Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0384

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες μία και μόνη παράβαση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    2. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    3. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    4. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    5. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    6. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγορεύονται – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν ως αποτελούσες μία και μόνη παράβαση – Έννοια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    7. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή – Παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Παρακώλυση ή παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 1 και 2)

    8. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρέωση απαντήσεως – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 § 1, και 23 § 1, στοιχείο α΄)

    9. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 5, στοιχείο β΄)

    10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος Δ)

    Περίληψη

    1. Παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή νομιμοποιείται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη συνολικά. Περαιτέρω, σε μια επιχείρηση μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη για συνολική σύμπραξη, έστω και αν αυτή αποδεδειγμένα μετέσχε ευθέως σε ένα μόνον ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως, άπαξ και γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, αφενός μεν, ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου, αφετέρου δε, ότι το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως. Ομοίως, επιχείρηση που μετέσχε σε ενιαία και διαρκή παράβαση, μέσω της δικής της συμπεριφοράς που αποσκοπούσε να συμβάλει στην πραγματοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, μπορεί να ευθύνεται και για τη συμπεριφορά την οποία ανέπτυξαν άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση. Αυτό συμβαίνει όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε την αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων ή ότι μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει και ότι ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο.

    (βλ. σκέψεις 55-56)

    2. Όσον αφορά την απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίζει ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει την αταλάντευτη πεποίθηση ότι η παράβαση αυτή όντως διαπράχθηκε. Τυχόν αμφιβολία του δικαστή της Ένωσης αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου. Πάντως, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά σε σχέση προς κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

    Εξάλλου, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

    (βλ. σκέψεις 57-59)

    3. Η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιάς της, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, του οποίου το βάρος αποδείξεως φέρει η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψη 60)

    4. Οι δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο της πολιτικής περί επιείκειας έχουν ιδιαίτερη σημασία. Οι δηλώσεις αυτές που πραγματοποιούνται εξ ονόματος επιχειρήσεων έχουν σημαντική αποδεικτική αξία, εφόσον ενέχουν σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους. Εντούτοις, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

    (βλ. σκέψη 69)

    5. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν απαιτείται να είναι αμοιβαία προκειμένου να υπάρχει παραβίαση της αρχής της αυτοτελούς συμπεριφοράς στην αγορά. Η διάδοση ευαίσθητων πληροφοριών εξαλείφει την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά ενός ανταγωνιστή και επηρεάζει, άμεσα ή έμμεσα, τη στρατηγική του αποδέκτη των πληροφοριών.

    (βλ. σκέψη 71)

    6. Όσον αφορά συμπεριφορές συνιστάμενες στην οργάνωση, επί σειρά ετών, τακτικών πολυμερών και διμερών επαφών μεταξύ ανταγωνιστών κατασκευαστών με αντικείμενο την καθιέρωση παράνομων πρακτικών οι οποίες απέβλεπαν στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς των συνδέσμων σωληνώσεων, ιδίως ως προς τις τιμές, το γεγονός ότι, σε συνέχεια των ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή, μεταβλήθηκαν ορισμένα χαρακτηριστικά ή η ένταση των οικείων πρακτικών δεν είναι κρίσιμο όσον αφορά τη συνέχιση της συμπράξεως, δεδομένου ότι το αντικείμενο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών, ήτοι η διαβούλευση για τις τιμές, δεν μεταβλήθηκε. Συναφώς, είναι πιθανό, μετά τους ελέγχους της Επιτροπής, μια σύμπραξη να εμφανίζει λιγότερο συγκροτημένη μορφή και διαφορετικής εντάσεως δραστηριότητα. Πάντως, το γεγονός ότι μια σύμπραξη διέρχεται περιόδους δραστηριότητας διαφορετικής εντάσεως δεν σημαίνει ότι μπορεί να συναχθεί η παύση της συμπράξεως.

    (βλ. σκέψεις 73, 76)

    7. Το γεγονός ότι ο κανονισμός 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών μιας επιχειρήσεως, για αυτοτελή παράβαση, σε περίπτωση που η επιχείρηση αυτή παρακωλύει ή παρέχει ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το ίδιο αυτό γεγονός να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση. Πάντως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτός ο ένας χαρακτηρισμός αποκλείεται η δυνατότητα να γίνει ταυτόχρονα δεκτός και ο άλλος σε σχέση με την ίδια συμπεριφορά.

    (βλ. σκέψη 109)

    8. Μολονότι οι επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να απαντήσουν ή να μην απαντήσουν σε αιτήσεις που τους υποβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, εντούτοις από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, από τη στιγμή που δέχθηκαν να απαντήσουν, υποχρεούνται να παράσχουν ακριβείς πληροφορίες.

    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας του κανονισμού 1/2003, η υποχρέωση κατά την οποία οι παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να είναι ακριβείς ισχύει και στην περίπτωση απαντήσεως στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Ασφαλώς, δεν υφίσταται υποχρέωση απαντήσεως σε ανακοίνωση αιτιάσεων. Επιπλέον, η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται, επίσης, το δικαίωμα αμφισβητήσεως της αποδεικτικής αξίας των εγγράφων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή. Εντούτοις, αν μια επιχείρηση παράσχει άλλες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα προσκομίσει μια μαρτυρική κατάθεση, προκειμένου να αποδείξει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή επικαλέστηκε με την ανακοίνωση αιτιάσεων είναι εσφαλμένα, οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι ακριβείς.

    (βλ. σκέψη 111)

    9. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου το οποίο επιβάλλει σε επιχείρηση λόγω παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, να λαμβάνει υπόψη την ελλειμματική οικονομική κατάσταση της οικείας επιχειρήσεως, δεδομένου ότι η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως θα ισοδυναμούσε με παροχή αδικαιολόγητου από απόψεως ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στους όρους της αγοράς.

    Η αρχή αυτή ουδόλως τίθεται υπό αμφισβήτηση από το σημείο 5, στοιχείο β´, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Συγκεκριμένα, η ικανότητα πληρωμής μπορεί να διαδραματίσει ρόλο μόνο υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, τις οποίες αποτελούν οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η πληρωμή του προστίμου, ιδίως όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας ή την επιδείνωση των οικονομικών κλάδων από τους οποίους προμηθεύεται και τους οποίους προμηθεύει η σχετική επιχείρηση.

    (βλ. σκέψεις 120-121)

    10. Μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον εάν η συμπεριφορά της επιχειρήσεως διευκόλυνε την εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση της παραβάσεως και, ενδεχομένως, την παύση της. Μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον όταν τα παρασχεθέντα πληροφοριακά στοιχεία και, γενικότερα, η συμπεριφορά της οικείας επιχειρήσεως μπορούν συναφώς να θεωρηθούν ότι αποδεικνύουν πραγματική συνεργασία εκ μέρους της.

    (βλ. σκέψη 123)

    Top