Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0461

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

    (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

    2. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Παροχή στις επιχειρήσεις της δυνατότητας να εκφέρουν την άποψή τους επί των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που επικαλείται η Επιτροπή

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

    3. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Εξέταση των όρων του ανταγωνισμού στην αγορά – Συνεκτίμηση του παρόντα και του μέλλοντα ανταγωνισμού

    (Άρθρο 81 §§ 1 και 3, ΕΚ)

    4. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Απόφαση που απαιτεί πολύπλοκη οικονομική ή τεχνική εκτίμηση – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    5. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Έννοια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    6. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Επιχείρηση χαρακτηριζόμενη ως δυνητικός ανταγωνιστής – Κριτήρια – Βασικό στοιχείο – Ικανότητα επιχειρήσεως να διεισδύσει στην οικεία αγορά

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    7. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας εγγράφου – Κριτήριο – Αξιοπιστία προσκομιζόμενων αποδείξεων

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    8. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Επιχείρηση χαρακτηριζόμενη ως δυνητικός ανταγωνιστής – Ικανότητα ταχείας διεισδύσεως στην επίμαχη αγορά – Έννοια της ταχείας διεισδύσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 2001/C 3/02 της Επιτροπής)

    9. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Συμφωνία κοινοποιηθείσα στο πλαίσιο του κανονισμού 17 και τυγχάνουσα απαλλαγής από πρόστιμα – Λήξη ισχύος της κοινοποιήσεως και άρση της απαλλαγής από πρόστιμα από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1/2003

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 5, και 1/2003, άρθρο 34 § 1)

    10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Προσαρμογή του ύψους των προστίμων

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

    11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Εκτίμηση αναλόγως της ατομικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα κυρώσεις – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να προσμετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως

    (Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

    13. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Έννοια – Δηλώσεις της Επιτροπής «που αφήνουν να εννοηθεί» – Δεν εμπίπτουν

    14. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση ευλόγου προθεσμίας – Ακύρωση αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, λόγω υπερβολικά μακράς διάρκειας της διαδικασίας – Προϋπόθεση – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25)

    15. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής – Ελαφρυντικές περιστάσεις

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

    16. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντίκτυπος στην αγορά – Έκταση της γεωγραφικής αγοράς

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

    17. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής για την πραγματοποίηση σφαιρικής εκτιμήσεως

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

    Περίληψη

    1. Κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο κείμενο της προσφυγής.

    Επιπλέον, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς και επιχειρήματα που θα μπορούσε να δεχθεί ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική.

    Συνοπτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης συνημμένη ως παράρτημα σε προσφυγή, στην οποία παραπέμπουν οι προσφεύγοντες κατά τον σχολιασμό της αποφάσεως της Επιτροπής, λαμβάνεται υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο μόνο στο μέτρο που θεμελιώνει ή συμπληρώνει λόγους ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς από τους προσφεύγοντες με τα δικόγραφα των υπομνημάτων τους και όπου μπορούν να καθορισθούν με ακρίβεια τα στοιχεία των υπομνημάτων αυτών που θεμελιώνουν ή συμπληρώνουν αυτούς τους λόγους ή επιχειρήματα.

    (βλ. σκέψεις 50-51, 53)

    2. Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπο αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επικρίνει η Επιτροπή. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε μια διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων προϋποθέτει, κατ’ ουσία, ότι δόθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων η ευκαιρία να εκφέρουν, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, λυσιτελώς τη γνώμη τους επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, καθώς και επί της επιρροής που ασκούν. Η απαίτηση αυτή ικανοποιείται οσάκις η διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ απόφαση δεν περιέχει κατηγορίες κατά των ενδιαφερομένων για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και λαμβάνει υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά περί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις.

