EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0240

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Έννοια – Σύγκλιση βουλήσεων ως προς τη συμπεριφορά που πρέπει να υιοθετηθεί στην αγορά

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Επαφές ασυμβίβαστες με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά – Ανταλλαγή πληροφοριών – Τεκμήριο – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Χρησιμοποίηση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Έγγραφη απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού – Εφαρμόζεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Χρησιμοποίηση ως αποδεικτικών μέσων δηλώσεων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας από άλλες επιχειρήσεις που μετέσχον στην παράβαση – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

7. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως – Όρια

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

8. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο – Επαρκής διαπίστωση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

9. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Αποδεικτική ισχύς εκούσιων ενοχοποιητικών καταθέσεων κατά επιχειρήσεως εκ μέρους των κυρίων συμμετεχόντων σε σύμπραξη για να τύχουν εφαρμογής της ανακοινώσεως περί επιεικείας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

10. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Σύνθετη παράβαση με στοιχεία τόσο συμφωνίας όσο και εναρμονισμένης πρακτικής – Ενιαίος χαρακτηρισμός της ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» – Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

11. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμμετοχή σε συναντήσεις με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

12. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Άρνηση κοινοποιήσεως εγγράφου – Συνέπειες – Απαιτείται να γίνει διάκριση μεταξύ ενοχοποιητικών και απαλλακτικών εγγράφων στο πλαίσιο του βάρους αποδείξεως το οποίο φέρει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

13. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόσβαση στον φάκελο – Έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και δεν έγιναν δεκτά από την Επιτροπή ως ενοχοποιητικά έγγραφα – Έγγραφα δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα των διαδίκων

(Άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 82 ΕΚ· συμφωνία ΕΟΧ, άρθρα 53, 54 και 57· κανονισμός 139/2004 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 2005/C 325/07 της Επιτροπής, σημείο 27)

14. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ενοχοποιητικό έγγραφο – Έννοια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

15. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα για την προκειμένη υπόθεση στοιχεία

16. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Πρόωρη εκδήλωση εκ μέρους της Επιτροπής της πεποιθήσεώς της περί της υπάρξεως της παραβάσεως

17. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Κριτήρια εκτιμήσεως – Παράβαση – Συνέπειες

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

18. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αίτηση παροχής πληροφοριών – Γενικό καθήκον σύνεσης το οποίο υπέχουν οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11)

19. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όρια – Τήρηση των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

20. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση του πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

21. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Συνεκτίμηση του γεγονότος ότι παράγονται αποτελέσματα σε συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

22. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμοί 17 και 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

23. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες – Προϋποθέσεις

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 6)

24. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως βάσει των οποίων η Επιτροπή μπόρεσε να αποτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως – Ανεπαρκής μνεία

(Art. 253 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

25. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Κριτήρια αξιολογήσεως της αποτρεπτικότητας

(Ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 4)

26. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 4)

27. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

28. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Μη εφαρμογή των αθέμιτων συμφωνιών στην πράξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

29. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Πρόστιμα – Καθορισμός – Κριτήρια – Αύξηση του γενικού επιπέδου των προστίμων – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

30. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Παράβαση – Συνέπειες – Μείωση του ποσού του προστίμου με δίκαιο τρόπο

(Άρθρα 81 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

Περίληψη

1. Για να υφίσταται συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εν λόγω επιχειρήσεις να εξέφρασαν την κοινή θέλησή τους να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο στην αγορά. Μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάπτεται συμφωνία, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όταν υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού, μολονότι τα συγκεκριμένα στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμα το αντικείμενο διαπραγματεύσεων.

Η ύπαρξη συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, παράγραφος 1, ΕΚ δεν διακυβεύεται ούτε από την πιθανότητα ότι η σύγκλιση βουλήσεως των ζυθοποιών δεν αφορούσε συγκεκριμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της αυξήσεως τιμών ούτε από το γεγονό ς ότι η εν λόγω σύγκλιση βουλήσεως, στην πραγματικότητα, ουδέποτε επιτεύχθηκε στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 44-45, 183)

2. Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής συνίσταται σε μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου πραγματοποιήσεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους.

Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται ν’ ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

Τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η σύμπραξη λαμβάνει χώρα σε τακτά διαστήματα επί μακρό χρονικό διάστημα.

(βλ. σκέψεις 46-47, 186)

3. Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν παράβαση. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προσκομίζει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως.

Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

Δεδομένου ότι είναι γνωστή η απαγόρευση των συμφωνιών που θίγουν τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να προσκομίσει αποδείξεις που πιστοποιούν ρητά τις συνεννοήσεις μεταξύ των συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Τα αποσπασματικά και σκόρπια στοιχεία που διαθέτει ενδεχομένως η Επιτροπή μπορούν σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθούν με τη συναγωγή συμπερασμάτων που καθιστούν δυνατή την ανασύσταση των ασκούντων επιρροή περιστατικών. Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 48-51)

4. Όταν η Επιτροπή επικαλείται έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της διαπιστώσεως περί υπάρξεως συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό, απόκειται στους διαδίκους, οι οποίοι αμφισβητούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τη διαπίστωση αυτή, όχι απλώς να εκθέσουν μια εύλογη εξήγηση εναλλακτική της απόψεως της Επιτροπής, αλλά να υποστηρίξουν ότι οι αποδείξεις που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της υπάρξεως της παραβάσεως είναι ανεπαρκείς.

(βλ. σκέψη 52)

5. Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως μιας αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκεί εν γένει πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

Η ύπαρξη αμφιβολίας του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία, ως γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις διαδικασίες σχετικά με παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις και δύνανται να καταλήξουν στην επιβολή προστίμου ή χρηματικής ποινής.

(βλ. σκέψεις 53-54)

6. Καμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται, εναντίον μιας επιχειρήσεως, δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων. Αν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των συμπεριφορών που αντιβαίνουν στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, το οποίο βαρύνει την Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή της επιτηρήσεως της καλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών, η οποία της έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ.

Ασφαλώς, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Τέτοιου είδους δήλωση δεν αρκεί, αυτή και μόνη, για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη της παραβάσεως, αλλά πρέπει να τεκμηριωθεί με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο βαθμός τεκμηριώσεως που απαιτείται εν προκειμένω είναι μικρότερος, τόσο από πλευράς ακρίβειας όσο και από πλευράς εντάσεως, σε περίπτωση δηλώσεως ενέχουσας μεγάλη αξιοπιστία, σε σχέση με όχι ιδιαίτερα αξιόπιστη δήλωση.

Έτσι, αν κριθεί ότι, βάσει ενός συνόλου συγκλινουσών ενδείξεων, αποδεικνύεται η ύπαρξη και ορισμένες ιδιαίτερες πτυχές των πρακτικών για τις οποίες γίνεται λόγος στην ιδιαιτέρως αξιόπιστη αυτή δήλωση, η εν λόγω δήλωση θα μπορούσε να αρκέσει, αυτή και μόνη, στην περίπτωση αυτή, προς πιστοποίηση άλλων πτυχών της αποφάσεως της Επιτροπής.

Εξάλλου, εφόσον ένα έγγραφο δεν αντιφάσκει προδήλως προς τη δήλωση όσον αφορά την ύπαρξη και το ουσιώδες περιεχόμενο των επικρινομένων πρακτικών, αρκεί να πιστοποιεί ουσιώδη στοιχεία της συμφωνίας την οποία περιγράφει ώστε να έχει κάποια αξία ως επαληθευτικό στοιχείο στο πλαίσιο του συνόλου των ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη.

(βλ. σκέψεις 70, 92-94)

7. Η Επιτροπή είναι συχνά υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη παραβάσεως υπό αντίξοες προς τούτο συνθήκες, στο μέτρο που μπορεί να έχουν παρέλθει πολλά έτη από την εποχή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και που πολλές από τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας δεν έχουν συνεργαστεί ενεργά μαζί της.

Εναπόκειται μεν αναγκαστικά στην Επιτροπή να αποδείξει ότι συνήφθη παράνομη συμφωνία περί κατανομής των αγορών, θα ήταν όμως υπερβολικό να απαιτείται, επιπλέον, να αποδείξει τον ειδικό μηχανισμό μέσω του οποίου θα επιτυγχανόταν ο σκοπός αυτός. Πράγματι, θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση να αποφύγει κάθε κύρωση, αν μπορούσε να αντλήσει επιχείρημα από το ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας είναι ασαφείς, όταν η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί. Οι επιχειρήσεις μπορούν να αμυνθούν επωφελώς στην κατάσταση αυτή καθόσον έχουν τη δυνατότητα να σχολιάσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή επικαλέστηκε εις βάρος τους.

