Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008TJ0062

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Αποζημίωση χορηγούμενη σε αντιστάθμιση για την απαλλοτρίωση στοιχείων ενεργητικού – Δεν περιλαμβάνεται

    (Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

    2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους – Δικαίωμα του δικαιούχου ενισχύσεως να μετάσχει στη διαδικασία σε πρόσφορο βαθμό – Όρια

    (Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

    3. Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες που κινεί η Επιτροπή – Εξέταση των σχεδίων ενισχύσεων – Περιεχόμενο

    (Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

    4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Κοινοποίηση στην Επιτροπή – Περιεχόμενο της σχετικής υποχρεώσεως – Ανάγκη κοινοποιήσεως των μέτρων ενισχύσεως στο στάδιο του σχεδίου

    (Άρθρο 88 § 3 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 3)

    5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το παράνομο ενισχύσεως και διατάσσουσα την αναζήτησή της – Ενίσχυση που δεν έχει ακόμη καταβληθεί

    (Άρθρο 88 § 3 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

    6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια

    (Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

    7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής να μην προβάλει αντιρρήσεις για εθνικό μέτρο – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου όσον αφορά τη νομιμότητα παρατάσεως της χορηγήσεως του μέτρου – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

    Περίληψη

    1. Αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις δαπάνες που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, για τον λόγο αυτόν, έχουν τον χαρακτήρα επιδοτήσεως, όπως είναι, ιδίως, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών υπό προνομιακούς όρους. Αντιθέτως, αποζημιώσεις τις οποίες οι εθνικές αρχές υποχρεώνονται να καταβάλλουν, ενδεχομένως, σε ιδιώτες προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία τους προκάλεσαν διαφέρουν θεμελιωδώς κατά τη νομική τους φύση και, επομένως, δεν αποτελούν ενισχύσεις υπό την έννοια των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ.

    Αντιθέτως, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση η παράταση της ισχύος μέτρου προβλέποντος προνομιακή τιμή για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο αποζημιώσεως λόγω απαλλοτριώσεως στο πλαίσιο εθνικοποιήσεως του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, όταν η προνομιακή τιμή παραχωρήθηκε για σαφώς συγκεκριμένη περίοδο, χωρίς δυνατότητα παρατάσεως. Εξάλλου, μέτρο που αποτελεί απλώς έναν από τους ευνοϊκούς τιμολογιακούς όρους των οποίων η παράταση έχει ως σκοπό να «καταστεί δυνατή η ανάπτυξη και η αναδιάρθρωση της παραγωγής των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων» δεν μπορεί να λογίζεται ως κατά νόμο συνέχεια της αποζημιώσεως που χορηγήθηκε στη δικαιούχο επιχείρηση κατόπιν της εθνικοποιήσεως.

    (βλ. σκέψεις 57, 60, 63, 72, 74, 99, 101)

    2. Η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, από πλευράς των κοινοτικών του υποχρεώσεων, για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, πέραν του οικείου κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι συζήτηση με την Επιτροπή με δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το εν λόγω κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, οι ως άνω ενδιαφερόμενοι αποτελούν κατ’ ουσίαν πηγή πληροφοριών για την Επιτροπή. Συναφώς, καμία διάταξη περί της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν διαφοροποιεί τον λαβόντα την ενίσχυση από τους λοιπούς ενδιαφερομένους. Εξάλλου, η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν είναι διαδικασία που κινείται «κατά» του λαβόντος ή των λαβόντων ενισχύσεις, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι αυτός ή αυτοί θα μπορούσαν να απαιτήσουν την αναγνώριση δικαιωμάτων εξίσου ευρέων με τα δικαιώματα άμυνας καθαυτά. Πράγματι, οι αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων έχουν ως μόνους αποδέκτες τα εμπλεκόμενα αντίστοιχα κράτη μέλη.

