EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0535

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο – Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη – Η κατάσταση κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας

(Άρθρο 226 ΕΚ)

2. Περιβάλλον – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Οδηγία 79/409 – Επιλογή και οριοθέτηση των ζωνών ειδικής προστασίας

(Οδηγία 79/409 του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 και 2)

3. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Προσδιορίζεται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Διατύπωση των αιτιάσεων με λογική πληρότητα και σαφήνεια – Δεν υφίσταται – Απαράδεκτο

(Άρθρο 226 ΕΚ)

4. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Διαδικασία προ της ασκήσεως της προσφυγής – Αιτιολογημένη γνώμη – Περιεχόμενο

(Άρθρο 226 ΕΚ)

5. Περιβάλλον – Διατήρηση των αγρίων πτηνών – Οδηγία 79/409 – Μέτρα ειδικής διατηρήσεως – Υποχρεώσεις των κρατών μελών

(Οδηγίες του Συμβουλίου 79/409, άρθρο 4 §§ 1 και 2, και 92/43, άρθρα 6 § 2 και 7)

Περίληψη

1. Στο πλαίσιο προσφυγής του άρθρου 226 ΕΚ, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατούσε στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, οι δε μεταβολές που επήλθαν εν συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

(βλ. σκέψη 22)

2. Στο μέτρο που τα νομικά καθεστώτα των οδηγιών 79/409, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, και 92/43, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, είναι ξεχωριστά μεταξύ τους, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409, επικαλούμενο μέτρα διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο τόπος σε σχέση με τον οποίον ένα κράτος μέλος υπέχει υποχρέωση χαρακτηρισμού σύμφωνα με την οδηγία αυτή δεν υπέστη υποβάθμιση, δεν αναιρεί την επιβαλλόμενη στα κράτη μέλη υποχρέωση περί χαρακτηρισμού ορισμένων τόπων ως ζώνες ειδικής προστασίας.

(βλ. σκέψη 24)

3. Το αντικείμενο προσφυγής παραβάσεως καθορίζεται από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, με συνέπεια ότι η προσφυγή πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους με την αιτιολογημένη γνώμη λόγους και ισχυρισμούς. Το έγγραφο οχλήσεως που η Επιτροπή απευθύνει στο κράτος μέλος και, ακολούθως, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδει οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο, επομένως, δεν μπορεί να διευρυνθεί μεταγενέστερα. Πράγματι, η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του αποτελεί, ακόμη και αν αποφασίσει να μη τη χρησιμοποιήσει, βασική εγγύηση την οποία παρέχει η Συνθήκη, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις που προβάλλονται με το έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Σε αντίθετη περίπτωση, μια τέτοια παρατυπία δεν αίρεται από το γεγονός ότι το καθού κράτος μέλος διατύπωσε παρατηρήσεις επί της αιτιολογημένης γνώμης.

Η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή πρέπει να εκθέτουν τις αιτιάσεις κατά τρόπο συνεπή και ακριβή, ώστε να επιτρέπουν στο κράτος μέλος και στο Δικαστήριο να αντιληφθούν επακριβώς το περιεχόμενο της προσαπτόμενης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το εν λόγω κράτος να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και το Δικαστήριο να διαπιστώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 40-42)

4. Μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη πρέπει μεν να εκθέτει κατά τρόπο συνεπή και λεπτομερή τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το κράτος μέλος παρέβη κάποια από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη, η Επιτροπή, ωστόσο, δεν έχει την υποχρέωση να υποδείξει, με τη γνώμη αυτή, τα μέτρα που θα επέτρεπαν την εξάλειψη της προσαπτομένης στο κράτος παραβάσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν έχει ομοίως την υποχρέωση να υποδείξει τέτοια μέτρα με την προσφυγή της.