(βλ. σκέψη 78)

8. Από την κατά γράμμα διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 81 ΕΚ προκύπτει ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων απαγορεύονται, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αποτελέσματος στην αγορά, όταν έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα στοιχεία που αντλούνται από τη μη εφαρμογή συμπαιγνιακών συμφωνιών ή τη μη ύπαρξη αποτελέσματος στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 79-80)

9. Μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων συμμετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη, ενόψει της δυνατότητας ότι οι συμμετέχοντες αυτοί έχουν την τάση να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, το γεγονός ότι ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιεικείας για να επιτύχουν μείωση του προστίμου δεν παροτρύνει οπωσδήποτε τους λοιπούς συμμετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία. Πράγματι, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να διακυβεύσει την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά του να αντλήσει υπέρ αυτού πλήρες όφελος από την ανακοίνωση περί επιεικείας.

(βλ. σκέψη 91)

10. Ενώπιον σύνθετης πραγματικής καταστάσεως, ο διπλός χαρακτηρισμός των θιγουσών τον ανταγωνισμό συμπεριφορών ως «συνόλου συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών», καθόσον οι συμπεριφορές αυτές ενέχουν ταυτόχρονα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηριστούν ως «συμφωνίες» και στοιχεία που πρέπει να χαρακτηριστούν ως «εναρμονισμένες πρακτικές», δεν πρέπει να νοηθεί ως χαρακτηρισμός που απαιτεί συγχρόνως και σωρευτικώς να αποδεικνύεται ότι έκαστο των πραγματικών αυτών στοιχείων αποτελεί συστατικό στοιχείο συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά ότι προσδιορίζει ένα σύνθετο σύνολο πραγματικών στοιχείων, ορισμένα από τα οποία χαρακτηρίσθηκαν ως συμφωνίες και άλλα ως εναρμονισμένες πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει συγκεκριμένο χαρακτηρισμό για το εν λόγω είδος σύνθετης παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 191)

11. Άπαξ μια επιχείρηση παρέστη, έστω και χωρίς να έχει ενεργό ρόλο, σε συνεδρίαση κατά την οποία έγινε μνεία αθέμιτης συνεννοήσεως, θεωρείται ότι μετέσχε στην εν λόγω συνεννόηση, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως ή ότι πληροφόρησε τους λοιπούς μετέχοντες ότι σκόπευε να μετάσχει στην εν λόγω συνεδρίαση έχοντας εντελώς διαφορετικές προθέσεις από τις δικές τους.

(βλ. σκέψη 195)

12. Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία, η μη κοινοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της όσον αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Συνεπώς, στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση απόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.

Αντιθέτως, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος της επιχειρήσεως αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι θα μπορούσε να είχε επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούν με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, και θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει επηρεάσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την απόφαση.

(βλ. σκέψεις 235-238)

13. H ανακοίνωση των αιτιάσεων είναι πράξη με σκοπό να οριοθετηθεί το αντικείμενο της κινηθείσας διαδικασίας κατά επιχειρήσεως και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων. Υπό το πρίσμα αυτό, η ανακοίνωση των αιτιάσεων ενέχει δικονομικές εγγυήσεις εφαρμόζουσες την αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που ανήκουν στον φάκελο της Επιτροπής.

Οι απαντήσεις στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν αποτελούν μέρος του καθεαυτού φακέλου της έρευνας. Όσον αφορά τα έγγραφα που δεν αποτελούν μέρος του φακέλου που έχει συσταθεί κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή υποχρεούται να δημοσιοποιήσει τις εν λόγω απαντήσεις σε άλλα εμπλεκόμενα μέρη μόνον αν προκύπτει ότι περιλαμβάνουν νέα ενοχοποιητικά ή απαλλακτικά στοιχεία. Ομοίως, κατά το σημείο 27 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του κανονισμού 139/2004, κατά γενικό κανόνα δεν παρέχεται πρόσβαση στις απαντήσεις των άλλων μερών στις αιτιάσεις της Επιτροπής. Ένα μέρος έχει πρόσβαση στα έγγραφα αυτά μόνον οσάκις τα έγγραφα αυτά μπορούν να περιέχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία, είτε ενοχοποιητικά είτε απαλλακτικά, αναφερόμενα στους ισχυρισμούς που διατυπώνονται κατά του εν λόγω μέρους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της Επιτροπής.

Συναφώς, όσον αφορά, αφενός, τα νέα ενοχοποιητικά στοιχεία, κατά πάγια νομολογία, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διαδικασία διαδίκους να εκφράσουν την άποψή τους επί του αποδεικτικού στοιχείου αυτού.

Όσον αφορά, αφενός, τα νέα απαλλακτικά στοιχεία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση σε αυτά με δική της πρωτοβουλία. Σε περίπτωση που η Επιτροπή απορρίψει κατά τη διοικητική διαδικασία την αίτηση ενός προσφεύγοντος να του παρασχεθεί πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 239-244, 253)

14. Ένα έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει την ευθύνη επιχειρήσεως παρά μόνον εφόσον η Επιτροπή το χρησιμοποιεί για να στηρίξει τη διαπίστωση παραβάσεως της επιχειρήσεως αυτής.

Προκειμένου να αποδειχθεί η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της επιχειρήσεως, δεν αρκεί αυτή να αποδείξει ότι δεν μπόρεσε να διατυπώσει την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου που χρησιμοποιήθηκε σε οποιοδήποτε σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να αποδείξει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει παράβαση της επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψη 245)

15. Μεταξύ των εγγυήσεων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση για το αρμόδιο όργανο να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως.

(βλ. σκέψη 268)

16. H ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που συνέλεξε η Επιτροπή. Οσάκις το υποστατό μιας παραβάσεως έχει όντως αποδειχθεί κατά το πέρας μιας διοικητικής διαδικασίας, η απόδειξη του ότι η Επιτροπή εκδήλωσε προώρως, κατά τη διαδικασία αυτή, την πεποίθησή της ότι υφίσταται η εν λόγω παράβαση δεν αναιρεί την απόδειξη της παραβάσεως καθεαυτής.

(βλ. σκέψη 278)

17. H τήρηση εύλογης προθεσμίας στις διοικητικές διαδικασίες σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό εξασφαλίζουν τα δικαστήρια της Ένωσης.

Για την εφαρμογή της αρχής αυτής, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας, δηλαδή του ερευνητικού σταδίου πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων και του σταδίου που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο μέρος της διοικητικής διαδικασίας. Η πρώτη περίοδος, η οποία εκτείνεται μέχρι την ανακοίνωση των αιτιάσεων, έχει ως σημείο αφετηρίας την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα που συνεπάγονται ότι προσάπτεται μια παράβαση και πρέπει να της δώσει τη δυνατότητα να λάβει θέση σχετικά με τον προσανατολισμό της διαδικασίας. Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως. Πρέπει να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφανθεί οριστικά επί της προσαπτόμενης παραβάσεως.

Ελλείψει πρόσθετων πληροφοριών ή αιτιολογίας εκ μέρους της Επιτροπής ως προς τις διεξαχθείσες κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ερευνητικές πράξεις, η διάρκεια 65 μηνών του πρώτου σταδίου της διαδικασίας πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική. Ωστόσο, η διαπίστωση προσβολής της αρχής της εύλογης προθεσμίας μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση μόνον αν η διάρκεια της διαδικασίας είχε επιπτώσεις στην έκβαση της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 286-288, 290, 292, 295)

18. Λόγω του γενικού καθήκοντος σύνεσης που υπέχει κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις οφείλουν να μεριμνούν για την καλή τήρηση, στα βιβλία ή στα αρχεία τους, των στοιχείων που παρέχουν τη δυνατότητα παρακολουθήσεως της δραστηριότητάς τους, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να έχουν στη διάθεσή τους τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για την περίπτωση δικαστικών ή διοικητικών προσφυγών.

Όταν η Επιτροπή ζητεί από επιχείρηση την παροχή πληροφοριακών στοιχείων, βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, εναπόκειται κατά μείζονα λόγο σε αυτή να ενεργήσει με αυξημένη επιμέλεια και να λάβει όλα τα χρήσιμα μέτρα για να διατηρήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που ευλόγως είχε στη διάθεσή της.

(βλ. σκέψη 301)

19. Η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων. Η μέθοδος αυτή, της οποίας το περίγραμμα δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έχει διάφορα στοιχεία δράσεως τα οποία δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί τη διακριτική της εξουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

Εξάλλου, σε τομείς όπως ο καθορισμός του ποσού του προστίμου δυνάμει του κανονισμού 1/2003, όπου η Επιτροπή διατηρεί περιθώριο εκτιμήσεως, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται επί των εκτιμήσεων αυτών περιορίζεται στο να εξακριβωθεί ότι δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Αντιθέτως, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει δεν προδικάζουν την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου.

