This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62007FJ0083
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη
1. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Προϋποθέσεις συμμετοχής – Δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 5 § 3, στοιχείο α΄, περίπτωση ii)
2. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Προϋποθέσεις συμμετοχής – Ίση μεταχείριση και απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 27)
1. Η έννοια «δίπλωμα που δίνει δικαίωμα εισόδου στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση», η οποία χρησιμοποιείται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, αντλείται από το άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, περίπτωση ii, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), το οποίο προβλέπει ως ελάχιστη προϋπόθεση για την πρόσληψη υπαλλήλου ομάδας καθηκόντων AST «δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση».
Καίτοι ο ΚΥΚ δεν διευκρινίζει τον όρο «μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση», αυτή έχει την έννοια της παρεχόμενης εκπαιδεύσεως μετά την απόκτηση διπλώματος που πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση του κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Πράγματι, αφενός η χρήση στη γαλλική διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, περίπτωση ii, του επιθετικού προσδιορισμού «supérieur» υποδηλώνει αδιαμφισβήτητα ότι η εν λόγω εκπαίδευση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι αντιθέτως αντιστοιχεί σε εκπαίδευση παρεχόμενη από ιδρύματα στα οποία η πρόσβαση εξαρτάται από επιτυχή ολοκλήρωση του πρώτου και δεύτερου κύκλου σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Αφετέρου, οι όροι «postsekundäre[r] Bildung» και «post-secondary education» που χρησιμοποιούνται στη γερμανική και αγγλική διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, περίπτωση ii, εκτός του ότι αποδίδουν αληθώς την έννοια μιας εκπαιδεύσεως σαφώς διαχωρισμένης από τη δευτεροβάθμια, δεν δύνανται να τύχουν διαφορετικής ερμηνείας του όρου που εμφανίζεται στο αντίστοιχο γαλλικό κείμενο, καθόσον η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής και, κατά συνέπεια, ερμηνείας των κοινοτικών ρυθμίσεων απαγορεύει να εκτιμάται το νομοθετικό κείμενο μεμονωμένα στη συγκεκριμένη του εκδοχή αλλά αντιθέτως απαιτεί να ερμηνεύεται με βάση την αληθή βούληση του νομοθέτη και τον επιδιωκόμενο σκοπό του συνεκτιμώντας παράλληλα τις αποδόσεις του κειμένου στις λοιπές γλώσσες της Κοινότητας.
Ελλείψει αντίθετης ρυθμίσεως περιλαμβανόμενης είτε σε κανονισμό ή οδηγία που εφαρμόζεται στους διαγωνισμούς προσλήψεως είτε στην προκήρυξη γενικού διαγωνισμού, η προϋπόθεση κατοχής πανεπιστημιακού διπλώματος προκειμένου ο υποψήφιος να συμμετάσχει στον γενικό διαγωνισμό θα πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με την έννοια του διπλώματος κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο υποψήφιος ολοκλήρωσε τις σπουδές τις οποίες επικαλείται.
Η «μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση» του άρθρου 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, περίπτωση ii, του ΚΥΚ αντιστοιχεί στην εκπαίδευση που παρέχεται στη Γερμανία από ιδρύματα όπως είναι τα πανεπιστήμια, τα Fachhochschulen, τα Fachschulen/Fachakademien, οι Berufsakademien ή και τα Verwaltungsfachhochschulen, ενώ η είσοδος σε αυτά προϋποθέτει καταρχήν κατοχή διπλώματος που πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση του δευτέρου κύκλου δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, δηλαδή της Allgemeine Hochschulreife, Fachhochschulreife ή και της Fachgebundene Hochschulreife, εκ των οποίων η πρώτη απονέμει δίπλωμα το οποίο καλείται «Abitur» και οι λοιπές δίπλωμα το οποίο ονομάζεται «Fachabitur».
(βλ. σκέψεις 48, 49, 51 και 52)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 12 Νοεμβρίου 1969, 29/69, Stauder, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 147, σκέψη 3· 12 Ιουλίου 1979, 9/79, Koschniske, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 321, σκέψη 6· 17 Ιουλίου 1997, C‑219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑4411, σκέψη 15
ΠΕΚ: 29 Σεπτεμβρίου 1999, T‑68/97, Neumann και Neumann-Schölles κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑193 και II‑1005, σκέψη 79· 9 Δεκεμβρίου 1999, T‑299/97, Alonso Morales κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑249 και II‑1227, σκέψη 60
ΔΔΔ: 29 Νοεμβρίου 2007, F‑52/06, Pimlott κατά Europol, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 61
2. H αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η όμοια ή διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Το ίδιο συνάγεται και από την αρχή απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία συνιστά μερική έκφανση της γενικής αρχής της ισότιμης μεταχειρίσεως και η οποία αποτελεί με την τελευταία αρχή ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του κοινοτικού δικαίου των οποίων εγγυητής είναι το Δικαστήριο. Σε ό, τι αφορά του υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ερείδεται στο άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει, συγκεκριμένα, ότι «απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω […] ηλικίας […]». Τέλος, όταν πρόκειται περί διακριτικής ευχέρειας, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων παραβιάζεται όταν το θεσμικό όργανο προβαίνει σε αυθαίρετη ή προφανώς δυσανάλογη διακριτική μεταχείριση αντίθετη προς τον σκοπό που εξυπηρετεί η νομοθετική ρύθμιση.
Δεν εισάγει διακριτική μεταχείριση λόγω ηλικίας προκήρυξη γενικού διαγωνισμού η οποία θέτει ως προϋπόθεση την κατοχή διπλώματος με το οποίο να βεβαιώνεται «δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα που δίνει το δικαίωμα εισόδου στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση». Μολονότι η προϋπόθεση αυτή αφορά ευρύτερο ποσοστό ατόμων ηλικίας από 45 έως 50 ετών σε σχέση με άτομα ηλικίας από 20 έως 25 ετών, σκοπός της διαδικασίας προσλήψεως όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 27 του ΚΥΚ είναι να εξασφαλιστεί στο όργανο η συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο ψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας.
Συνεπώς, με την επιβολή στους υποψηφίους της προϋποθέσεως κατοχής διπλώματος το οποίο «δίνει δικαίωμα εισόδου στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση», η οποία απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, περίπτωση ii, του ΚΥΚ και υιοθετήθηκε από τον κοινοτικό νομοθέτη στο πλαίσιο της ευρύτερης ελευθερίας εκτιμήσεώς του, η Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιδιώκει θεμιτό σκοπό χωρίς να προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως δυσανάλογη διακριτική μεταχείριση.
(βλ. σκέψεις 71 έως 78)
Παραπομπή:
ΔΕΚ: 19 Οκτωβρίου 1977, 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κ.λπ., Συλλογή τόμος 1977, σ. 531, σκέψη 7· 12 Δεκεμβρίου 2002, C‑442/00, Rodríguez Caballero, Συλλογή 2002, σ. I‑11915, σκέψη 32· 14 Απριλίου 2005, C‑110/03, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑2801, σκέψη 71
ΠΕΚ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑164/97, Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑565 και II‑1699, σκέψη 49· 11 Δεκεμβρίου 2003, T‑323/02, Breton κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑325 και II‑1587, σκέψη 99
ΔΔΔ: 23 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 62· 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία