Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0122

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Εύρος του βάρους αποδείξεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

    2. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό – Αρκεί για τη διαπίστωση παραβάσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    3. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Παράβαση – Ενιαίος χαρακτήρας της παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

    4. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Αρχή εξατομικεύσεως των κυρώσεων – Συνδυασμός με την έννοια της επιχειρήσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    5. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    6. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική εταιρία – Καταλογισμός στη μητρική εταιρία – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως – Όρια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    7. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Ευθύνη της μητρικής εταιρίας για παράβαση που διέπραξε θυγατρική της – Όρια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

    8. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική οντότητα – Καταλογισμός των παραβάσεων – Μητρική εταιρία και θυγατρικές επιχειρήσεις – Αλληλέγγυα ευθύνη των εμπλεκομένων εταιριών

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

    9. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Λαμβάνεται υπόψη ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε με τις πωλήσεις των εμπορευμάτων που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

    10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ανώτατο ποσό – Υπολογισμός – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη – Σωρευτικός κύκλος εργασιών τον οποίο πραγματοποιεί το σύνολο των εταιριών που απαρτίζουν την οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως επιχείρηση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

    12. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική εταιρία – Καταλογισμός στη μητρική εταιρία – Αποτελέσματα – Διατηρείται η ατομική ευθύνη της θυγατρικής

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

    14. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Περιεχόμενο

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

    15. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Απαιτείται η συμπεριφορά της επιχειρήσεως να διευκόλυνε την Επιτροπή στη διαπίστωση της παραβάσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

    16. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο της αρχής – Όρια – Δικαίωμα της επιχειρήσεως να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας – Δεν περιλαμβάνεται

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    17. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Διαπίστωση παραβάσεως – Αναγκαιότητα να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του

    (Άρθρο 229 ΕΚ)

    Περίληψη

    1. Η πλευρά ή η αρχή που προβάλλει τον ισχυρισμό περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού είναι εκείνη που οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως αποδεικνύοντας, επαρκώς κατά νόμον, τα περιστατικά που συνιστούν την παράβαση και εναπόκειται στην επιχείρηση που επικαλείται προς όφελός της ένα μέσο άμυνας, έναντι της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως, να αποδείξει ότι πληρούνται οι όροι για την εφαρμογή αυτού του μέσου άμυνας, οπότε η εν λόγω αρχή θα πρέπει να κάνει χρήση άλλων αποδεικτικών στοιχείων.

    Η αρχή κατά την οποία η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει όλα τα στοιχεία που συνιστούν την παράβαση, περιλαμβανομένης της διάρκειάς της, τα οποία μπορεί να έχουν συνέπειες επί των τελικών συμπερασμάτων της όσον αφορά τη σοβαρότητα της εν λόγω παραβάσεως, δεν διακυβεύεται από το γεγονός ότι οι οικείες επιχειρήσεις προέβαλαν αμυντικό ισχυρισμό αντλούμενο από την παραγραφή, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρουν, καταρχήν, οι ίδιες. Πράγματι, η προβολή του αμυντικού αυτού ισχυρισμού απαιτεί, κατ’ ανάγκην, απόδειξη της διάρκειας της παραβάσεως καθώς και της ημερομηνίας παύσεως αυτής. Εντούτοις, μόνες οι περιστάσεις αυτές δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν εν προκειμένω τη μετάθεση του σχετικού βάρους αποδείξεως στις εν λόγω επιχειρήσεις. Αφενός, η διάρκεια της παραβάσεως, που προϋποθέτει ότι είναι γνωστή η ημερομηνία κατά την οποία αυτή έπαυσε, αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως του οποίου το βάρος αποδείξεως φέρει η Επιτροπή, τούτο δε ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αμφισβήτηση των στοιχείων αυτών αποτελεί επίσης τμήμα του αμυντικού ισχυρισμού που αντλείται από την παραγραφή. Αφετέρου, το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η μη παραγραφή του δικαιώματος της Επιτροπής περί διώξεως, βάσει των διατάξεων περί παραγραφής του κανονισμού 1/2003, συνιστά νόμιμο αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο απορρέει από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, και, ως εκ τούτου, συνιστά προϋπόθεση της ισχύος κάθε αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων. Πράγματι, η Επιτροπή υποχρεούται στην τήρησή του ακόμη και αν δεν προβάλλεται σχετικός αμυντικός ισχυρισμός της επιχειρήσεως.

