EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0025

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T-25/07

Iride SpA και Iride Energia SpA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις — Ενεργειακός τομέας — Αποζημίωση για το μη ανακτήσιμο κόστος — Απόφαση περί χαρακτηρισμού της ενισχύσεως ως συμβατής με την κοινή αγορά — Προηγουμένη υποχρέωση της δικαιούχου επιχειρήσεως να επιστρέψει προγενέστερη ενίσχυση που χαρακτηρίστηκε παράνομη — Κρατικοί πόροι — Πλεονέκτημα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Απόφαση του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Φεβρουαρίου 2009   II ‐ 250

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους

    (Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

  2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Εκτίμηση βάσει του κριτηρίου των συνήθων συνθηκών της αγοράς

    (Άρθρο 87 § 1 ΕΚ· οδηγία 96/92 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

  3. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

    (Άρθρα 87 § 1 ΕΚ και 253 ΕΚ)

  4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Απόφαση της Επιτροπής δυνάμει της οποίας η έγκριση της ενισχύσεως εξαρτάται από την επιστροφή, εκ μέρους της δικαιούχου επιχειρήσεως, προγενέστερης ενισχύσεως που χαρακτηρίστηκε παράνομη

    (Άρθρα 87 § 3 ΕΚ και 88 § 2 ΕΚ)

  5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Το βάρος αποδείξεως φέρουν ο χορηγών την ενίσχυση και ο εν δυνάμει δικαιούχος αυτής

    (Άρθρα 87 § 3 ΕΚ και 88 § 2 ΕΚ)

  1.  Μόνον τα πλεονεκτήματα που παρέχονται ευθέως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους θεωρούνται ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, η διάκριση που γίνεται στη διάταξη αυτή μεταξύ των «ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη» και των «ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα παρεχόμενα από τα κράτη μέλη πλεονεκτήματα συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, αλλά σκοπό έχει να περιλάβει απλώς στην έννοια αυτή τα πλεονεκτήματα που παρέχονται απευθείας από το κράτος, καθώς και τα πλεονεκτήματα που παρέχονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό. Εξάλλου, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα που ενδεχομένως χρησιμοποιεί το Δημόσιο για την υποστήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να ασκεί επιρροή το αν αυτά αποτελούν ή μη διαρκή περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου. Συνεπώς, ακόμη και αν οι δημόσιες αρχές δεν έχουν κατά τρόπο διαρκή υπό την κατοχή τους τα αντιστοιχούντα στο επίμαχο μέτρο ποσά, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, συνεπώς, στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι.

    Συναφώς, προκειμένου περί αποζημιώσεως καταβαλλομένης σε επιχειρήσεις παραγωγής-διανομής ενέργειας από ειδικό λογαριασμό τον οποίον διαχειρίζεται δημόσιος οργανισμός και ο οποίος τροφοδοτείται από συγκεκριμένη χρέωση στο τιμολόγιο ηλεκτρικού ρεύματος, βαρύνουσα τον τελικό καταναλωτή, τα ποσά που αναδιανέμονται στους δικαιούχους χαρακτηρίζονται κρατικοί πόροι, διότι όχι μόνο βρίσκονται διαρκώς υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, αλλ’ επίσης ανήκουν στο Δημόσιο.

    (βλ. σκέψεις 23, 25, 27-28)

  2.  Για να εκτιμηθεί αν ένα κρατικό μέτρο συνιστά ενίσχυση, πρέπει να προσδιορισθεί εάν η δικαιούχος επιχείρηση αντλεί οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Σχετικά με το ζήτημα αν, στο πλαίσιο της ελευθερώσεως της αγοράς της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι τροποποιήσεις του οικείου κανονιστικού πλαισίου αποτελούν εξέλιξη την οποίαν οι επιχειρήσεις πρέπει να αναμένουν υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, το κανονιστικό πλαίσιο σε ένα δημοκρατικό κράτος, όπως και σε μια οικονομία της αγοράς, μπορεί όντως να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Δεδομένου του γενικού προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προς την κατεύθυνση του ανοίγματος των εθνικών αγορών και της προαγωγής του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, η τροποποίηση του κανονιστικού πλαισίου καθίσταται πιθανότερη στην περίπτωση που το προϋφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο προέβλεπε στεγανοποίηση της αγοράς σε εθνικό και/ή τοπικό επίπεδο, με συνέπεια τη δημιουργία μονοπωλιακών καταστάσεων. Κατά συνέπεια, το άνοιγμα μιας προηγουμένως στεγανοποιημένης αγοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί διατάραξη των συνήθων συνθηκών της αγοράς. Επομένως, η τροποποίηση του κανονιστικού πλαισίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία επήλθε με την οδηγία 96/92, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, εντάσσεται στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

    (βλ. σκέψεις 46, 48, 50-51)

  3.  Η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της και να εμφαίνει με σαφήνεια τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που την κατάρτισε, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη βάση της και ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμό της, χωρίς ωστόσο να απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν αυτή ανταποκρίνεται στο άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τόσο το κείμενο της πράξεως αυτής όσο και το νομικό και πραγματικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται.