    Οι γενικές αρχές του δικαίου, όπως το δικαίωμα ακροάσεως ή η αρχή της χρηστής διοικήσεως, δεν παρέχουν τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να διευρύνει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους ενδιαφερόμενους, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, από τη Συνθήκη και το παράγωγο δίκαιο. Κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται ούτε από το γεγονός ότι ένας προσφεύγων νομιμοποιείται ενεργητικώς να στραφεί κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    Πράγματι, δεν προκύπτει από καμία διάταξη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις αλλά ούτε και από τη νομολογία ότι η Επιτροπή οφείλει να ζητεί από τον αποδέκτη δημοσίων πόρων να εκφράσει την άποψή του σχετικά με τη νομική της εκτίμηση όσον αφορά το οικείο μέτρο ή ότι υποχρεούται να ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος –και, κατά μείζονα λόγο, τον λαβόντα την ενίσχυση– για την άποψή της πριν από την έκδοση της αποφάσεώς της όταν έχει καλέσει τους ενδιαφερομένους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    (βλ. σκέψεις 161-163, 166-168)

    3. Στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να παρέχεται στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των παρατηρήσεων που υποβάλλουν τρίτοι ενδιαφερόμενοι, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, EK και επί των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της. Εφόσον δεν δόθηκε στο κράτος μέλος η δυνατότητα να σχολιάσει τέτοιες παρατηρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να τις λάβει υπόψη στην απόφασή της κατά του κράτους αυτού. Εντούτοις, για να συνεπάγεται μια τέτοια προσβολή των δικαιωμάτων υπερασπίσεως ακυρότητα, πρέπει η διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η πλημμέλεια αυτή.

    (βλ. σκέψη 189)

    4. Όσον αφορά τις νέες ενισχύσεις τις οποίες τα κράτη μέλη έχουν την πρόθεση να θεσπίσουν, προβλέπεται μια διαδικασία προηγουμένου ελέγχου χωρίς την οποία καμία ενίσχυση δεν μπορεί να λογίζεται ως νομοτύπως προβλεφθείσα. Πράγματι, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ και τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου του άρθρου 88 ΕΚ, όλα τα σχέδια προς θέσπιση ή τροποποίηση ενισχύσεων πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή και δεν μπορούν να εκτελούνται προτού δοθεί η ρητή ή σιωπηρή έγκρισή της.

    Έτσι, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν δύο υποχρεώσεις, στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, ήτοι εκείνη της προηγουμένης κοινοποιήσεως των σχεδίων ενισχύσεων και εκείνη που συνίσταται στην αναβολή της εκτελέσεως των οικείων σχεδίων μέχρις ότου η Επιτροπή αποφανθεί επί της συμφωνίας του μέτρου προς την κοινή αγορά.

    Μια ενίσχυση μπορεί να λογίζεται χορηγηθείσα ακόμα και αν τα οικεία ποσά δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο.

    Εξάλλου, τα μέτρα ενισχύσεως πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή όταν είναι ακόμη στο στάδιο του σχεδίου, δηλαδή πριν τεθούν σε εφαρμογή και ενώ μπορούν ακόμη να τροποποιηθούν σε συνάρτηση με τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις της Επιτροπής. Πράγματι, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να ασκεί εγκαίρως και προς το γενικό συμφέρον τον έλεγχό της σχετικά με κάθε σχέδιο χορηγήσεως ή τροποποιήσεως ενισχύσεως και να διενεργεί μια προληπτική εξέταση. Θα ήταν αντίθετο προς τη λογική του συστήματος του εκ των προτέρων ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων να μπορεί η Επιτροπή να διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ μόνον αφού εξακριβώσει ότι κάθε δικαιούχος επωφελείται όντως των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται με το μέτρο αυτό.

    (βλ. σκέψεις 228-230, 234-236)

    5. To άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, κατά το οποίο, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως σε υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την αναζήτηση της ενισχύσεως από τον δικαιούχο, εκφράζει τον συστηματικό χαρακτήρα της αναζητήσεως αυτής.

    Όταν η Επιτροπή ενημερώνεται κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ότι οι αμφισβητούμενες ενισχύσεις δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στους δικαιούχους, δεν είναι δεδομένη η μη καταβολή τους στη συνέχεια, ειδικά μεταξύ του χρόνου γνωστοποιήσεως της πληροφορίας αυτής και εκείνου της κοινοποιήσεως της τελικής αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή το γεγονός ότι προς εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής ασφαλείας δικαίου εξέθεσε σαφώς τις συγκεκριμένες συνέπειες της αποφάσεώς της.