    Περαιτέρω, για να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας σε σχέση με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν απλώς να επικαλεστούν την ύπαρξη και μόνο διαφορών μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να εκθέσουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους για τους οποίους εκάστη των διαφορών αυτών συνιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, νέα αιτίαση σε σχέση με την οποία δεν είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν την άποψή τους. Καθόσον, στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ορισμένα χαρακτηριστικά της αγοράς και, μεταξύ άλλων, στον μεγάλο βαθμό συγκεντρώσεως που παρουσιάζει, προκειμένου να διαπιστώσει ότι ο ανταγωνισμός σε αυτήν ήταν περιορισμένος και, σε απάντηση των παρατηρήσεων των προσφευγόντων, επισήμανε στην απόφασή της ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά δεν ήταν αναποτελεσματικός και ότι μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω, η Επιτροπή δεν προέβαλε νέα αιτίαση ούτε στηρίχθηκε σε νέο πραγματικό περιστατικό, αλλά απλώς συμπλήρωσε την ανάλυσή της λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των προσφευγόντων. Έτσι, αυτή η εξέλιξη της αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με την παρατεθείσα αρχικώς στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, όχι μόνον δεν αποτελεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγόντων, αλλά αποδεικνύει αντιθέτως ότι οι προσφεύγοντες ήταν σε θέση να υποστηρίξουν τη θέση τους επί της αιτιάσεως της Επιτροπής.

    (βλ. σκέψεις 56, 58-62)

    3. Η αξιολόγηση συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να λαμβάνει υπόψη το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου αυτές αναπτύσσουν τις συνέπειές τους και, ειδικότερα, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τη δράση τους οι οικείες επιχειρήσεις, τη φύση των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και τους πραγματικούς όρους λειτουργίας και τη διάρθρωση της σχετικής αγοράς, εκτός αν πρόκειται για συμφωνία συνεπαγόμενη κατάφωρους περιορισμούς του ανταγωνισμού, όπως τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς ή τον έλεγχο των πωλήσεων. Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ μπορούν τέτοιοι περιορισμοί να σταθμιστούν σε σχέση με τις προβαλλόμενες ως ευεργετικές για τον ανταγωνισμό συνέπειές τους, προκειμένου να χορηγηθεί η απαλλαγή από την απαγόρευση που προβλέπει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου.

    Η εξέταση των όρων του ανταγωνισμού σε δεδομένη αγορά γίνεται όχι μόνο βάσει του πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στη σχετική αγορά, αλλά και βάσει του δυνητικού ανταγωνισμού, προκειμένου να διαπιστωθεί αν, λαμβανομένης υπόψη της διαρθρώσεως της αγοράς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία της, υφίστανται πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων ή αν ένας νέος ανταγωνιστής μπορεί να διεισδύσει στη συγκεκριμένη αγορά και να ανταγωνιστεί τις ήδη εγκατεστημένες επιχειρήσεις.

    Εξάλλου, για να εξακριβωθεί αν συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική πρέπει να θεωρηθούν ως απαγορευόμενες λόγω του ότι έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του ανταγωνισμού, πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν, αν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία, απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική.

    (βλ. σκέψεις 67-69, 81, 125, 130)

    4. Μολονότι ο δικαστής της Ένωσης ασκεί γενικώς πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ο έλεγχος που ασκεί στις περίπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως που εκφέρει η Επιτροπή περιορίζεται αναγκαία στην εξέταση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν ακριβή και δεν υφίστατο προφανής πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας. Πάντως, καίτοι ο δικαστής της Ένωσης αναγνωρίζει στην Επιτροπή περιθώριο εκτιμήσεως, εντούτοις τούτο δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης δεν οφείλει να εξακριβώσει μόνο την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών.

