η εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους δεν απαγορεύει σε πρόσωπο που συμπληρώνει όριο ηλικίας, μετά την οποία δικαιούται τη χορήγηση συντάξεως βάσει δικαιωμάτων που έχει θεμελιώσει, να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα και, επιπλέον, δεδομένου ότι όσοι εργαζόμενοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση εξακολουθούν να προστατεύονται κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας, η αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως εργασίας δεν συνεπάγεται αυτομάτως τον εξαναγκασμό των ενδιαφερομένων να αποσυρθούν οριστικώς από την αγορά εργασίας. Επομένως, η εν λόγω νομοθεσία δεν καθιερώνει δεσμευτικό πλαίσιο για υποχρεωτική συνταξιοδότηση. Επιπλέον δεν απαγορεύει σε εργαζόμενο ο οποίος επιθυμεί, παραδείγματος χάριν για οικονομικούς λόγους, να εξακολουθήσει να ασκεί το επάγγελμά του να το πράττει μετά την ηλικία συνταξιοδοτήσεως ενώ δεν αφαιρεί την προστασία κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας από όσους μισθωτούς έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αλλά επιθυμούν να παραμείνουν επαγγελματικώς ενεργοί και αναζητούν νέα εργασία. Με βάση τα στοιχεία αυτά, η εθνική νομοθεσία δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, λαμβανομένου υπόψη του ευρέως περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της απασχολήσεως.

(βλ. σκέψεις 68, 74-77, διατακτ. 2)

4. Τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος να κηρύξει γενικώς δεσμευτική μια συλλογική σύμβαση εργασίας στην οποία περιλαμβάνεται ρήτρα περί αυτοδίκαιης λύσεως της συμβάσεως εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται στον τομέα του βιομηχανικού καθαρισμού, εφόσον η ρήτρα αυτή δεν στερεί τους υπαγόμενους στο πεδίο εφαρμογής της εργαζόμενους από την προστασία που τους παρέχεται με τις διατάξεις κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

Συγκεκριμένα, η οδηγία 2000/78 δεν ορίζει αυτή καθεαυτήν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να κηρύσσουν μια συλλογική σύμβαση γενικώς δεσμευτική, μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίζουν, με τα κατάλληλα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα, ότι όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να τύχουν της προστασίας, σε όλο της το εύρος, που παρέχει η οδηγία 2000/78 κατά των διακρίσεων λόγω ηλικίας.

(βλ. σκέψεις 79-80, διατακτ. 3)

Top