    Πάντως, η ως άνω κατανομή του βάρους αποδείξεως μπορεί παρά ταύτα να ποικίλλει, εφόσον τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται η μία πλευρά μπορεί να είναι ικανά να υποχρεώσουν την άλλη πλευρά να παράσχει μια εξήγηση ή αιτιολογία, ελλείψει της οποίας να επιτρέπεται να συναχθεί ότι προσκομίστηκε η απόδειξη. Συγκεκριμένα, εφόσον η Επιτροπή απέδειξε την ύπαρξη συμφωνίας, εναπόκειται στις επιχειρήσεις που μετείχαν στη συμφωνία να αποδείξουν ότι αποστασιοποιήθηκαν από αυτή, πράξη που πρέπει να δηλώνει σαφή βούληση αποχής από την οικεία συμφωνία και να έχει γνωστοποιηθεί στις λοιπές μετέχουσες επιχειρήσεις.

    (βλ. σκέψεις 52-55, 60)

    2. Από το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων απαγορεύονται, ασχέτως αποτελέσματος, άπαξ και έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Συνεπώς, δεν απαιτείται απόδειξη των πραγματικών συνεπειών περιορισμού του ανταγωνισμού, εφόσον αποδεικνύεται ότι σκοπός της προσαπτόμενης συμπεριφοράς είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού.

    (βλ. σκέψη 75)

    3. Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν θεσπίσει διάφορα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του ενιαίου χαρακτήρα παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και, συγκεκριμένα, το αν οι συγκεκριμένες πρακτικές επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, το αν αφορούν τα ίδια προϊόντα και υπηρεσίες, το αν μετείχαν σε αυτές οι ίδιες επιχειρήσεις καθώς και το αν χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες μέθοδοι για την εφαρμογή τους. Άλλα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη είναι η ταυτότητα των φυσικών προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό των επιχειρήσεων καθώς και το αν οι οικείες πρακτικές αφορούν το ίδιο γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής.

    (βλ. σκέψη 90)

    4. Βάσει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και κυρώσεων, ένα πρόσωπο φυσικό ή νομικό πρέπει να υφίσταται κυρώσεις μόνο για τα περιστατικά που του προσάπτονται ατομικώς, η δε αρχή αυτή εφαρμόζεται σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Εντούτοις, η αρχή αυτή πρέπει να συνδυάζεται με την έννοια της επιχειρήσεως κατά το άρθρο 81 ΕΚ. Συναφώς, η έννοια της επιχειρήσεως περιλαμβάνει κάθε οικονομική οντότητα συνιστάμενη σε μια ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, και ικανή να διαπράξει μια από τις παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού δέχεται ότι διάφορες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο αποτελούν οικονομική ενότητα και, άρα, μία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, εάν οι θυγατρικές εταιρίες του ομίλου δεν καθορίζουν κατά τρόπο αυτοτελή τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα κατά το οποίο το γεγονός ότι ορισμένη επιχείρηση που έχει μετάσχει σε παράβαση αποτελείται από πλείονες διαφορετικές εταιρίες δεν σημαίνει ότι οι εταιρίες αυτές πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένας μετέχων στην παράβαση. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό οφείλεται σε σύγχυση μεταξύ της έννοιας της επιχειρήσεως και της έννοιας της εταιρίας και δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.

