This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62007TJ0112
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Μη κοινοποίηση εγγράφου – Συνέπειες
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)
2. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Κοινοποίηση των απαντήσεων προς την ανακοίνωση αιτιάσεων – Προϋποθέσεις – Όρια
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)
3. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Γραπτές μαρτυρίες των υπαλλήλων εταιρίας εμπλεκόμενης στην παράβαση – Αποδεικτική αξία – Εκτίμηση
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)
4. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία επί των υποθέσεων ανταγωνισμού
(Άρθρο 6 § 2, ΕΚ· άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)
5. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά μέσα – Επίκληση δέσμης ενδείξεων
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)
6. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων – Κριτήρια
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)
7. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)
8. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημείο 21)
9. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο – Επαρκής διαπίστωση
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1 )
10. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Έννοια – Προσωπική ευθύνη των συναυτουργών της παραβάσεως επιχειρήσεων για το σύνολο της παραβάσεως – Προϋποθέσεις
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)
11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)
12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας
(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)
1. Απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνεπάγεται, σε μια διοικητική διαδικασία στον τομέα εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.
Η μη κοινοποίηση εγγράφου επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε την κατάφαση παραβάσεως εκ μέρους επιχειρήσεως στοιχειοθετεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως μόνον εάν η επιχείρηση αυτή αποδεικνύει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν το μη κοινοποιηθέν έγγραφο δεν είχε ληφθεί υπόψη ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο.
Όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος της επιχειρήσεως αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε μπορέσει να παραπέμψει στα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, θα είχε μπορέσει να επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς που διατύπωνε κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή, και ότι θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει επηρεάσει, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με την τυχόν απόφασή της, τουλάχιστον ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της συμπεριφοράς που της προσάφθηκε και, ως εκ τούτου, ως προς το επίπεδο του προστίμου.
(βλ. σκέψεις 31, 36-37)
2. Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η αρχή του σταδίου της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας είναι το χρονικό σημείο στο οποίο η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πληροφορείται, μέσω της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ποια είναι τα κρίσιμα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και ενημερώνεται ότι έχει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο προς διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων της άμυνας. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών μερών στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι.
Πάντως, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επίμαχο χωρίο απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή το συνημμένο στην απάντηση αυτή έγγραφο αποτελεί πράγματι ενοχοποιητικό στοιχείο κατά των διαφόρων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.
Κατ’ αναλογία, αν χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση ενδέχεται να είναι λυσιτελές για την άμυνα επιχειρήσεως καθόσον της παρέχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί στοιχεία που δεν συγκλίνουν με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, αποτελεί απαλλακτικό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να δύναται η δυνατότητα στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να εξετάζει το εν λόγω χωρίο ή έγγραφο και να αποφαίνεται συναφώς.
(βλ. σκέψεις 32-34)
3. Οι γραπτές μαρτυρίες των εργαζομένων εταιρείας, οι οποίες έχουν συνταχθεί υπό τον έλεγχο αυτής και έχουν προσκομισθεί από την ίδια για την άμυνά της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας την οποία διεξάγει η Επιτροπή, δεν δύνανται, κατ’ αρχήν, να χαρακτηρισθούν ως στοιχεία διαφορετικά και ανεξάρτητα των δηλώσεων της ίδιας της εταιρείας. Συγκεκριμένα, κατά γενικό κανόνα, η θέση μιας εταιρίας ως προς το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτονται από την Επιτροπή στηρίζεται, κατά πρώτον, στις γνώσεις και γνώμες των υπαλλήλων της και των διευθυντών της.
Επομένως, οι μαρτυρίες υπαλλήλων εταιρίας η οποία μετείχε σε σύμπραξη δεν συνιστούν μεμονωμένα και ανεξάρτητα στοιχεία των δηλώσεων της εταιρίας, εφόσον η ακρόαση των μαρτύρων έγινε ενώπιον της Επιτροπής κατόπιν πρωτοβουλίας της εν λόγω εταιρίας και στο πλαίσιο της υποχρεώσεως της συνεργασίας της εταιρίας αυτής βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, επωφελούμενοι της παρουσίας του εξωτερικού συμβούλου της ενδιαφερόμενης εταιρίας. Κατά συνέπεια, οι μαρτυρίες αυτές δεν είναι κατάλληλες προς επιβεβαίωση των δηλώσεων της εταιρίας η οποία τους απασχολεί. Συμπληρώνουν μάλλον τις δηλώσεις αυτές, το περιεχόμενο των οποίων μπορούν να διευκρινίσουν και να συγκεκριμενοποιήσουν. Συνεπώς, πρέπει επίσης να επιβεβαιωθούν με άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
(βλ. σκέψεις 48, 129)
4. Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο δικαστής δεν δύναται, επομένως, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου.
Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως την καθιέρωσε το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, που εντάσσεται στα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία συνιστούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.
(βλ. σκέψεις 58-59)
5. Στον τομέα του ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως της παραβάσεως. Εντούτοις, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί έκαστο των προσκομιζόμενων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω κριτήρια ως προς ένα έκαστο των στοιχείων της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.