    Προκειμένου περί αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, στην οποία η Επιτροπή αναφέρει μόνον ότι «διαπίστωσε ότι το υπό εξέταση μέτρο πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση», η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως, εφόσον το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει, εκτός της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως, απόφαση σχετική με παρόμοια μέτρα, στην οποία παραπέμπει ρητώς η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως, καθώς και η επίμαχη απόφαση, και παρατίθενται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή χαρακτήρισε κρατικές ενισχύσεις τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 66-67, 70-71)

  4.  Κατά την εκτίμηση του συμβατού των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε κοινοτικό πλαίσιο. Κατά την εξέταση του συμβατού μίας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, μεταξύ άλλων, του πλαισίου που εξετάστηκε με προηγούμενη απόφαση, καθώς και τυχόν υποχρεώσεων που η απόφαση αυτή επέβαλε σε κράτος μέλος. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της όταν, επιλαμβανόμενη σχεδίου ενισχύσεως την οποία ένα κράτος μέλος σκοπεύει να χορηγήσει σε επιχείρηση, αποφασίζει ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση θα επιστρέψει την προγενέστερη παράνομη ενίσχυση, λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος των ενισχύσεων αυτών. Πάντως, μόνοι αποδέκτες των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είναι τα αντίστοιχα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, κατά τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων, η Επιτροπή εξετάζει μόνον τις υποχρεώσεις που το οικείο κράτος μέλος υπέχει από μια τέτοια απόφαση, και όχι εκείνες που ενδεχομένως προκύπτουν για τη δικαιούχο επιχείρηση.

    Προκειμένου περί συστημάτων ενισχύσεων, η μη παράθεση, εκ μέρους της Επιτροπής, στοιχείων που να προσδιορίζουν επακριβώς τις δικαιούχους επιχειρήσεις στο πλαίσιο παράνομου συστήματος και τα ποσά που τους χορηγήθηκαν δεν θίγει το κύρος της διαταγής ανακτήσεως και δεν κωλύει την εκτέλεσή της, διότι, αφενός, το οικείο κράτος μέλος μπορεί ευχερέστερα να συγκεντρώσει τα στοιχεία αυτά και, αφετέρου, ελλείψει συνεργασίας εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση βάσει των στοιχείων που διαθέτει.

    (βλ. σκέψεις 82-83, 85, 89)

  5.  Εφόσον η Επιτροπή έχει προβεί, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σε επαρκή προκαταρκτική ανάλυση των λόγων για τους οποίους αμφιβάλλει για το συμβατό των επίμαχων ενισχύσεων με την κοινή αγορά, απόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στον δυνητικό δικαιούχο να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά, και, ενδεχομένως, να γνωστοποιήσουν ειδικές περιστάσεις σχετικές με την ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων σε περίπτωση που η Επιτροπή το απαιτήσει.

    Το κράτος μέλος και η επιχείρηση που είναι δυνητικά δικαιούχος των νέων ενισχύσεων, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς τους να αποδείξουν στην Επιτροπή ότι οι ενισχύσεις αυτές είναι συμβατές με την κοινή αγορά, πρέπει επίσης να αποδείξουν ότι δεν υφίσταται σωρευτικό αποτέλεσμα της νέας ενισχύσεως και των παλαιών παράνομων και μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων που δεν έχουν επιστραφεί. Συναφώς, η εξέταση του κριτηρίου του σωρευτικού αποτελέσματος της εξεταζόμενης νέας ενισχύσεως και των προγενέστερων παράνομων και μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων, οι οποίες δεν έχουν επιστραφεί, γίνεται στο πλαίσιο της γενικής υποχρεώσεώς της Επιτροπής να εξετάζει το συμβατό της ενισχύσεως με την κοινή αγορά και, συνεπώς, το κριτήριο αυτό αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 101, 103-104)

Top