    (βλ. σκέψεις 122-123)

    5. Στον τομέα του ανταγωνισμού, η αναδρομική εφαρμογή από την Επιτροπή της έννοιας της οικονομικής οντότητας, για τους σκοπούς του υπολογισμού του προστίμου, δεν οδηγεί σε επιβολή βαρύτερης κυρώσεως και, επομένως, δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κατά το οποίο δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη η οποία επιβαλλόταν κατά τη στιγμή της διαπράξεως της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, καθόσον η πρακτική της Επιτροπής η οποία συνίσταται στη συνεκτίμηση, όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως –και, συνακόλουθα, ενδεχομένως του κύκλου εργασιών αθροιστικώς όλων των εταιριών που αποτελούν την οικεία επιχείρηση– παρέμενε αμετάβλητη στον χρόνο, οι οικονομικοί παράγοντες όφειλαν να τη γνωρίζουν. Επιπλέον, η νομολογία έχει εμμέσως αποδεχθεί την πάγια πρακτική της Επιτροπής που συνίσταται στη συνεκτίμηση, για τους σκοπούς του υπολογισμού του αρχικού ποσού του προστίμου, του κύκλου εργασιών του τελευταίου πλήρους έτους παραβάσεως.

    Συναφώς, πρώτον, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων αποτελεί ένα από τα στοιχεία σε συνάρτηση με τα οποία πρέπει να στοιχειοθετείται η σοβαρότητα των παραβάσεων. Όμως, ο αποτρεπτικός χαρακτήρας ορισμένου προστίμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον έχει επαρκώς σημαντικό για την οικεία επιχείρηση χαρακτήρα. Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας ορισμένου προστίμου όσον αφορά μια επιχείρηση που έχει μετάσχει σε παράβαση, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατάσταση ως αυτή είχε κατά τη λήξη της παραβάσεως και όχι η κατάσταση που ενδεχομένως υφίστατο σε κάποιο προγενέστερο χρονικό σημείο. Δεύτερον, θα ήταν αδιανόητο και εντελώς υπερβολικό υπό το πρίσμα της αρχής της χρηστής διοικήσεως και των απαιτήσεων περί οικονομίας της διαδικασίας να απαιτείται από την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη του κύκλου εργασιών των οικείων επιχειρήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας ορισμένης συμπράξεως. Μια τέτοια προσέγγιση θα προϋπέθετε υπολογισμό αρχικού ποσού προστίμου διαφορετικού για κάθε έτος συμμετοχής στη σύμπραξη και, συνακόλουθα, καθορισμό των αντίστοιχων μεριδίων αγοράς των συμμετεχόντων για κάθε έτος της παραβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 124-127)

    6. Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί ευλόγως να θεωρήσει ότι η θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής της και ότι το εν λόγω τεκμήριο συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξακριβώνει αν η μητρική εταιρία πράγματι άσκησε την εξουσία αυτή. Επομένως, ο καταλογισμός στη μητρική εταιρία της συμπεριφοράς της ανήκουσας εξ ολοκλήρου σε αυτή θυγατρικής της δεν προϋποθέτει απόδειξη του ότι η μητρική εταιρία γνώριζε τις κινήσεις της θυγατρικής. Αντιθέτως, απόκειται στη μητρική εταιρία να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, όταν θεωρεί ότι η θυγατρική, παρά το γεγονός ότι ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική, εντούτοις καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά.

    (βλ. σκέψη 130)

    7. Τα νομικά πρόσωπα που μετείχαν κατά τρόπο ανεξάρτητο σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και τα οποία, εν συνεχεία, εξαγοράστηκαν από άλλη εταιρία εξακολουθούν να ευθύνονται για την παραβατική συμπεριφορά τους πριν την εξαγορά, σε περίπτωση που οι εταιρίες αυτές δεν απορροφήθηκαν απλώς από την επιχείρηση που τις εξαγόρασε, αλλά συνέχισαν τις δραστηριότητές τους ως θυγατρικές της. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πρόσωπο που προέβη στην εξαγορά μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη συμπεριφορά της θυγατρικής του μόνον από την εξαγορά και μετέπειτα, εφόσον η θυγατρική συνεχίζει την παράβαση και εφόσον η ευθύνη της νέας μητρικής εταιρίας μπορεί να αποδειχθεί.

