EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0280

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας ή εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – Παραδεκτό

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γ΄)

2. Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος προβαλλόμενος για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 113 § 2)

3. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Δικαίωμα της Επιτροπής να ασκήσει την προσφυγή – Άσκησή του κατά διακριτική ευχέρεια

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 226 ΕΚ)

4. Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών – Υπηρεσίες προσβάσεως στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών τις οποίες παρέχει ο φορέας που είναι ο μοναδικός κύριος της διαθέσιμης υποδομής – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα την ύπαρξη καταχρήσεως παρά την έγκριση των τιμών από την εθνική ρυθμιστική αρχή – Καταλογισμός της παραβάσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

5. Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

6. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Διάπραξη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Έννοια – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών προκαλούμενο από τιμές επιχειρήσεως κατέχουσας μονοπωλιακή θέση στην αγορά των υπηρεσιών χονδρικής και σχεδόν μονοπωλιακή θέση στην αγορά υπηρεσιών λιανικής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2, εδ. 1)

7. Πράξεις των οργάνων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αντικείμενο – Έκταση

(Άρθρο 253 ΕΚ)

8. Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών – Υπηρεσίες προσβάσεως στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών τις οποίες παρέχει ο φορέας που είναι ο μοναδικός κύριος της διαθέσιμης υποδομής – Αρνητική ή ανεπαρκής διαφορά μεταξύ των τιμών για τους ανταγωνιστές και των τιμών λιανικής

(Άρθρο 82 ΕΚ)

9. Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών – Έννοια

(Άρθρο 82 ΕΚ)

10. Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών – Υπηρεσίες προσβάσεως στο δίκτυο τηλεπικοινωνιών τις οποίες παρέχει ο φορέας που είναι ο μοναδικός κύριος της διαθέσιμης υποδομής – Υπολογισμός της συμπιέσεως των περιθωρίων των ανταγωνιστών

(Άρθρο 82 ΕΚ)

11. Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών – Ισότητα ευκαιριών – Δεν υφίσταται – Συνυπολογισμός των εσόδων από λοιπές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες – Αποκλείεται

(Άρθρο 82 ΕΚ)

12. Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Συμπεριφορές που έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού

(Άρθρο 82 ΕΚ)

13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Σοβαρή παράβαση – Φαινόμενο συμπιέσεως των τιμών προκαλούμενο από τιμές επιχειρήσεως κατέχουσας μονοπωλιακή θέση – Ελαφρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1 A, εδ. 2)

14. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Εξουσίες της Επιτροπής – Μεταβολή της προγενέστερης πρακτικής – Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

Περίληψη

1. Από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον εντοπισμό του νομικού σφάλματος που παρουσιάζει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απλώς αναπαράγει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο εν μέρει άνευ νοήματος.

(βλ. σκέψεις 24-25)

2. Η αναίρεση δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται πράγματι στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν μπορεί διάδικος να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο απ’ ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο.

(βλ. σκέψεις 34, 42, 49)

3. Στα κράτη μέλη απόκειται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία γενικά ή ειδικά μέτρα για τη διασφάλιση της εκπληρώσεως εκ μέρους των εθνικών ρυθμιστικών αρχών των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ, επιβάλλουν στα κράτη μέλη να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, δυνάμενα να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού.

Πάντως, ως προς τη δυνατότητα της Επιτροπής να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η οποία αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως αφορά αποκλειστικώς τη νομιμότητα αποφάσεως εκδοθείσας από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 82 ΕΚ κατά της αναιρεσείουσας επιχειρήσεως, το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της εν λόγω αναιρέσεως, να περιορισθεί στην εξακρίβωση αν οι προβαλλόμενες προς στήριξη αυτής αιτιάσεις είναι ικανές να αναδείξουν ότι η εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο της νομιμότητας μίας τέτοιας αποφάσεως πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο και τούτο ανεξαρτήτως του αν η Επιτροπή μπορούσε, παραλλήλως ή εναλλακτικώς, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι συντρέχει παράβαση του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους.