    Καθόσον η διάρθρωση της αγοράς υπηρεσιών αποδοχής συναλλαγών πραγματοποιούμενων σε εμπόρους με πιστωτικές ή προθεσμιακές κάρτες, παρά τους παράγοντες που κατά την Επιτροπή ευνοούν την πρόσβαση στην αγορά ενός νέου ανταγωνιστή, καθιστά απίθανη τη διείσδυση πιστωτικού ιδρύματος στην επίμαχη αγορά μέσω συμβάσεως βιτρίνας, θέτοντας αυτό ευθύς εξαρχής σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των ήδη εγκατεστημένων στην εν λόγω αγορά κύριων ανταγωνιστών του, η διαπίστωση της Επιτροπής κατά την οποία δεν υπήρχε δυνατότητα τέτοιας διεισδύσεως αιτιολογείται επαρκώς βάσει των εκτιμήσεων σχετικά με τη δυσκολία ανευρέσεως αντισυμβαλλομένου βιτρίνας και βάσει των εκτιμήσεων περί πολυπλοκότητας και πρόσθετου κόστους που συνεπάγονται οι συμβάσεις αυτές και δεν εφήρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο.

    (βλ. σκέψεις 70, 110-111)

    5. Το γεγονός ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ο ανταγωνισμός στην οικεία αγορά δεν είναι «αναποτελεσματικός» δεν την εμποδίζει να επιβάλει κυρώσεις σε συμπεριφορά που συνεπάγεται τον αποκλεισμό δυνητικού ανταγωνιστή από την αγορά αυτή. Αφενός, στο μέτρο που το άρθρο 81 ΕΚ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στην προστασία όχι αποκλειστικά των συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών, αλλά και της διαρθρώσεως της αγοράς και με τον τρόπο αυτό του ίδιου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στον υψηλό βαθμό συγκεντρώσεως στην επίμαχη αγορά. Αφετέρου, η ανάλυση των αποτελεσμάτων μιας συμπεριφοράς επί του δυνητικού ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από την εξέταση του βαθμού του πραγματικού ανταγωνισμού στην επίμαχη αγορά. Ένα τέτοιο σκεπτικό θα ερχόταν σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία, η οποία επιβάλλει την εξέταση των όρων του ανταγωνισμού σε δεδομένη αγορά όχι μόνο βάσει του πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στη σχετική αγορά, αλλά και βάσει του δυνητικού ανταγωνισμού.

    (βλ. σκέψεις 121-131)

    6. Όσον αφορά τα νομικά κριτήρια τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται προκειμένου να εξακριβώνεται αν μια επιχείρηση αποτελεί δυνητικό ανταγωνιστή στην επίμαχη αγορά, η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώσει αν, σε περίπτωση μη εφαρμογής έναντι αυτής της επιχειρήσεως κανόνα που φέρεται ότι δεν συνάδει προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα υφίσταντο πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες διεισδύσεώς της στην εν λόγω αγορά και ανταγωνισμού των ήδη εκεί εγκατεστημένων επιχειρήσεων. Αυτή η απόδειξη δεν πρέπει να στηρίζεται σε απλή υπόθεση, αλλά να στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία ή σε ανάλυση των δομών της οικείας αγοράς. Έτσι, μια επιχείρηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δυνητικός ανταγωνιστής αν η διείσδυσή της στην αγορά δεν αντιστοιχεί σε βιώσιμη οικονομική στρατηγική. Προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι, μολονότι η πρόθεση της επιχειρήσεως για διείσδυσή της σε αγορά αποτελεί ενδεχομένως στοιχείο κρίσιμο προκειμένου να εξακριβωθεί αν μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά, εντούτοις το βασικό στοιχείο επί του οποίου πρέπει να στηρίζεται ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι η ικανότητά της να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά.

    (βλ. σκέψεις 166-168)

    7. Όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ που πρέπει να αποδοθεί σε έγγραφα, στο πλαίσιο της διαπιστώσεως παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι η κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμώνται οι προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η αξιοπιστία τους. Έτσι, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει πρωτίστως να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας. Πρέπει, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του και να εξετάζεται αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο.