    Επιπλέον, η ίδια αρχή πρέπει να εφαρμοστεί mutatis mutandis στην περίπτωση που η εξαγορασθείσα εταιρία, πριν την εξαγορά της, είχε μετάσχει στην παράβαση όχι κατά τρόπον ανεξάρτητο, αλλά ως θυγατρική άλλου ομίλου.

    (βλ. σκέψεις 139, 141)

    8. Η αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των εταιριών για την καταβολή των οφειλομένων λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) προστίμων αποτελεί έννομη συνέπεια η οποία απορρέει αυτοδικαίως από τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων αυτών.

    Η ενιαία συμπεριφορά της επιχειρήσεως στην αγορά δικαιολογεί, για τους σκοπούς της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, την από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη των εταιριών ή, γενικότερα, των υποκειμένων δικαίου που θεωρούνται ότι ευθύνονται προσωπικά. Η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή των επιβαλλόμενων για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ προστίμων, στο μέτρο που συμβάλλει στην εξασφάλιση της πραγματικής καταβολής των προστίμων αυτών, υπηρετεί τον αποτρεπτικό σκοπό τον οποίο επιδιώκει γενικώς το δίκαιο του ανταγωνισμού, τούτο δε τηρουμένης της αρχής ne bis in idem, θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται επίσης από το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο απαγορεύει, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, την εκ νέου επιβολή κυρώσεως σε επιχείρηση για την ίδια συμπεριφορά στην αγορά, διά των προσώπων στα οποία μπορεί να καταλογιστεί προσωπική ευθύνη.

    Το γεγονός ότι ορισμένες εταιρίες δεν υπέχουν την ίδια προσωπική ευθύνη για τη συμμετοχή της αυτής επιχειρήσεως σε παράβαση δεν εμποδίζει την επιβολή σε αυτές προστίμου για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον, δεδομένου ότι η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή του προστίμου καλύπτει μόνον το διάστημα κατά το οποίο αυτές αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα και, συνεπώς, επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού. Συναφώς, από την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και κυρώσεων προκύπτει ότι κάθε εταιρία πρέπει να μπορεί να συναγάγει από την απόφαση που την υποχρεώνει στην καταβολή προστίμου από κοινού με μία ή περισσότερες άλλες εταιρίες το ποσοστό που της αναλογεί στη σχέση της με τους λοιπούς εις ολόκληρον ευθυνόμενους συνοφειλέτες της, από τη στιγμή που η Επιτροπή θα ικανοποιηθεί. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζει τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία οι οικείες εταιρίες είναι (συν)υπεύθυνες για την παραβατική συμπεριφορά των επιχειρήσεων που μετέσχαν στη σύμπραξη και, ενδεχομένως, τον βαθμό ευθύνης των εν λόγω εταιριών για τις συμπεριφορές αυτές.

    Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται σε πλείονες επιχειρήσεις η υποχρέωση από κοινού καταβολής προστίμου παράγει, κατ’ ανάγκην, όλες τις συνέπειες που απορρέουν αυτοδικαίως από το νομικό σύστημα που διέπει την καταβολή των προστίμων στο δίκαιο του ανταγωνισμού, τούτο δε τόσο στις σχέσεις μεταξύ δανειστή και εις ολόκληρον συνοφειλετών όσο και στις σχέσεις των εις ολόκληρον συνοφειλετών μεταξύ τους.