Συνεπώς, ακόμη και αν δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να παρέβησαν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές το δίκαιο της Ένωσης και αν η Επιτροπή μπορούσε πράγματι να κινήσει για τον λόγο αυτό τη διαδικασία λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ κατά του κράτους μέλους, οι περιστάσεις αυτές είναι αλυσιτελείς κατά το στάδιο της αναιρέσεως. Στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει το άρθρο 226 ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική εξουσία να ασκεί προσφυγή λόγω παραβάσεως και δεν εναπόκειται στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να κρίνουν τη σκοπιμότητα ασκήσεως της εξουσίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 45-47)

4. Μόνον αν η θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά επιβάλλεται στις επιχειρήσεις από την εθνική νομοθεσία ή αν η τελευταία διαμορφώνει ένα νομικό πλαίσιο το οποίο, από μόνο του, αποκλείει κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν έχουν εφαρμογή. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν οφείλεται, όπως αφήνουν να εννοηθεί οι διατάξεις αυτές, σε αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

Αντιθέτως, τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ μπορούν να εφαρμοσθούν αν αποδειχθεί ότι η εθνική νομοθεσία αφήνει περιθώρια ανταγωνισμού, ο οποίος ενδέχεται να εμποδίζεται, να περιορίζεται ή να στρεβλώνεται από αυτόβουλη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Η δυνατότητα να αποκλειστεί συγκεκριμένη συμπεριφορά θίγουσα τον ανταγωνισμό από το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, επειδή η συμπεριφορά αυτή επιβλήθηκε στις εν λόγω επιχειρήσεις από την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία ή η νομοθεσία αυτή εξάλειψε κάθε δυνατότητα ανταγωνιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των επιχειρήσεων, έγινε, επομένως, δεκτή από το Δικαστήριο κατά τρόπο περιοριστικό. Αν μια εθνική νομοθεσία περιορίζεται να παρακινεί ή να διευκολύνει την υιοθέτηση, εκ μέρους των επιχειρήσεων, αυτόβουλης συμπεριφοράς που θίγει τον ανταγωνισμό, οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούν να υπόκεινται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Κατ’ ουσία οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις φέρουν ιδιαίτερη ευθύνη να μην βλάπτουν με τη συμπεριφορά τους την ύπαρξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά.

Συναφώς, απλώς το γεγονός ότι μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών παρακινήθηκε από τις παρεμβάσεις εθνικής ρυθμιστικής αρχής, όπως η ρυθμιστική αρχή τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων, να διατηρήσει σε ισχύ τις τιμολογιακές της πρακτικές οι οποίες κατέληγαν σε συμπίεση των τιμών των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της ουδόλως δύναται, καθεαυτό, να απαλείψει την ευθύνη της δυνάμ ει του άρθρου 82 ΕΚ.

Ειδικότερα, δεδομένου ότι, παρά τις εν λόγω παρεμβάσεις, η επιχείρηση διέθετε περιθώριο τροποποιήσεως των τιμών της λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών, η συμπίεση των τιμών είναι καταλογιστέα σε αυτήν. Ο δόλιος ή μη χαρακτήρας της συμπεριφοράς που ανάγεται σε μη χρησιμοποίηση αυτού του περιθωρίου δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση ότι η επιχείρηση είχε περιθώριο δράσεως να την υιοθετήσει, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη αποκλειστικώς για τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα αυτής της συμπεριφοράς, όπως επίσης και για τον ορισμό του ύψους των προστίμων.

(βλ. σκέψεις 80-85, 88-89)

5. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί, ως τοιούτο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση.

(βλ. σκέψη 123)

6. Όσον αφορά το ζήτημα αν οι παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού τελέστηκαν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και το αν μπορεί να επιβληθεί, για τον λόγο αυτό, πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 17, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται όταν η επιχείρηση δεν μπορεί να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, ανεξάρτητα από το αν αυτή είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού.