(βλ. σκέψεις 308-310)

20. Η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, ως προς τα οποία η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς. Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί κατά πλήρη δικαιοδοσία, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν το ποσό του επιβληθέντος προστίμου είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως και να σταθμίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως με τις περιστάσεις που επικαλείται η επιχείρηση.

Κατά το γράμμα του σημείου 1 A, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, οι πολύ σοβαρές παραβάσεις αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, σε «οριζόντιους περιορισμούς, παραδείγματος χάρη συνασπισμούς επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό των αγορών βάσει ποσοστώσεων». Οι συμπράξεις αυτού του είδους εμπίπτουν στις σοβαρότερες μορφές προσβολής του ανταγωνισμού, καθόσον αποσκοπούν, με το αντικείμενό τους καθεαυτό, απλώς και αμιγώς στην εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που τις εφαρμόζουν, και θίγουν, κατά συνέπεια, τους θεμελιώδεις σκοπούς της Ένωσης. Οι οριζόντιες συμπράξεις περί τιμών ή οι κατανομές αγορών μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ σοβαρές παραβάσεις βάσει και μόνον της φύσεώς τους, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά.

Αν ο πραγματικός αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας της εν λόγω παραβάσεως, πρόκειται για ένα κριτήριο μεταξύ άλλων, όπως ο χαρακτήρας της παραβάσεως και της εκτάσεως της γεωγραφικής αγοράς. Ομοίως, από το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι ο αντίκτυπος αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον είναι δυνατό να εκτιμηθεί.

(βλ. σκέψεις 314-316, 319-320, 324-325)

21. Όλη η επικράτεια ενός κράτους μέλους αποτελεί ουσιώδες τμήμα της κοινής αγοράς. Παραβάσεις όπως οι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό τιμών και στην κατανομή πελατών μπορεί, κατά τη νομολογία, να συνεπάγονται, βάσει μόνον της φύσεώς τους, τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής, χωρίς να απαιτείται η συμπεριφορά αυτή να χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι, μολονότι η ενδεικτική περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, αναφέρει ότι πρόκειται το συνηθέστερο για οριζόντιους ή κάθετους περιορισμούς, οι οποίοι όμως εφαρμόζονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα, έχουν σημαντικότερες συνέπειες επί της αγοράς και είναι ικανοί να [επηρεάσουν] εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς, αντιθέτως, σύμφωνα με την αντίστοιχη περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων, δεν απαιτείται η επέλευση κάποιας ιδιαίτερης συνέπειας στην αγορά ή ο αντίκτυπος σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Επομένως το γεγονός ότι το μέγεθος της επίδικης γεωγραφικής αγοράς έχει εθνική διάσταση δεν απαγορεύει, εν πάση περιπτώσει, τον χαρακτηρισμό της διαπραχθείσας εν προκειμένω παραβάσεως ως πολύ σοβαρής. Το μέγεθος της αγοράς του οικείου προϊόντος δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, στοιχείο το οποίο πρέπει υποχρεωτικώς να ληφθεί υπόψη, αλλά ένα μόνον από τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 337, 339-342)

22. Η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο του κανονισμού 17 και του κανονισμού 1/2003 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού και να μπορεί ανά πάσα στιγμή να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Η προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού. Οι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να ταυτίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως οι σχετικές αγορές, τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις και οι χρονικές περίοδοι.

Η Επιτροπή εκτιμά τη σοβαρότητα των παραβάσεων βάσει πολυάριθμων στοιχείων που δεν περιέχονται σε ένα δεσμευτικό ή εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Εξάλλου, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει κάποιο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο, είτε πρόκειται περί του συνολικού ποσού του επιβληθέντος προστίμου είτε περί της αναλύσεώς του σε διάφορα στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η άμεση σύγκριση των προστίμων που επιβλήθηκαν στους αποδέκτες των δύο αποφάσεων σχετικά με διαφορετικές παραβάσεις ενέχει τον κίνδυνο αλλοιώσεως των συγκεκριμένων σκοπών που πληρούν τα διάφορα στάδια υπολογισμού ενός προστίμου. Συγκεκριμένα, τα τελικά ποσά των προστίμων αντανακλούν τις συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε σύμπραξη καθώς και τις ιδιαίτερες εκτιμήσεις της προκειμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψεις 345, 347, 350-351)

23. Κατά το σημείο 1 A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, για παράβαση δεδομένης σοβαρότητας, μπορεί να συμφωνηθεί, σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις όπως σε συμπράξεις επιχειρήσεων, να κλιμακωθεί το γενικό βασικό ποσό για τον καθορισμό συγκεκριμένου βασικού ποσού το οποίο να λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη σημασία και, επομένως, τον πραγματικό αντίκτυπο, της παραβατικής συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως επί του ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων, όταν υφίσταται ουσιώδης διαφορά στη διάσταση των επιχειρήσεων που έχουν διαπράξει ίδιας φύσεως παράβαση.

