Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0378

    Περίληψη της αποφάσεως

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07 έως C-380/07

    Κυριακή Αγγελιδάκη κ.λπ.

    κατά

    Οργανισμού Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ρεθύμνης και Δήμου Γεροποτάμου

    (αιτήσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρες 5 και 8 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα — Πρώτη ή μοναδική σύμβαση — Διαδοχικές συμβάσεις — Ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο — Υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων — Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων — Κυρώσεις — Απόλυτη απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα — Συνέπειες της μη ορθής μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο — Ερμηνεία σύμφωνη με την οδηγία»

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 4ης Δεκεμβρίου 2008   I ‐ 3076

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 2009   I ‐ 3119

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο των CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου

      (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 5, σημείο 1, και 8, σημείο 3)

    2. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο των CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου

      (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ)

    3. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο των CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση υποβάθμισης του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτει η εν λόγω συμφωνία – Πεδίο εφαρμογής – Έκταση

      (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 8, σημείο 3)

    4. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο των CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Απαγόρευση υποβάθμισης του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτει η εν λόγω συμφωνία

      (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 5, σημεία 1, και 8, σημείο 3)

    5. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο των CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου

      (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρα 5, σημείο 1)

    6. Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο των CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70 – Μέτρα πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου

      (Οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, παράρτημα, ρήτρες 5, σημείο 1, και 8, σημείο 3)

    1.  Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις που προβλέπουν, κατά την ειδική μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στο εσωτερικό δίκαιο με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεών της στον δημόσιο τομέα, την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου τα οποία απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της ρήτρας αυτής, όταν στο εσωτερικό δίκαιο υπάρχει ήδη –πράγμα που καλείται να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο– «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η σχετική ρύθμιση αφενός δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία διασφαλίζει το εν λόγω ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο και αφετέρου είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα με τη ρήτρα 8, σημείο 3, της εν λόγω συμφωνίας.

      (βλ. σκέψη 87, διατακτ. 1)

    2.  Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις αρχές των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις εθνικές ρυθμίσεις τους κατά τρόπο που η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα να θεωρείται δικαιολογημένη από «αντικειμενικούς λόγους», κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας, για τον λόγο και μόνο ότι οι συμβάσεις αυτές στηρίζονται σε νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν την ανανέωσή τους με σκοπό την κάλυψη ορισμένων προσωρινών αναγκών, ενώ οι ανάγκες αυτές είναι στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς. Αντίθετα, η ίδια αυτή ρήτρα δεν έχει εφαρμογή στη σύναψη της πρώτης ή της μοναδικής σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου.

      (βλ. σκέψη 107, διατακτ. 2)

    3.  Η εξέταση της ύπαρξης «υποβάθμισης» κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, πρέπει να πραγματοποιείται σε σχέση με το σύνολο των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου ενός κράτους μέλους που ρυθμίζουν την προστασία των εργαζομένων στον τομέα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Επομένως, η εν λόγω ρήτρα έχει την έννοια ότι η «υποβάθμιση» στην οποία αναφέρεται η ρήτρα αυτή πρέπει να εξετάζεται όχι μόνο σε σχέση με το επίπεδο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου που έχει διαμορφωθεί με «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, αλλά και σε σχέση με το γενικό επίπεδο προστασίας που ίσχυε στο οικείο κράτος μέλος τόσο για τους εργαζομένους που είχαν συνάψει διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου όσο και για τους εργαζομένους που είχαν συνάψει μια πρώτη ή μία και μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.

      Εξάλλου, όσον αφορά το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας 8, σημείο 3, από το γράμμα της ρήτρας αυτής προκύπτει ότι η υποβάθμιση δεν απαγορεύεται, αυτή καθ’ εαυτή, από τη συμφωνία-πλαίσιο, αλλά, για να εμπίπτει στην απαγόρευση της ρήτρας αυτής, πρέπει αφενός να συνδέεται με την «εφαρμογή» της συμφωνίας-πλαισίου και αφετέρου να αφορά το «γενικό επίπεδο προστασίας» των εργαζομένων ορισμένου χρόνου.

      (βλ. σκέψεις 120-121, 123, 125-126, διατακτ. 3)

    4.  Η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη ρήτρα αυτή μια εθνική ρύθμιση η οποία, αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με προϊσχύσαντα κανόνα του εσωτερικού δικαίου, αφενός δεν προβλέπει πλέον, σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου ή επιβάλλει ορισμένες αθροιστικές και περιοριστικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή αυτή και αφετέρου αποκλείει από τα μέτρα προστασίας που προβλέπει η εν λόγω συμφωνία τους εργαζομένους που έχουν συνάψει μια πρώτη ή μία και μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν, πράγμα που καλείται να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο, περιορισμένη κατηγορία εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου.

      Η εφαρμογή πάντως αυτής της συμφωνίας-πλαισίου μέσω εθνικής ρύθμισης δεν επιτρέπεται να καταλήγει στην υποβάθμιση της προστασίας που ίσχυε προηγουμένως στην εσωτερική έννομη τάξη για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου σε επίπεδο που να υπολείπεται του επιπέδου που καθορίζουν οι διατάξεις της ίδιας αυτής συμφωνίας-πλαισίου για την κατ’ ελάχιστο όριο προστασία των μισθωτών. Ειδικότερα, για να τηρείται η ρήτρα 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει η εθνική ρύθμιση να προβλέπει, όσον αφορά την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αποτελεσματικά και δεσμευτικά μέτρα πρόληψης των περιπτώσεων τέτοιας καταχρηστικής χρησιμοποίησης, καθώς και κυρώσεις που να είναι αρκούντως αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, ώστε να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων πρόληψης. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται συνεπώς να εξακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών.

      (βλ. σκέψεις 177-178, διατακτ. 4)

    5.  Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι, όταν η εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους προβλέπει, στον υπό εξέταση τομέα, άλλα αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, για να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή ενός κανόνα της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει απόλυτα, στον δημόσιο τομέα και μόνο, να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μια σειρά διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες, δεδομένου ότι είχαν ως αντικείμενο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη, πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται πάντως να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η εφαρμογή στην πράξη των κρίσιμων διατάξεων του εσωτερικού δικαίου καθιστούν τις διατάξεις αυτές κατάλληλο μέτρο για να αποτρέπεται και, εν ανάγκη, να τιμωρείται η καταχρηστική χρησιμοποίηση από τις διοικητικές αρχές διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

      Αντίθετα, η ρήτρα 5, σημείο 1, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι δεν έχει εφαρμογή στους εργαζομένους που έχουν συνάψει μια πρώτη ή μία και μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν κυρώσεις όταν μια τέτοια σύμβαση καλύπτει στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη.

      (βλ. σκέψεις 189-190, διατακτ. 5)

    6.  Ούτε η ρήτρα 5, σημείο 1, ούτε η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, μπορούν να θεωρηθούν, από την άποψη του περιεχομένου τους, ως απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς ώστε να παράγουν άμεσα αποτελέσματα, οπότε να μπορούν οι ιδιώτες να τις επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

      Το εθνικό δικαστήριο οφείλει πάντως να ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, τις εφαρμοστέες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις εν λόγω ρήτρες 5, σημείο 1, και 8, σημείο 3, και να εξακριβώνει συναφώς αν στις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν του πρέπει να εφαρμοστεί, αντί για ορισμένες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κάποιο «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά την έννοια της πρώτης από τις αναφερόμενες παραπάνω ρήτρες.

      (βλ. σκέψεις 196, 211, 213, διατακτ. 6)

    Top