Τούτο ισχύει όταν επιχείρηση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών η οποία δεν μπορούσε να αγνοεί, αφενός, ότι, παρά τις εγκριτικές αποφάσεις της ρυθμιστικής αρχής τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων, διέθετε ουσιαστικό περιθώριο καθορισμού των τιμών λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών και ότι, αφετέρου, η συμπίεση των τιμών επέφερε σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού, λαμβανομένης υπόψη ειδικότερα της μονοπωλιακής θέσεώς της στην αγορά χονδρικής των υπηρεσιών προσβάσεως στον τοπικό βρόχο και της σχεδόν μονοπωλιακής θέσεώς της στην αγορά λιανικής των υπηρεσιών προσβάσεως των συνδρομητών.

(βλ. σκέψεις 124-125)

7. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Στο πλαίσιο αυτό, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του.

Η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως αναλόγως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

(βλ. σκέψεις 130-131)

8. Το άρθρο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α΄, ΕΚ απαγορεύει ρητώς σε κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να επιβάλει αμέσως ή εμμέσως μη δίκαιες τιμές, και ειδικότερα να προβαίνει σε τιμολογιακές πρακτικές οι οποίες αναπτύσσουν αποτελέσματα αποκλεισμού για τους εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές της, υφιστάμενους ή μελλοντικούς, ήτοι πρακτικές οι οποίες καθιστούν δυσχερέστερη, ή ακόμα και αδύνατη, την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά, όπως επίσης και οι οποίες καθιστούν δυσχερέστερη, ή ακόμα και αδύνατη, για τους αντισυμβαλλομένους της, την επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πηγών εφοδιασμού ή εμπορικών εταίρων, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δεσπόζουσα θέση της καταφεύγοντας σε μέσα άλλα από εκείνα που εντάσσονται στο πλαίσιο υγιούς ανταγωνισμού. Υπό την προοπτική αυτή, κάθε ανταγωνισμός μέσω των τιμών δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί θεμιτός.

Στο μέτρο που επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών διαθέτει περιθώριο δράσεως για τη μείωση ή την εξάλειψη της συμπιέσεως τιμών των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών με αυτήν ανταγωνιστών της, μέσω της τροποποιήσεως των τιμών της λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών, αυτή η συμπίεση τιμών, ενόψει του αποτελέσματος αποκλεισμού που είναι δυνατό να δημιουργήσει για τους εν λόγω ανταγωνιστές, είναι δυνατό, καθαυτή, να συνιστά κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ.

Το εν λόγω άρθρο 82 ΕΚ αποβλέπει, ειδικότερα, στην προστασία του καταναλωτή μέσω του ανόθευτου ανταγωνισμού. Συναφώς στερείται λυσιτέλειας το ότι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση οφείλει να αυξήσει τις τιμές της για να αποκλείσει την κατάχρηση.

Αυτή η συμπίεση των τιμών, μέσω της περαιτέρω αποδυναμώσεως του ανταγωνισμού στην αγορά, συγκεκριμένα στην αγορά των υπηρεσιών προσβάσεως των συνδρομητών, ο οποίος είναι ήδη εξασθενημένος ακριβώς λόγω της παρουσίας της εν λόγω επιχειρήσεως, και της ενισχύσεως κατά τον τρόπο αυτό της δεσπόζουσας θέσεως που αυτή κατέχει στην εν λόγω αγορά, έχει επίσης ως συνέπεια ότι οι καταναλωτές υφίστανται ζημία εξαιτίας του περιορισμού των επιλογών τους και, ως εκ τούτου, της προοπτικής μειώσεως, περισσότερο μακροπρόθεσμα, των τιμών λιανικής λόγω του ανταγωνισμού εκ μέρους των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών στην εν λόγω αγορά.

Το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως όφειλε να αποδείξει ότι οι τιμές χονδρικής για τις ενδιάμεσες υπηρεσίες προσβάσεως στον τοπικό βρόχο ή οι τιμές λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών ήταν καθαυτές καταχρηστικές λόγω, αναλόγως της περιπτώσεως, του υπερβολικού ή επιθετικού χαρακτήρα τους.