    (βλ. σκέψη 182)

    8. Η Επιτροπή δεν υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας επιχείρηση ως δυνητικό ανταγωνιστή, στο μέτρο που, αφενός, οι εκτιμήσεις της σχετικά με την ικανότητα της επιχειρήσεως αυτής να διεισδύσει στην επίμαχη αγορά δεν αμφισβητούνται και, αφετέρου, η υπόθεση της διεισδύσεως της εν λόγω επιχειρήσεως στην επίμαχη αγορά δεν έχει χαρακτήρα αμιγώς θεωρητικό. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε εκτίμηση της προθεσμίας εντός της οποίας η επιχείρηση αυτή όφειλε να διεισδύσει στην επίμαχη αγορά και τούτο σε προφανή αντίθεση με τον ορισμό των κατευθυντηρίων γραμμών για την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ στις οριζόντιες συμφωνίες συνεργασίας, στις οποίες γίνεται λόγος για προθεσμία ενός έτους. Από τον ορισμό αυτό, ο οποίος παρατίθεται στην υποσημείωση 9 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, προκύπτει, ειδικότερα, ότι κύριο στοιχείο είναι ότι η δυνητική διείσδυση πρέπει κατ’ ανάγκη να μπορεί να γίνει αρκετά γρήγορα ώστε να δημιουργεί πίεση στους παράγοντες που δραστηριοποιούνται στην αγορά, η δε προθεσμία του ενός έτους είναι απλώς ενδεικτική.

    (βλ. σκέψεις 187-189)

    9. Η δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμο για συμφωνία που αποτέλεσε αντικείμενο κοινοποιήσεως κατά τον κανονισμό 17 απορρέει από το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, το οποίο ορίζει ότι οι κοινοποιήσεις παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν από την ημερομηνία εφαρμογής του. Προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι η απαλλαγή από το πρόστιμο για τις κοινοποιηθείσες δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 συμφωνίες παύει να ισχύει από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1/2003. Επομένως, η Επιτροπή, σε κάθε περίπτωση, νομιμοποιείται να επιβάλει πρόστιμο στους προσφεύγοντες για τη συνέχιση της επίδικης συμπεριφοράς μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1/2003.

    (βλ. σκέψη 211)

    10. Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, καθόσον αυτά συνιστούν ένα μέσον της πολιτικής ανταγωνισμού. Ως προς το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα για περιορισμούς του ανταγωνισμού εξ αποτελέσματος δεν της στερεί τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμο εφόσον αυτό είναι αναγκαίο ώστε να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού. Αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού απαιτεί η Επιτροπή να μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

    (βλ. σκέψεις 212-213)

    11. Σ’ αυτό το ιδιαίτερο πλαίσιο κάθε υποθέσεως, η Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως, αποφασίζει περί της σκοπιμότητας επιβολής προστίμου προκειμένου να επιβάλει κύρωση για τη διαπιστωθείσα παράβαση και να διατηρήσει την αποτελεσματικότητα του δικαίου του ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή εσφαλμένως δεν επέβαλε πρόστιμα κατά το παρελθόν σε επιχειρήσεις σε παρεμφερείς υποθέσεις, η επιχειρηματολογία, η οποία καταλήγει σε επίκληση υπέρ των επιχειρήσεων στις οποίες έχει επιβληθεί κύρωση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού παρανομίας που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου, είναι αντίθετη προς την αρχή της νομιμότητας.

    (βλ. σκέψεις 218-219)

    12. Όσον αφορά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον παραθέτει στην απόφασή της τα στοιχεία βάσει των οποίων προσμέτρησε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της διαπραχθείσας παραβάσεως, χωρίς να οφείλει να παραθέσει αναλυτικότερη αιτιολογία ή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτόμενης στους προσφεύγοντες παραβάσεως, καίτοι αφορούν πρωτίστως τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, μπορούν επίσης να επεξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτίμησε ότι ήταν σκόπιμη η επιβολή του προστίμου.