Όταν, πάντως, η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως στηριζόμενης αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά, αρκεί οι επιχειρήσεις αυτές να αποδείξουν τη συνδρομή περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, καθιστώντας δυνατή την υποκατάσταση άλλης εύλογης εξηγήσεως στην εξήγηση βάσει της οποίας η Επιτροπή διαπίστωσε την παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού.
Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις όπου η παράβαση αποδεικνύεται μόνον βάσει μη εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση προς στοιχειοθέτηση της παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, η αρχή που ισχύει στο κοινοτικό δίκαιο είναι η αρχή της ελεύθερης εκ τιμήσεως των αποδείξεων.
Κατά συνέπεια, μολονότι η έλλειψη εγγράφων αποδείξεων μπορεί καθεαυτή να αποδειχθεί λυσιτελής στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως όλων των στοιχείων που επικαλείται η Επιτροπή, δεν συνεπάγεται ότι παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής προβάλλοντας εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών. Πρόκειται περί αυτού μόνον όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη της υπάρξεως της παραβάσεως ανεπιφύλακτα και χωρίς να χρειάζεται ερμηνεία
Για τον ίδιο λόγο, ακόμα και ελλείψει εγγράφων αποδείξεων η Επιτροπή δεν υποχρεούται να πραγματοποιήσει ανεξάρτητες έρευνες προς εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών.
(βλ. σκέψεις 60-66)
6. Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, EΚ, το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων έγκειται στην αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες στο πεδίο των αποδείξεων, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνετάχθη, τον αποδέκτη του και το περιεχόμενό του.
Όσον αφορά τις δηλώσεις εκ μέρους επιχειρήσεων, ιδιαιτέρως σημαντική αποδεικτική αξία δύναται, εξάλλου, να αναγνωρίζεται σε αυτές οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται επ’ ονόματι επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από πρόσωπο το οποίο έχει επαγγελματική υποχρέωση να δρα προς το συμφέρον της εν λόγω επιχειρήσεως, τέταρτον, στρέφονται κατά των συμφερόντων του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από άμεσο μάρτυρα των περιστατικών στα οποία αναφέρονται και, έκτον, έχουν προσκομισθεί εγγράφως, αυτοβούλως και κατόπιν ωρίμου σκέψεως.
Αντιθέτως, η δήλωση επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξυπακουομένου ότι ο απαιτούμενος βαθμός τεκμηριώσεως μπορεί να είναι μικρότερος, λόγω της αξιοπιστίας των οικείων δηλώσεων.
(βλ. σκέψεις 68-71)
7. Μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων συμμετεχουσών σε παράνομη σύμπραξη, ενόψει της δυνατότητας, την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, ότι οι συμμετέχουσες αυτές έχουν την τάση να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, παρ’ όλ’ αυτά το γεγονός ότι ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιεικείας για να επιτύχουν απαλλαγή ή μείωση του προστίμου δεν δημιουργεί οπωσδήποτε παρότρυνση να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη συμμετοχή των λοιπών μελών της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να διακυβεύσει την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά του να αντλήσει υπέρ αυτού πλήρες όφελος από την ανακοίνωση περί επιεικείας.
Όσον αφορά τα ατομικά κίνητρα των μαρτύρων, είναι βεβαίως πιθανόν ότι οι υπάλληλοι της επιχειρήσεως που ζήτησε υπέρ αυτής την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιεικείας για να επιτύχει απαλλαγή του προστίμου, οι οποίοι υποχρεούνται να δρουν προς το συμφέρον της, συντάσσονται με τη βούληση υποβολής των κατά το δυνατό περισσότερων επιβαρυντικών στοιχείων, δεδομένου ότι και η συνεργασία τους στο πλαίσιο της διαδικασίας μπορεί να έχει θετική επίδραση στο επαγγελματικό τους μέλλον. Ωστόσο, αν πρόκειται περί αυτού, οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν επίσης συνείδηση των τυχόν αρνητικών συνεπειών της υποβολής ανακριβών στοιχείων, τα οποία καθίστανται ακόμα πιο ευαίσθητα λόγω της απαιτήσεως επιβεβαιώσεώς τους.
(βλ. σκέψεις 72, 130)
8. Για να μειώσει η Επιτροπή πρόστιμο βάσει της παραγράφου 21 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας σε υποθέσεις περί συμπράξεων, τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να έχουν ουσιώδη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα στοιχεία τα οποία ήδη διαθέτει η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, με αίτηση περί επιεικείας υποβαλλόμενη μετά την αποστολή της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, είναι θεμιτό ότι η επιχείρηση, η οποία επιθυμεί υπέρ αυτής μείωση προστίμου, επικεντρώνεται στα στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή της, δεν αποδείχθηκαν επαρκώς κατά νόμο μέχρι τότε, προκειμένου να προσκομίσει ουσιαστική πρόσθετη αποδεικτική αξία στα στοιχεία αυτά. Ωστόσο, το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει το ότι η οικεία επιχείρηση παραλείπει τα στοιχεία τα οποία θεωρεί ότι έχουν αναμφισβήτητα αποδειχθεί από προηγουμένως κοινοποιηθέντα στοιχεία.
Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της κατά γράμμα διατυπώσεως της παραγράφου 21 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, δεν αποκλείεται ότι η υποβολή στοιχείων με δεδομένη αποδεικτική αξία, τα οποία όμως αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν ήδη αποδειχθεί από άλλα στοιχεία, δεν οδηγεί σε καμία μείωση.
(βλ. σκέψεις 178-180)
9. Για να υπάρξει συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, αρκεί οι επίδικες επιχειρήσεις να εξέφρασαν την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας είναι περιττή, όταν προκύπτει ότι έχει ως αντικείμενο να περιορίσει, να εμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Συναφώς, η ύπαρξη αμοιβαίας υποχρεώσεως συνεπάγεται οπωσδήποτε την ύπαρξη κοινής βουλήσεως, ακόμη και αν δεν υπάρχουν στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια ο χρόνος κατά τον οποίο η βούληση αυτή εκφράστηκε ή επισημοποιήθηκε.
(βλ. σκέψεις 268-269)
10. Οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές τις οποίες αφορά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον EΟΧ, προκύπτουν κατ’ ανάγκην από τη συντρέχουσα δράση πλειόνων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι μεν όλες φυσικοί συναυτουργοί της παραβάσεως, η συμμετοχή τους όμως μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές, αναλόγως ιδίως των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς και της θέσεως κάθε επιχειρήσεως στην αγορά, των επιδιωκομένων σκοπών και των τρόπων εκτελέσεως τους οποίους έχει επιλέξει ή έχει κατά νουν. Το γεγονός, όμως, και μόνον ότι κάθε επιχείρηση μετέχει στην παράβαση με τον δικό της τρόπο δεν αρκεί για να αποκλείσει την ευθύνη της για ολόκληρη την παράβαση, περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς που υλοποιείται μεν από άλλες μετέχουσες επιχειρήσεις, έχει όμως τον ίδιο αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό ή αποτέλεσμα.
Επομένως, επιχείρηση που είχε μετάσχει σε μια τέτοια παράβαση με τη συμπεριφορά της, που ενέπιπτε στην έννοια της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής έχουσας αντίθετο στον ανταγωνισμό αντικείμενο υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1, ΕΚ, και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της συμφωνίας για τον EΟΧ, και που απέβλεπε στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, ήταν συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως, όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι ηδύνατο ευλόγως να την προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.
Περί αυτού πρόκειται προκειμένου για επιχείρηση τρίτου κράτους η οποία έπαιξε μόνον παθητικό ρόλο στο πλαίσιο κοινής συμφωνίας με την οποία η ανάθεση συγκεκριμένων έργων στον ΕΟΧ επιφυλάσσεται στους Ευρωπαίους παραγωγούς, εφόσον γνώριζε την κοινή ρύθμιση και ο παθητικός ρόλος της δεν οφειλόταν σε επιλογή της δεδομένου ότι η συμμετοχή της ήταν προϋπόθεση για την εξασφάλιση της αναθέσεως έργων εντός του ΕΟΧ μεταξύ των Ευρωπαίων κατασκευαστών.
(βλ. σκέψεις 287-290)
11. Kαθόσον μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πολλές επιχειρήσεις, πρέπει να εξεταστεί η σχετική με τη συμμετοχή καθεμιάς από αυτές σημασία. Επομένως, το ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και της επιμετρήσεως του προστίμου.
Ειδικότερα, προκειμένου για συμφωνία με την οποία επιχειρήσεις τρίτων κρατών ανέλαβαν τη δέσμευση να μη διεισδύσουν στην αγορά του ΕΟΧ, οι δε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κατένειμαν μεταξύ τους τα διάφορα έργα επί της ιδίας αγοράς, μέσω θετικών συμπαιγνιακών πράξεων, η σοβαρότητα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων των τρίτων χωρών είναι συγκρίσιμη με αυτήν της συμπεριφοράς των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, εφόσον η μη συμμετοχή τους στην ανάθεση των έργων στον ΕΟΧ δεν ήταν το αποτέλεσμα της επιλογής τους, αλλ’ η απλή συνέπεια της φύσεως της συμμετοχής τους στην οικεία συμφωνία.
(βλ. σκέψεις 312, 314-316)
12. Όσον αφορά την υποτροπή, η αποτροπή αποτελεί σκοπό του προστίμου. Εξάλλου, η απαίτηση εξασφαλίσεως αποτρεπτικού αποτελέσματος συνιστά γενική απαίτηση που πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια του υπολογισμού του προστίμου και δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει ο εν λόγω υπολογισμός ένα ειδικό στάδιο που προορίζεται για τη συνολική εκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού.
Επομένως, η Επιτροπή μπορεί, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, να μη λάβει υπόψη της το στοιχείο αυτό κατά τον χρόνο καθορισμού των συντελεστών αποτροπής, αλλά στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των επιβαρυντικών περιστάσεων.
(βλ. σκέψη 353)