(βλ. σκέψεις 172, 177, 180-183)

9. Προκειμένου να εκτιμηθεί αν η τιμολογιακή πρακτική της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως δύναται να αποκλείσει ανταγωνιστή κατά παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, πρέπει να χρησιμοποιούνται κριτήρια σχετικά με το κόστος και τη στρατηγική της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως. Συναφώς μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν επιτρέπεται να αποκλείει από την αγορά επιχειρήσεις οι οποίες ενδεχομένως είναι εξίσου αποτελεσματικές με αυτήν, αλλά λόγω των πλέον περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων τους, δεν μπορούν να αντισταθούν στον ανταγωνισμό που τους επιβάλλεται.

Στην περίπτωση όπου ο καταχρηστικός χαρακτήρας των τιμολογιακών πρακτικών κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως απορρέει από το αποτέλεσμά τους αποκλεισμού των ανταγωνιστών αυτής, επιβάλλεται να στηριχθεί η ανάλυση σχετικά με τον καταχρηστικό χαρακτήρα αποκλειστικώς στα τιμολόγια και το κόστος της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, με το κριτήριο αυτό είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν η ίδια η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών θα ήταν σε θέση να προτείνει τις δικές της υπηρεσίες λιανικής στους συνδρομητές χωρίς να υφίσταται ζημία σε περίπτωση που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει τις δικές της τιμές χονδρικής για τις ενδιάμεσες υπηρεσίες προσβάσεως στον τοπικό βρόχο. Με το κριτήριο αυτό είναι επομένως δυνατό να διαπιστωθεί αν οι τιμολογιακές πρακτικές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως οδηγούν σε αποτέλεσμα αποκλεισμού των ανταγωνιστών της μέσω της συμπιέσεως των τιμών τους.

Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται μάλιστα ακόμη περισσότερο, διότι είναι επίσης σύμφωνη με τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου καθόσον η συνεκτίμηση του κόστους της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως επιτρέπει σε αυτήν, ενόψει της ιδιαίτερης υποχρεώσεως που υπέχει κατά το άρθρο 82 ΕΚ, να εκτιμήσει τη νομιμότητα των δικών της συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, καίτοι επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση γνωρίζει το δικό της κόστος και τα δικά της τιμολόγια, δεν γνωρίζει κατ’ αρχήν το αντίστοιχο κόστος και τα τιμολόγια των ανταγωνιστών της.

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούνται εκ του γεγονότος ότι οι ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως υπόκεινται σε λιγότερο δεσμευτικές νομικές και πραγματικές συνθήκες ως προς την παροχή των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών τους στους συνδρομητές. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό, εφόσον υποτεθεί ότι ισχύει, δεν μπορεί να επηρεάσει ούτε το γεγονός ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τιμολογιακές πρακτικές που ενδέχεται να αποκλείουν από την οικεία αγορά ανταγωνιστές τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικούς ούτε το γεγονός ότι μια τέτοια επιχείρηση πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης ευθύνης που υπέχει κατά το άρθρο 82 ΕΚ, να είναι σε θέση να μπορεί να εκτιμά η ίδια αν οι δικές της τιμολογιακές πρακτικές είναι σύμφωνες με την εν λόγω διάταξη.

(βλ. σκέψεις 198-203)

