EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0407

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Έκταση – Άρνηση γνωστοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες

2. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Απαιτούμενος βαθμός ακρίβειας των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική μονάδα – Ύπαρξη δυνάμενη να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων – Μητρική εταιρία η οποία δεν κατέχει το 100 % του κεφαλαίου μιας θυγατρικής – Στοιχείο που δεν αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής μονάδας

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

4. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Απόδειξη της παραβάσεως – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5. Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Επιχείρηση αποδέκτρια ανακοινώσεως αιτιάσεων, η οποία δεν αμφισβήτησε τα νομικά ή πραγματικά στοιχεία κατά τη διοικητική διαδικασία – Περιορισμός του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής – Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 52 § 1)

6. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Όμιλος εταιριών ο οποίος έχει επικεφαλής του πλείονα νομικά πρόσωπα

(Άρθρο 81 ΕΚ)

Περίληψη

1. Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας αφορώσας την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Πάντως, η μη γνωστοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Ειδικότερα, σ’ αυτήν εναπόκειται να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής. Αντιθέτως, όσον αφορά την παράλειψη γνωστοποιήσεως απαλλακτικού αποδεικτικού στοιχείου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει απλώς και μόνον ότι η μη αποκάλυψή του επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής, κατά το μέτρο που θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 13, 22-23)

2. Προκειμένου να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρά, συγκεκριμένα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, καθένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά για κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί το σύνολο των ενδείξεων τις οποίες επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, να ανταποκρίνεται στην επιταγή αυτή.

Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κανένα από τα διάφορα στοιχεία μιας παραβάσεως, αυτοτελώς θεωρούμενο, δεν συνιστά συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το συμπέρασμα αυτό δεν αποκλείει να αποτελούν τα στοιχεία αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, τέτοιου είδους συμφωνία ή πρακτική.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει έγγραφα στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, όπως είναι τα πρακτικά συνεδριάσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 47-49)

3. Το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων. Η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. O όρος αυτός, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Συνεπώς, η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας μπορεί να συναχθεί από μια δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, ακόμη και αν κανένα από τα στοιχεία αυτά, αυτοτελώς εξεταζόμενο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας μονάδας.

Το γεγονός ότι η μητρική εταιρία δεν κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής ουδόλως αποκλείει την ενδεχόμενη ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας, υπό την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 64-65, 82)

4. Ο ενδιαφερόμενος ή η αρχή που προβάλλει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, η δε επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό προς αντίκρουση διαπιστώσεως παραβάσεως είναι εκείνη η οποία οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει αυτός ο αμυντικός ισχυρισμός, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, έστω και αν το νόμιμο βάρος αποδείξεως το φέρει, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, είτε η Επιτροπή είτε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση, τα πραγματικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι η πρώτη πλευρά ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως.

(βλ. σκέψη 80)

5. Όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία. Συγκεκριμένα, μολονότι η εκ μέρους επιχειρήσεως ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία ενδέχεται να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής, δεν μπορεί να συρρικνώνει αυτό τούτο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Ελλείψει ρητώς προβλεπόμενης προς τούτο νομικής βάσεως, ο περιορισμός αυτός αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αυτού, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σ’ αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο.

(βλ. σκέψεις 89-91)

6. Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια εταιρία καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της εταιρίας αυτής και της εταιρίας του ίδιου ομίλου που θεωρήθηκε ως υπεύθυνη για τις ενέργειες του εν λόγω ομίλου, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση και τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξαντλητικής απαριθμήσεως.

Στην περίπτωση ομίλου εταιριών, επικεφαλής του οποίου βρίσκονται πλείονα νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι μία από τις εταιρίες αυτές είναι η μόνη υπεύθυνη για τη συμπεριφορά των εταιριών του ομίλου αυτού, το σύνολο των οποίων συνιστά ενιαία οικονομική μονάδα. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα μόνο νομικό πρόσωπο επικεφαλής του ομίλου δεν εμποδίζει να θεωρηθεί μια εταιρία υπεύθυνη για τη συμπεριφορά του ομίλου αυτού. Η συγκεκριμένη νομική διάρθρωση ενός ομίλου εταιριών που χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός και μόνου νομικού προσώπου επικεφαλής του ομίλου αυτού δεν είναι καθοριστική, εφόσον η διάρθρωση αυτή δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική λειτουργία και την αληθή οργάνωση του εν λόγω ομίλου. Ειδικότερα, η απουσία νομικών σχέσεων εξαρτήσεως μεταξύ δύο εταιριών επικεφαλής του ομίλου δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι η πρώτη από τις δύο αυτές εταιρίες πρέπει να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για τις ενέργειες του ομίλου, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι, στην πραγματικότητα, η δεύτερη εταιρία δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στη σχετική αγορά.

(βλ. σκέψεις 95, 98-100, 107-109)

Top