    (βλ. σκέψεις 221, 288)

    13. Στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με τη διαπίστωση παραβάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ισχύει για κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοικητική αρχή του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, διευκρινιζομένου ότι ουδείς μπορεί να επικαλεσθεί προσβολή της αρχής αυτής όταν δεν υπάρχουν συγκεκριμένες, άνευ αιρέσεων και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως, προερχόμενες από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές. Διαβεβαιώσεις «που άφηναν να εννοηθεί» ότι η Επιτροπή δεν θεωρούσε συγκεκριμένη περίπτωση ως υπόθεση για την οποία θα επιβαλλόταν πρόστιμο δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τέτοιες.

    (βλ. σκέψεις 223-224)

    14. Η τήρηση μιας εύλογης προθεσμίας στις διοικητικές διαδικασίες σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας τον σεβασμό εξασφαλίζει ο δικαστής. Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παραβίαση της αρχής αυτής δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή επηρέασε την ικανότητα των οικείων επιχειρήσεων να υπερασπίσουν τη θέση τους και, ως εκ τούτου, προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας. Πάντως, τούτο δεν ισχύει όταν, αφενός, οι προσφεύγοντες δεν υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας και ότι, αφετέρου, η περίοδος μεταξύ της παύσεως της παραβάσεως και της προσβαλλομένης αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται το πρόστιμο είναι μικρότερης διάρκειας από τις προθεσμίες παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, δεδομένης της πληρότητας της ρυθμίσεως που διέπει λεπτομερώς τις προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή, χωρίς να θίγει τη θεμελιώδη επιταγή της ασφάλειας δικαίου, έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο διαδικασιών εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, αποκλείεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός συναρτώμενος με την υποχρέωση της Επιτροπής να ασκεί την εξουσία της επιβολής προστίμων εντός ευλόγου χρόνου.

    (βλ. σκέψεις 231-234, 238, 298 )

    15. Όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους του επιβαλλόμενου προστίμου για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποστεί από τους κανόνες με τους οποίους έχει αυτοδεσμευτεί. Ειδικότερα, όταν η Επιτροπή θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές προς διευκρίνιση, στο πλαίσιο της τηρήσεως της Συνθήκης, των κριτηρίων που προτίθεται να εφαρμόζει κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της σε αυτόν τον τομέα, αυτό συνεπάγεται αυτοπεριορισμό της εν λόγω εξουσίας, υπό την έννοια ότι οφείλει να συμμορφώνεται προς τους ενδεικτικούς κανόνες με τους οποίους αυτοδεσμεύτηκε.

    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ως ελαφρυντική περίσταση για τους προσφεύγοντες την ύπαρξη βάσιμης αμφιβολίας ως προς τον παράνομο χαρακτήρα της κυρωθείσας συμπεριφοράς, σε περίπτωση που το πρόστιμο δεν επιβλήθηκε για ολόκληρη την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση, αλλά μόνο από της ημερομηνίας της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι ήδη από της ημερομηνίας αυτής η Επιτροπή διατύπωσε τις αντιρρήσεις της σχετικά με την επίδικη συμπεριφορά, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι η συμπεριφορά αυτή αντέβαινε στο άρθρο 81 ΕΚ. Ως εκ τούτου, από της ημερομηνίας αυτής, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν πλέον να υποστηρίζουν ότι δεν είχαν επίγνωση του ότι παρέβησαν το άρθρο 81 ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 246, 250-252, 297)

    16. Στον τομέα του ανταγωνισμού, η σοβαρότητα μιας παραβάσεως καθορίζεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιό της και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, ως προς την εκτίμηση των οποίων η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια. Για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς.

    (βλ. σκέψεις 266, 268)

    17. Στον τομέα του ανταγωνισμού, ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, όπως μνημονεύεται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων. Εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιέχουν επιτακτικό κανόνα όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή διατήρησε ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να εκτιμά σφαιρικώς την έκταση της ενδεχόμενης μειώσεως του ποσού των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

    (βλ. σκέψη 303)

    Top