    Εναπόκειται αποκλειστικά στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς της περί επιβολής προστίμων δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, να καθορίσει το ποσοστό που αναλογεί στις διάφορες εταιρίες όσον αφορά τα ποσά για την καταβολή των οποίων θεωρήθηκαν από κοινού υπεύθυνες, κατά το μέτρο που αυτές αποτελούσαν τμήμα μιας και μόνης επιχειρήσεως, το καθήκον δε αυτό δεν μπορεί να ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια.

    Ελλείψει αντίθετων ενδείξεων στην απόφαση με την οποία η Επιτροπή επιβάλλει, λόγω παραβάσεως στην οποία έχει υποπέσει μια επιχείρηση, πρόστιμο σε περισσότερες της μιας εταιρίες, για την καταβολή του οποίου αυτές ευθύνονται εις ολόκληρον, η Επιτροπή καταλογίζει στις εταιρίες αυτές εξίσου ευθύνη για την παράβαση. Οι εταιρίες στις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον και οι οποίες, πλην αντίθετων ενδείξεων στην απόφαση περί επιβολής του προστίμου, υπέχουν ίση ευθύνη όσον αφορά την παράβαση πρέπει, καταρχήν, να συνεισφέρουν εξίσου στην καταβολή του επιβληθέντος για την οικεία παράβαση προστίμου. Μολονότι από την απόφαση με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον περισσότερες της μιας εταιρίες δεν προκύπτει ποια από τις εταιρίες αυτές θα κληθεί να καταβάλει το πρόστιμο στην Επιτροπή, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η κάθε εταιρία δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα το ποσό του προστίμου που της αναλογεί και να στραφεί, ενδεχομένως, κατά των εις ολόκληρον ευθυνόμενων συνοφειλετών της ζητώντας να της αποδώσουν τα ποσά που αυτή κατέβαλε πέραν του ποσού που της αναλογεί.

    (βλ. σκέψεις 149, 151-153, 156-158)

    9. Στο πλαίσιο συμπράξεως που έχει παγκόσμιο χαρακτήρα και η οποία περιλαμβάνει, πλην του καθορισμού των τιμών, την κατανομή των αγορών, η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε από την πώληση του οικείου προϊόντος για να εκφράσει, μέσω των αρχικών ποσών, τη φύση της παραβάσεως, την πραγματική επίδρασή της στην αγορά καθώς και την έκταση της γεωγραφικής αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης διαφοράς μεγέθους μεταξύ των μερών της συμπράξεως. Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, από κοινού, συνιστούν σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς, ζημία προκληθείσα επί του ανταγωνισμού στις οικείες αγορές δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασήμαντη. Καθόσον η παράβαση την οποία προσάπτει στις προσφεύγουσες η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει ακριβώς την αιτίαση ότι οι οικείες επιχειρήσεις κατένειμαν διάφορες εθνικές αγορές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω ενός συστήματος «κατασκευαστριών χωρών», το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επιχείρηση περιόρισε, βάσει μιας τέτοιας παράνομης συμφωνίας, τις εντός της κοινής αγοράς δραστηριότητές της στις δικές της εγχώριες αγορές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση. Τέλος, σε περίπτωση που οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν λάβει υπόψη τους παγκόσμιους κύκλους εργασιών τους, προκειμένου να καθορίσουν τις ατομικές ποσοστώσεις τους στο πλαίσιο της συμπράξεως, ποσοστώσεις οι οποίες εφαρμόζονταν τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο –εκτός των «κατασκευαστριών χωρών»– όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, η Επιτροπή μπορούσε ομοίως να στηριχθεί στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών, προκειμένου να εκτιμήσει το ειδικό βάρος των διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

    (βλ. σκέψεις 170-171)

    10. Το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού δεν απαιτεί τα επιβαλλόμενα σε διάφορες εταιρίες πρόστιμα στο πλαίσιο μιας και μόνης επιχειρήσεως να είναι ανάλογα προς τη διάρκεια της προσαπτόμενης σε καθεμία από τις εταιρίες αυτές παραβάσεως. Επομένως, μια τέτοια σύγκριση του ανά μήνα συμμετοχής στην παράβαση ποσού σε ευρώ που επιβάλλεται σε δύο εταιρίες στις οποίες προσάπτεται διαφορετικής διάρκειας συμμετοχή δεν αποδεικνύει άνιση μεταχείριση.