10. Ακόμη και αν, από την οπτική γωνία του συνδρομητή, οι υπηρεσίες προσβάσεως και τηλεφωνικών κλήσεων μπορούν πράγματι να αποτελούν ένα σύνολο, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εξετάζει την ύπαρξη συμπιέσεως τιμών μόνο σε επίπεδο υπηρεσιών προσβάσεως χωρίς να συμπεριλαμβάνει τις υπηρεσίες τηλεφωνικών κλήσεων, υπό το πρίσμα των αρχών της τιμολογιακής αναδιαρθρώσεως και της ισότητας των ευκαιριών.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο όταν λαμβάνει υπόψη την αρχή της τιμολογιακής αναδιαρθρώσεως, η οποία απορρέει από τη ρύθμιση του τομέα των τηλεπικοινωνιών, για την εξέταση του βασίμου για την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ στις τιμολογιακές πρακτικές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, καθόσον η ρύθμιση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ορίζει το εφαρμοστέο σε αυτόν νομικό πλαίσιο, κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει και στον καθορισμό των συνθηκών του ανταγωνισμού υπό τις οποίες μια επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση ασκεί τις δραστηριότητές της στις οικείες αγορές και συνιστά στοιχείο κατάλληλο για την εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ στις συμπεριφορές αυτής της επιχειρήσεως, δηλαδή για τον καθορισμό των οικείων αγορών, την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα αυτών των συμπεριφορών ή ακόμη και για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων.

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το ότι η αρχή της τιμολογιακής αναδιαρθρώσεως εφαρμόζεται αποκλειστικώς στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση και όχι στους ανταγωνιστές της, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενόψει του άρθρου 82 ΕΚ των επίμαχων τιμολογιακών πρακτικών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, στηρίζεται, σύμφωνα με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, στην κατάσταση και στο κόστος αυτής.

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έχοντας διαπιστώσει ότι η εξισορρόπηση των τιμολογίων την οποία επιδιώκει το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ένωσης για τον τηλεπικοινωνιακό τομέα έπρεπε να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε μείωση τιμολογίων των υπεραστικών και διεθνών τηλεφωνικών κλήσεων και σε αύξηση της μηνιαίας συνδρομής και της τιμής των αστικών τηλεφωνικών κλήσεων, μπορούσε νομίμως να συμπεράνει ότι η διάκριση μεταξύ των τιμών λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως και των τιμών λιανικής για τις υπηρεσίες τηλεφωνικών κλήσεων για τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των τιμολογιακών πρακτικών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως επιβάλλεται από την αρχή της αναδιαρθρώσεως των τιμολογίων.

(βλ. σκέψεις 221, 223-226)

11. Καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών.

Τούτο σημαίνει ότι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και οι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί ανταγωνιστές της βρίσκονται σε ίση θέση στην αγορά λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών. Η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει εφόσον οι τιμές χονδρικής για τις ενδιάμεσες υπηρεσίες προσβάσεως στον τοπικό βρόχο οι οποίες καταβάλλονται στην κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν μπορούν να μετακυλιστούν στις τιμές τους λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών παρά προσφέροντας αυτές σε τιμή κάτω του κόστους.

Συγκεκριμένα, καθόσον, αφενός, η αγορά λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών αποτελεί αγορά διακριτή και, αφετέρου, οι ενδιάμεσες υπηρεσίες προσβάσεως στον τοπικό βρόχο είναι απαραίτητες στους τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικούς με αυτήν ανταγωνιστές ώστε να ανταγωνισθούν αποτελεσματικά στην αγορά μία επιχείρηση η οποία κατέχει εκεί δεσπόζουσα θέση προερχόμενη κατά βάση από το νομικό μονοπώλιο προ της απελευθερώσεως του τομέα των τηλεπικοινωνιών, η καθιέρωση ενός καθεστώτος ανόθευτου ανταγωνισμού απαιτεί η εν λόγω κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να μην μπορεί, με τις τιμολογιακές της πρακτικές σε αυτήν την αγορά λιανικής, να επιβάλλει ευθύς εξ αρχής στους κατ’ ελάχιστο εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές της ανταγωνιστικό μειονέκτημα ικανό να εμποδίσει ή να περιορίσει την πρόσβασή τους στη συγκεκριμένη αγορά ή την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους σε αυτήν.

Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον όταν η ενδεχόμενη παροχή από τους ανταγωνιστές αυτούς άλλων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στους συνδρομητές μέσω του σταθερού δικτύου της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως η οποία απαιτεί επίσης ενδιάμεσες υπηρεσίες προσβάσεως στον τοπικό βρόχο αυτής, οπότε το εν λόγω ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην αγορά λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών αντανακλάται αναγκαίως στις αγορές των λοιπών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται, όμως, ότι τα έσοδα που προέρχονται από αυτές τις λοιπές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται αν οι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ανταγωνιστές τίθενται σε άνιση μοίρα στις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών. Συγκεκριμένα, αυτές οι λοιπές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες ανήκουν σε αγορές διακρινόμενες από την ως άνω αγορά.

Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι τιμολογιακές πρακτικές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως στην αγορά λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών θέτουν ευθύς εξ αρχής τους τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές της σε άνιση μοίρα σε σχέση με αυτήν στην ίδια αυτή αγορά, καταλήγοντας σε συμπίεση των τιμών των εν λόγω ανταγωνιστών όσον αφορά τις υπηρεσίες προσβάσεως.

(βλ. σκέψεις 230, 233-236, 240)

12. Με την απαγόρευση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά, κατά το μέτρο που μπορεί να επηρεαστεί το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, το άρθρο 82 ΕΚ καλύπτει κάθε συμπεριφορά κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως που έχει ως αποτέλεσμα να κωλύεται η διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά ανταγωνισμού ή η ανάπτυξή του, λόγω της χρησιμοποιήσεως διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό μεταξύ των προσφερομένων από τους επιχειρηματίες προϊόντων ή υπηρεσιών. Συνεπώς, η ύπαρξη τιμολογιακής πρακτικής κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως η οποία συνεπάγεται συμπίεση των τιμών των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της συνιστά καταχρηστική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, αποκλειστικώς εφόσον αποδειχθεί αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτέλεσμα.

Ως προς τις τιμολογιακές πρακτικές κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως οι οποίες συνεπάγονται συμπίεση τ ων τιμών των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της, το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτέλεσμα το οποίο οφείλει η Επιτροπή να αποδείξει σχετίζεται με τα ενδεχόμενα εμπόδια τα οποία οι εν λόγω τιμολογιακές πρακτικές ενδεχομένως δημιούργησαν στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής για τις υπηρεσίες προσβάσεως των συνδρομητών και, ως εκ τούτου, στον βαθμό του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή. Μια τέτοια πρακτική είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, διότι, δεδομένου ότι παράγει αποτελέσματα αποκλεισμού για τους τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, καθιστά δυσχερέστερη ή ακόμα και αδύνατη την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην οικεία αγορά, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δεσπόζουσα θέση της εις βάρος των καταναλωτών.

Όταν μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εφαρμόζει πράγματι τιμολογιακή πρακτική η οποία συνεπάγεται συμπίεση των τιμών των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της με σκοπό τον αποκλεισμό αυτών από την οικεία αγορά, το γεγονός ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα δεν επιτυγχάνεται εν τέλει, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της καταχρήσεως κατά το άρθρο 82 ΕΚ. Πάντως, ελλείψει επηρεασμού της ανταγωνιστικής θέσεως των ανταγωνιστών, τιμολογιακή πρακτική όπως η επίμαχη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρακτική αποκλεισμού καθώς η διείσδυση των τελευταίων στην οικεία αγορά δεν καθίσταται δυσχερέστερη εξαιτίας της εν λόγω πρακτικής.

(βλ. σκέψεις 251-254)

13. Η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων. Η μέθοδος αυτή, της οποίας το περίγραμμα δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έχει διάφορα στοιχεία δράσεως τα οποία δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί τη διακριτική της εξουσία σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις. Στο Δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ορθώς την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως.

Η σοβαρότητα των παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων περιλαμβάνονται η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως, ο ρόλος που διαδραμάτισε στη δημιουργία της επίμαχης πρακτικής, το κέρδος που αποκόμισε από την πρακτική αυτή, το μέγεθός της και η αξία των οικείων εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους σκοπούς της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 271-274)

14. Το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει κατά το παρελθόν πρόστιμα ενός ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης. Η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

(βλ. σκέψη 294)

Top