    Πράγματι, το γεγονός ότι μια ενίσχυση δεν έχει ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο της δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, αλλά μόνον τις ειδικότερες λεπτομέρειες της αναζητήσεως της ενισχύσεως. Η αναζήτηση της ενισχύσεως πρέπει να διενεργείται, καταρχήν, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου, με την επιφύλαξη ωστόσο ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να μην καθίσταται πρακτικώς αδύνατη η αναζήτηση την οποία επιτάσσει το κοινοτικό δίκαιο, ενώ οι ένδικες διαφορές που αφορούν την εκτέλεση αυτή υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου.

    Η υποχρέωση κράτους μέλους να υπολογίζει το ακριβές ποσό των προς αναζήτηση ενισχύσεων, ειδικά όταν ο υπολογισμός αυτός εξαρτάται από πληροφοριακά στοιχεία που αυτό δεν είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της αγαστής συνεργασίας που πρέπει να επιδεικνύουν αμοιβαία η Επιτροπή και τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη ενδεχόμενα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να της υποβληθούν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αλλά που δεν της υποβλήθηκαν, διότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και προτρέχοντας τα στοιχεία που ενδέχεται να της υποβληθούν.

    (βλ. σκέψεις 239, 241, 250-251)

    6. Λαμβανομένου υπόψη, όμως, του επιτακτικού χαρακτήρα του εκ μέρους της Επιτροπής ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων βάσει του άρθρου 88 ΕΚ, οι επιχειρήσεις, καταρχήν, δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο σύννομο μιας ενισχύσεως που λαμβάνουν παρά μόνον αν αυτή έχει χορηγηθεί τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Πράγματι, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιώνεται ότι έχει τηρηθεί η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, όταν η ενίσχυση χορηγείται χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή, πράγμα που την καθιστά παράνομη έναντι του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, τότε ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής.

    Ωστόσο, οι δικαιούχοι μιας παράνομης ενισχύσεως έχουν τη δυνατότητα να επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες τους δημιούργησαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής για να αντιταχθούν στην επιστροφή της.

    Εξάλλου, η έκδοση του κανονισμού 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, δημιούργησε μια νέα κατάσταση όσον αφορά την αναζήτηση των ασύμβατων προς την κοινή αγορά ενισχύσεων, κατάσταση από την οποία πρέπει να συνάγονται όλες οι επιβαλλόμενες έννομες συνέπειες. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού επιβεβαιώνει τον συστηματικό χαρακτήρα της αναζητήσεως (πρώτη περίοδος), προβλέποντας παράλληλα μιαν εξαίρεση (δεύτερη περί οδος) όταν η αναζήτηση αντιβαίνει προς κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, υφίσταται διάταξη του παραγώγου δικαίου την οποία η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την έκδοση των αποφάσεών της και η οποία μπορεί να την οδηγήσει, ενδεχομένως, να μην απαιτήσει την αναζήτηση των ασύμβατων προς την κοινή αγορά ενισχύσεων. Είναι αναμφισβήτητο ότι μπορεί να γίνεται επίκληση της παραβάσεως μιας τέτοιας διατάξεως προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως του τμήματος της αποφάσεως που επιτάσσει την επιστροφή.

    (βλ. σκέψεις 269-271, 275-276)

    7. Απλώς και μόνον το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου μπορεί να φανεί αμφίβολος στον δικαιούχο προφανέστατα δεν αρκεί για να δικαιολογήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη εκ μέρους του όσον αφορά τη νομιμότητα της ενισχύσεως ή όσον αφορά την εκτίμηση ότι το επίμαχο μέτρο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση.

    Έτσι, η απόφαση της Επιτροπής να μην προβάλει αντιρρήσεις έναντι μέτρου συνιστάμενου στη πρόβλεψη προτιμησιακού τιμολογίου για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της μεταγενέστερης παρατάσεως του μέτρου αυτού ή όσον αφορά την εκτίμηση ότι η τιμολόγιο αυτό δεν αποτελεί ενίσχυση.

    (βλ. σκέψεις 283-284, 288)

    Top