(βλ. σκέψη 50)

5. Μολονότι είναι αληθές ότι η ακριβής μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 79/409, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, έχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον η διαχείριση της κοινής κληρονομιάς έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη όσον αφορά το έδαφος του καθενός, πάντως αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να νοηθεί υπό την έννοια ότι επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συμπεριλάβουν τις υποχρεώσεις και τις απαγορεύσεις που απορρέουν από τα άρθρα 4, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας στη νομική πράξη που καθορίζει, για κάθε ζώνη ειδικής προστασίας (ΖΕΠ), τους προστατευόμενους οικοτόπους και είδη καθώς και τους σκοπούς διατηρήσεως.

Όσον αφορά τις εν λόγω υποχρεώσεις, η θέσπιση θετικών μέτρων για τη διατήρηση και τη βελτίωση της καταστάσεως μιας ζώνης ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) δεν έχει συστηματικό χαρακτήρα, αλλά εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κατάσταση της οικείας ΖΕΠ.

Για παράδειγμα, μολονότι είναι αληθές ότι η προστασία των ΖΕΠ από τις δραστηριότητες των ιδιωτών προϋποθέτει ότι αυτοί εμποδίζονται προληπτικώς από το να επιδοθούν σε εν δυνάμει βλαπτικές δραστηριότητες, πάντως, ουδόλως προκύπτει ότι η επίτευξη του σκοπού αυτού προϋποθέτει, κατ’ ανάγκην, την επιβολή ειδικών απαγορεύσεων για κάθε συγκεκριμένη ΖΕΠ ούτε για κάθε συγκεκριμένο είδος.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό των προστατευόμενων σε κάθε ΖΕΠ ειδών και οικοτόπων, όπως η οριοθέτηση μιας ΖΕΠ πρέπει να έχει αναμφισβήτητη δεσμευτική ισχύ, ο προσδιορισμός των ειδών που δικαιολόγησαν τον χαρακτηρισμό της εν λόγω ΖΕΠ πρέπει επίσης να ανταποκρίνεται στην ίδια απαίτηση. Συγκεκριμένα, αν τούτο δεν ίσχυε, θα υπήρχε κίνδυνος ο σχετικός με την προστασία σκοπός, που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 79/409, καθώς και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της οδηγίας 92/43, να μην επιτευχθεί πλήρως.

Όσον αφορά τους σχετικούς με τη διατήρηση σκοπούς, το νομικό σύστημα προστασίας που πρέπει να εξασφαλίζεται για τις ΖΕΠ δεν απαιτεί οι εν λόγω σκοποί να εξειδικεύονται για κάθε είδος θεωρούμενο μεμονωμένα. Εξάλλου, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να γίνει δεκτό ότι οι σκοποί διατηρήσεως πρέπει να περιέχονται στην ίδια νομική πράξη που καθορίζει τους προστατευόμενους οικοτόπους και είδη για κάθε συγκεκριμένη ΖΕΠ.

Όσον αφορά το νομικό σύστημα προστασίας των ΖΕΠ που συνδέονται με υφιστάμενο εθνικό δρυμό ή άλλου είδους χαρακτηρισμένο τόπο και οι οποίες προστατεύονται με εθνικά ή περιφερειακά μέτρα, το άρθρο 4 της οδηγίας 79/409 προβλέπει, τόσο για τα είδη που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι αυτής όσο και για τα αποδημητικά είδη, ένα ειδικό και ενισχυμένο σύστημα προστασίας. Στο στοιχείο αυτό συνίσταται η ιδιομορφία του συστήματος προστασίας των ΖΕΠ, σε αντίθεση με το γενικό και λιγότερο αυστηρό σύστημα προστασίας που προβλέπει το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας όσον αφορά όλα τα είδη πτηνών που μνημονεύονται σε αυτή. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι μόνον το νομικό σύστημα που θεσπίζεται και τίθεται σε εφαρμογή ειδικά για κάθε ΖΕΠ μπορεί να εξασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία αυτού του είδους τόπου.

(βλ. σκέψεις 61-66)

Top