    Επομένως, ουδόλως συνάγεται ότι η πρακτική της Επιτροπής να καθορίζει τα πρόστιμα κατά τρόπο όχι απολύτως ανάλογο προς τη διάρκεια της παραβάσεως υπερβαίνει τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που της έχει αναγνωρίσει η νομολογία.

    (βλ. σκέψεις 181-182)

    11. Το γεγονός ότι πλείονες εταιρίες υποχρεούνται από κοινού να καταβάλουν πρόστιμο λόγω του ότι αποτελούν μία επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ δεν σημαίνει, όσον αφορά την εφαρμογή του ορίου που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ότι η υποχρέωση καθεμιάς από αυτές περιορίζεται στο 10 % του κύκλου εργασιών τον οποίο πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσεως. Πράγματι, το όριο του 10 %, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που απαρτίζουν την ενιαία οικονομική οντότητα η οποία ενεργεί ως «επιχείρηση» υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, διότι μόνον ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιριών που απαρτίζουν τον όμιλο μπορεί να αποτελέσει ένδειξη περί του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της εν λόγω επιχειρήσεως.

    Η έννοια της επιχειρήσεως κατά το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 δεν διαφέρει, επομένως, από την έννοια της επιχειρήσεως κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατ’ ακολουθία, σε περίπτωση εις ολόκληρον ευθύνης πλειόνων εταιριών στο πλαίσιο ενός ομίλου που αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν απαιτείται το όριο να καθορίζεται σε συνάρτηση με την εταιρία η οποία πραγματοποιεί τον μικρότερο κύκλο εργασιών.

    (βλ. σκέψεις 186-187)

    12. Το γεγονός ότι στη μητρική εταιρία καταλογίζεται ευθύνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, υπό την έννοια ότι η πρώτη καθόρισε την εμπορική συμπεριφορά της δεύτερης, δεν συνεπάγεται ότι η μητρική εταιρία πρέπει να θεωρείται ως δράστης της συμπεριφοράς, αντί της θυγατρικής της. Με άλλα λόγια, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της δεν απαλλάσσει επ’ ουδενί τη θυγατρική από την ευθύνη της ως νομικό πρόσωπο και, επομένως, αυτή εξακολουθεί να ευθύνεται ατομικώς για τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές στις οποίες μετέσχε.

    (βλ. σκέψη 196)

    13. Οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ προβλέπουν, στο σημείο 3, την ελάττωση του βασικού ποσού του προστίμου υπό τη συνδρομή «ειδικών ελαφρυντικών περιστάσεων», όπως, μεταξύ άλλων, ο αποκλειστικώς παθητικός ή μιμητικός ρόλος στη διάπραξη της παραβάσεως και η παύση των παραβάσεων ήδη από τις πρώτες παρεμβάσεις της Επιτροπής. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν απαριθμούν κατά τρόπο δεσμευτικό τις ελαφρυντικές περιστάσεις τις οποίες θα όφειλε να λάβει υπόψη της η Επιτροπή. Επομένως, η Επιτροπή διατηρεί ορισμένο περιθώριο προκειμένου να εκτιμήσει σφαιρικώς τη σημασία της ενδεχόμενης μειώσεως του ποσού των προστίμων λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων.