Η συνεκτίμηση της συγκεκριμένης σημασίας και, επομένως, του πραγματικού αντίκτυπου της παραβατικής συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως επί του ανταγωνισμού αφορά την κατανομή των μελών μιας συμπράξεως σε κατηγορίες, αναλόγως της διαστάσεώς τους στην αγορά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, και δεν συνεπάγεται τον συνυπολογισμό του αντίκτυπου στην αγορά στην οποία διαπράχθηκε η παράβαση, λαμβανομένη υπόψη ως σύνολο.

Η εφαρμογή διαφορετικής μεταχειρίσεως βάσει της διατάξεως αυτής δεν απαιτεί τη συνεκτίμηση του πραγματικού αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 356-358)

24. Οι απαιτήσεις ουσιώδους τύπου που αποτελεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως του τρόπου υπολογισμού του προστίμου πληρούνται, κατά πάγια νομολογία, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

Στο πλαίσιο της αιτιολογικής εκθέσεως που δικαιολογεί το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναφέρει τα αριθμητικά στοιχεία τα οποία καθοδήγησαν, ιδίως όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 360, 375)

25. Για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά για τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του.

Συναφώς, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της επίδικης επιχειρήσεως.

Ομοίως, το σημείο 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προβλέπει ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, και το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα.

Ενόψει της διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού, το γεγονός ότι, στο παρελθόν, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί, επομένως, τη δυνατότητα να αυξήσει οποτεδήποτε το ποσό αυτό, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού και να ενισχύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων.

(βλ. σκέψεις 367-369, 372)

26. Η ασφάλεια δικαίου συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία επιβάλλει μεταξύ άλλων ότι ρύθμιση που έχει δυσμενείς συνέπειες για ιδιώτες πρέπει να είναι σαφής και ακριβής, η δε εφαρμογή της πρέπει να είναι προβλέψιμη για τους πολίτες.

Η αρχή αυτή έχει ως επιστέγασμα την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, η οποία απαιτεί ο νόμος να καθορίζει σαφώς τις παραβάσεις και τις ποινές που τους επιβάλλονται.

Μολονότι το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, περιορίζει ωστόσο την άσκησή της θεσπίζοντας αντικειμενικά κριτήρια, με τα οποία πρέπει να συμμορφούται η Επιτροπή.

Επομένως, αφενός, το ύψος του προστίμου που δύναται να επιβληθεί έχει ένα απόλυτο ανώτατο όριο υπολογιζόμενο αριθμητικώς, οπότε το ανώτατο ποσό του προστίμου που δύναται να επιβληθεί σε μια δεδομένη επιχείρηση μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων.

Αφετέρου, η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως περιορίζεται επίσης από τους κανόνες που έχει θέσει στον εαυτό της η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η δε διοικητική πρακτική της Επιτροπής υπόκειται στον πλήρη έλεγχο του δικαστή της Ένωσης.

Έτσι, ένας ενημερωμένος επιχειρηματίας, με τη συνδρομή εν ανάγκη των υπηρεσιών ενός νομικού συμβούλου, δύναται να προβλέψει με αρκετή ακρίβεια τη μέθοδο υπολογισμού και την τάξη μεγέθους των προστίμων που διακινδυνεύει για μια δεδομένη συμπεριφορά, και το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας αυτός δεν μπορεί, εκ των προτέρων, να γνωρίζει με ακρίβεια το επίπεδο των προστίμων που θα επιβάλει σε κάθε περίπτωση η Επιτροπή δεν μπορεί να αποτελέσει προσβολή της αρχής της νομιμότητας των ποινών. Εξάλλου, οι επιχειρήσεις οι οποίες εμπλέκονται σε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε επιβολή προστίμου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο η Επιτροπή ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να αυξήσει το επίπεδο του ύψους των προστίμων σε σχέση με εκείνο που εφάρμοζε κατά το παρελθόν. Το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αναθεωρήσει το γενικό επίπεδο των προστίμων στο πλαίσιο της εφαρμογής άλλης πολιτικής ανταγωνισμού είναι, επομένως, ευλόγως προβλέψιμο για τις οικείες επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 383-386)

27. Σύμφωνα με το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το βασικό ποσό του καθορισθέντος από την Επιτροπή προστίμου μειώνεται, μεταξύ άλλων, όταν η επικρινόμενη επιχείρηση παύσει την παράβαση μετά τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής.

