Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0102

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Γενικό καθεστώς ενισχύσεων εγκεκριμένο από την Επιτροπή – Ατομική ενίσχυση η οποία προβάλλεται ως καλυπτόμενη από την έγκριση – Εξέτασή της από την Επιτροπή

(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις

(Άρθρα 87 §§ 1 και 3 ΕΚ και 88 § 3 ΕΚ· ανακοίνωση 1999/C 288/02 της Επιτροπής, σημείο 3)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων σε προβληματικές επιχειρήσεις

(Ανακοίνωση 1999/C 288/02 της Επιτροπής, σημεία 4 έως 6)

4. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Υπολογισμός του ύψους ενισχύσεως σε προβληματική επιχείρηση

(Άρθρα 87 ΕΚ και 253 ΕΚ· ανακοίνωση 97/C 273/03 της Επιτροπής)

Περίληψη

1. Η Επιτροπή, όταν βρίσκεται ενώπιον ατομικής ενισχύσεως ως προς την οποία υποστηρίζεται ότι χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογήν ήδη εγκεκριμένου καθεστώτος, δεν μπορεί, εκ προοιμίου, να το εξετάσει άμεσα σε σχέση με τη Συνθήκη. Πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει αν η ενίσχυση καλύπτεται από το γενικό καθεστώς και πληροί τους όρους που έχουν καθοριστεί με την εγκριτική αυτού απόφαση. Αν δεν ενεργούσε έτσι, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά την εξέταση κάθε ατομικής ενισχύσεως, να αναθεωρεί την εγκριτική του καθεστώτος ενισχύσεων απόφασή της, η οποία ήδη προϋπέθετε εξέταση από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ. Μια ενίσχυση η οποία αποτελεί αυστηρή και προβλέψιμη εφαρμογή των τεθεισών με την εγκριτική του γενικού καθεστώτος απόφαση προϋποθέσεων θεωρείται συνεπώς υφιστάμενη ενίσχυση, που δεν υπάρχει λόγος να γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή ούτε να εξετασθεί από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ.

Μια απόφαση της Επιτροπής που αποφαίνεται επί του συμβατού ενισχύσεως προς το οικείο καθεστώς εμπίπτει στην άσκηση της υποχρεώσεώς της να μεριμνά για την εφαρμογή των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του συμβατού ενισχύσεως προς το καθεστώς αυτό δεν συνιστά πρωτοβουλία υπερβαίνουσα το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Επομένως, η εκτίμηση της Επιτροπής δεν μπορεί να περιορίζεται από την εκτίμηση των εθνικών αρχών που χορήγησαν την ενίσχυση.

(βλ. σκέψεις 59-60, 62, 136)

2. Από την παράγραφο 3 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, τις οποίες θέσπισε η Επιτροπή για τον εαυτό της, προς άσκηση της ευρείας διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και οι οποίες επιβάλλονται σε αυτήν, προκύπτει ότι «[ο]ι κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων από την πτώχευση και για την προώθηση της αναδιάρθρωσής τους δεν μπορούν να θεωρηθούν θεμιτές παρά μόνον υπό ορισμένους όρους». Για τον λόγο αυτό, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν μια υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή κάθε χρηματοδοτήσεως που το Δημόσιο χορηγεί ή εγγυάται σε επιχείρηση που τελεί σε προβληματική οικονομική κατάσταση.

Δεν μπορεί να γίνει δεκτός, στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, ένας συγκεκριμένος ορισμός της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, η αποδοχή της παράλληλης υπάρξεως διαφόρων ορισμών της έννοιας της προβληματικής επιχειρήσεως θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία μια προβληματική κατά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επιχείρηση θα μπορούσε εντούτοις να λάβει κρατική ενίσχυση χωρίς να υπάρχει υποχρέωση κοινοποιήσεως και χωρίς να τηρηθούν αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές. Μια τέτοια όμως κατάσταση θα ήταν αντίθετη προς την οικονομία του άρθρου 87, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ και του άρθρου 88, παράγραφος, 3, ΕΚ, όπως διασαφηνίζεται σ’ αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.

(βλ. σκέψεις 74, 76)

3. Το σημείο 4 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων περιορίζεται στο να αναφέρει γενικώς ότι μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική επιχείρηση εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι πρόθυμοι να συνεισφέρουν οι ιδιοκτήτες/μέτοχοί της και οι πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία θα την οδηγήσει, ελλείψει εξωτερικής παρέμβασης από το κράτος, προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Περαιτέρω, από τη διατύπωση των σημείων 5 και 6 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προκύπτει ότι, αν μια επιχείρηση θεωρείται «σε όλες τις περιπτώσεις» προβληματική όταν έχει εξαφανισθεί σημαντικό μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της, τίποτα δεν εμποδίζει μια επιχείρηση να αποδείξει με άλλα στοιχεία, όπως αυτά που απαριθμούνται στην παράγραφο 6, ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες κατά την έννοια των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, ακόμη και αν δεν υπέστη απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της.

Έτσι, η σημαντική μείωση του εταιρικού κεφαλαίου αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα από τον οποίο προκύπτει ότι μια επιχείρηση είναι προβληματική. Επί πλέον, υπάρχουν ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες, των οποίων το σημείο 6 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών περιέχει ένα μη εξαντλητικό κατάλογο που μπορούν επίσης να αποδείξουν την ύπαρξη μιας τέτοιας καταστάσεως, έστω και αν δεν υπάρχει απώλεια σημαντικού μέρους του εταιρικού κεφαλαίου της ή κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια του σημείου 5 των ιδίων κατευθυντηρίων γραμμών.

(βλ. σκέψεις 103-105, 133, 135)

4. Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να μπορέσουν να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως.

Εντούτοις, πρέπει να ακυρωθεί απόφαση της Επιτροπής η οποία καταλήγει ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και η οποία δεν περιέχει καμία αναφορά, κατά τον υπολογισμό του ύψους της ενίσχυσης σε προβληματικές επιχειρήσεις, στην πρακτική των χρηματοπιστωτικών αγορών σχετικά με τη συσσώρευση κινδύνων (προβληματική επιχείρηση, έλλειψη ασφαλειών, κ.λπ.), εφόσον η σχέση μεταξύ των προσαυξήσεων που επέβαλε η Επιτροπή και της ειδικής καταστάσεως των εμπλεκομένων εταιρειών δεν προκύπτει σαφώς και η επιλογή των επιβληθεισών προσαυξήσεων έχει, τουλάχιστον φαινομενικά, τυχαίο χαρακτήρα, και μολονότι η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης δεν περιέχει καμία ένδειξη για την εν λόγω σώρευση κινδύνων. Η Επιτροπή θα έπρεπε να εξηγήσει τη χρησιμοποίηση πρόσθετων προσαυξήσεων καθώς και το επίπεδό τους μέσω μιας αναλύσεως της πρακτικής στην αγορά, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στις εν λόγω επιχειρήσεις να αμφισβητήσουν τον κατάλληλο χαρακτήρα των συγκεκριμένων προσαυξήσεων και στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά τους.

(βλ. σκέψεις 180, 217-218)

Top