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να προβεί, στο πλαίσιο της εξουσίας της εκτιμήσεως, σε μείωση του προστίμου λόγω του τερματισμού πρόδηλης παραβάσεως, ανεξαρτήτως του αν ο τερματισμός αυτός έλαβε χώρα πριν ή μετά τις παρεμβάσεις της. Ειδικότερα, έστω και αν στο παρελθόν η Επιτροπή είχε θεωρήσει την εκούσια παύση παραβάσεως ως ελαφρυντική περίσταση, θεμιτώς λαμβάνει υπόψη, κατ’ εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών της, το γεγονός ότι πολύ σοβαρές και πρόδηλες παραβάσεις εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικώς συχνά, μολονότι ο παράνομος χαρακτήρας τους έχει αναγνωρισθεί από την έναρξη της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, και, ως εκ τούτου, θεμιτώς εκτιμά ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η γενναιόδωρη αυτή πρακτική και να μην ανταμείβεται πλέον η παύση μιας τέτοιας παραβάσεως με μείωση του προστίμου.

    (βλ. σκέψεις 207-208, 211, 213)

    14. Το γεγονός ότι επιχείρηση η οποία, όπως αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή, μετέσχε σε σύμπραξη απαγορευόμενη από τους κανόνες του ανταγωνισμού –ήτοι σε παράβαση σοβαρού χαρακτήρα– παραπλανήθηκε από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό προσπάθησαν να αποκομίσουν πρόσθετα πλεονεκτήματα σε σχέση με αυτά που τους παρείχε ήδη η εν λόγω σύμπραξη, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως να θεωρηθεί λιγότερο σοβαρή. Επομένως, τέτοιες περιστάσεις δεν μπορούν να συνιστούν ελαφρυντική περίσταση και, ιδίως, δεν αποδεικνύουν τον αποκλειστικώς παθητικό ή μιμητικό ρόλο της εν λόγω επιχειρήσεως στο πλαίσιο της συμπράξεως.

    (βλ. σκέψη 218)

    15. Η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει σε παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού θεμελιώνεται στη σκέψη ότι παρόμοια συνεργασία διευκολύνει το έργο της Επιτροπής η οποία καλείται να διαπιστώσει το υποστατό παραβάσεως και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα σε αυτή.

    Όπως αναφέρεται στο σημείο 29 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, η εν λόγω ανακοίνωση δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να ενημε ρώσουν την Επιτροπή για την ύπαρξη συμπράξεως. Λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης την οποία οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να συνεργασθούν με την Επιτροπή άντλησαν από την ως άνω ανακοίνωση, η Επιτροπή υποχρεούται, ως εκ τούτου, να συμμορφωθεί προς την εν λόγω ανακοίνωση κατά την εκτίμηση της συνεργασίας ορισμένης επιχειρήσεως ενόψει του καθορισμού του επιβλητέου σε αυτήν προστίμου. Εντός των ορίων που χαράσσει η ανακοίνωση περί συνεργασίας, η Επιτροπή διαθέτει, πάντως, διακριτική ευχέρεια όταν εκτιμά αν τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει μια επιχείρηση διαθέτουν πρόσθετη αποδεικτική αξία κατά την έννοια της παραγράφου 22 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και αν επομένως, για τον λόγο αυτό, πρέπει να μειωθεί το πρόστιμο της οικείας επιχειρήσεως κατ’ εφαρμογή της εν λόγω ανακοινώσεως. Η αξιολόγηση αυτή αποτελεί αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.

    (βλ. σκέψεις 219-221)

    16. Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά έρευνα της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους ως προς το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των συνθηκών που επικαλείται η Επιτροπή. Αντιθέτως, η εν λόγω αρχή δεν επιβάλλει να παρέχεται στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να εξετάζουν οι ίδιες, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, τους μάρτυρες σε ακρόαση των οποίων προέβη η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 233-234)

    17. Επομένως, εφόσον από την εξέταση των λόγων που προέβαλε μια επιχείρηση προς αμφισβήτηση της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού προέκυψε έλλειψη νομιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν, κάνοντας χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας του, πρέπει να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

    (βλ. σκέψη 238)

    Top