Η χορήγηση τέτοιας μειώσεως του βασικού ποσού του προστίμου συνδέεται με τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν την Επιτροπή να μη χορηγήσει μείωση σε επιχείρηση που μετέχει σε παράνομη συμφωνία. Μεταξύ άλλων, η αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως σε καταστάσεις στις οποίες μια επιχείρηση μετέχει σε προδήλως παράνομη συμφωνία, για την οποία γνώριζε ή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι συνιστούσε παράβαση, θα παρότρυνε τις επιχειρήσεις να εμμείνουν σε μια μυστική συμφωνία για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ελπίζοντας ότι η συμπεριφορά τους ουδέποτε θα αποκαλυφθεί και γνωρίζοντας συγχρόνως ότι, σε περίπτωση που αποκαλυφθεί, θα μπορούσαν, παύοντας τότε την παράβαση, να επιτύχουν την επιβολή μειωμένου προστίμου.

Η αναγνώριση αυτή θα στερούσε από το επιβαλλόμενο πρόστιμο κάθε αποτρεπτικό αποτέλεσμα και θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ελαφρυντική περίσταση η οποία, λαμβανομένου υπόψη του πρακτικού αποτελέσματος του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς, δεδομένου ότι μόνον οι ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως μπορούν να δικαιολογήσουν τη συνεκτίμησή της.

Ειδικότερα, η παύση μιας παραβάσεως διαπραχθείσας εκ προθέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντική περίσταση όταν καθορίστηκε από την παρέμβαση της Επιτροπής.

Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεώρησε, κατά την προηγούμενη πρακτική των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία συνιστούσαν ελαφρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση του προστίμου δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της.

(βλ. σκέψεις 394-397, 401)

28. Μολονότι το γεγονός και μόνον ότι επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια σε αθέμιτες συμφωνίες δεν δύναται να άρει την ευθύνη της, ωστόσο πρόκειται για στοιχείο που πρέπει να συνεκτιμηθεί, ως ελαφρυντική περίσταση, στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του ποσού του προστίμου.

(βλ. σκέψη 409)

29. Το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ενός ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται από τον κανονισμό 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, αλλ’ ότι, αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού απαιτεί η Επιτροπή να μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το επίπεδο των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής.

Επιχείρηση δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η κύρωση που της επιβλήθηκε μπορούσε να είναι μικρότερη αν η Επιτροπή είχε τελειώσει τη διοικητική διαδικασία νωρίτερα, δεδομένου ότι αύξησε το γενικό επίπεδο των κυρώσεων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, μολονότι ήταν υπερβολική, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έχουσα επιπτώσεις στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι η Επιτροπή αύξησε εν τω μεταξύ το επίπεδο των προστίμων.

(βλ. σκέψεις 418-420)

30. Παρατυπία της διαδικασίας, ακόμα και αν δεν δύναται να καταλήξει στην ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής κατά επιχειρήσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, μπορεί να δικαιολογήσει μείωση του προστίμου. Η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δύναται να αποτελέσει βάση της αποφάσεως της Επιτροπής να μειώσει δικαίως το ποσό του προστίμου, δεδομένου ότι η δυνατότητα της μειώσεως αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως των προνομίων της. Η άσκηση του προνομίου αυτού της Επιτροπής δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, να μειώσει περαιτέρω το ποσό του προστίμου.

Συγκεκριμένα, η μείωση της κυρώσεως εν προκειμένω έχει ως αντικείμενο την ανόρθωση της παραβιάσεως της αρχής της εύλογης προθεσμίας και, συνεπώς, πρέπει να καθοριστεί σε πρόσφορο επίπεδο σε σχέση με την επιβληθείσα στις προσφεύγουσες κύρωση. Η μείωση αυτή διενεργείται με δίκαιο τρόπο και δεν πρέπει να εξετάζονται προηγουμένως οι προϋποθέσεις σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, υπό την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 425-426, 428, 432)

Top