This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62006TJ0045
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Υπόθεση T-45/06
Reliance Industries Ltd
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Κοινή εμπορική πολιτική — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Αντισταθμιστικοί δασμοί — Λήξη ισχύος δασμών — Ανακοίνωση ενάρξεως επανεξετάσεως — Προθεσμία — Κανόνες ΠΟΕ»
Απόφαση του Πρωτοδικείου (όγδοο τμήμα) της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 II ‐ 2404
Περίληψη της αποφάσεως
Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή ακυρώσεως κατά ανακοινώσεως επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων ελλείψει προσφυγής κατά του κανονισμού που επιβάλλει οριστικά μέτρα κατόπιν επανεξετάσεως – Διατήρηση εννόμου συμφέροντος
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 11 § 2, και 2026/97, άρθρο 18 §§ 1 και 2)
Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ανακοίνωση επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων
(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 11 § 2, και 2026/97, άρθρο 18 §§ 1 και 2)
Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή στρεφόμενη κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής με την οποία ζητείται η ακύρωση ανακοινώσεως επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων – Προσφυγή στρεφόμενη κατά του Συμβουλίου – Απαράδεκτο
(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 11 § 6, και 2026/97, άρθρο 22 § 2)
Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά της πρακτικής ντάμπινγκ ή της πρακτικής επιδοτήσεων εκ μέρους τρίτων χωρών – Διαδικασία επανεξετάσεως – Κανόνες που περιλαμβάνονται στις συνημμένες στη Συμφωνία ΠΟΕ του 1994 συμφωνίες κατά του ντάμπινγκ και των επιχορηγήσεων
(Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, «κώδικας αντιντάμπινγκ του 1994», άρθρο 11 § 3· συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του 1994, άρθρο 21 § 3· κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 11 § 2, και 2026/97, άρθρο 18 § 1)
Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά της πρακτικής ντάμπινγκ ή της πρακτικής επιδοτήσεων εκ μέρους τρίτων χωρών – Διαδικασία επανεξετάσεως – Ύστατη προθεσμία κινήσεώς της
(Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, «κώδικας αντιντάμπινγκ του 1994», άρθρο 11 § 3· συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του 1994, άρθρο 21 § 3· κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 11 § 2, και 2026/97, άρθρο 18 § 1)
Επιχείρηση που παράγει και εξάγει προϊόντα τα οποία αφορά ανακοίνωση επανεξέτασης μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων ενόψει της λήξης ισχύος τους διατηρεί το έννομο συμφέρον της να ζητήσει την ακύρωση της εν λόγω ανακοίνωσης επανεξετάσεως, ακόμη και στην περίπτωση που ο κανονισμός ο οποίος επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικούς δασμούς, αντιστοίχως, κατόπιν επανεξετάσεως δεν προσβλήθηκε από την επιχείρηση αυτή εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προθεσμίας.
Συγκεκριμένα, τα αυτοτελή νομικά αποτελέσματα που παρήγαγε η ανακοίνωση επανεξετάσεως, δηλαδή, η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων ενόψει της λήξης της ισχύος τους, δεν επηρεάσθηκαν από τα νέα μέτρα αντιντάμπινγκ και τα νέα αντισταθμιστικά μέτρα που επέβαλε ο κανονισμός που εκδόθηκε μετά την επανεξέταση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ακύρωση της ανακοινώσεως επανεξετάσεως μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ευνοϊκές για μια τέτοια επιχείρηση, καθόσον η διαπίστωση από τον κοινοτικό δικαστή ενδεχόμενης έλλειψης νομιμότητας θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως. Η εν λόγω επιχείρηση διατηρεί επίσης έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης ανακοινώσεως επανεξετάσεως προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας στο μέλλον.
(βλ. σκέψεις 37, 39, 41-43)
Οι ανακοινώσεις επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών μέτρων αφορούν ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, την επιχείρηση η οποία αναφέρεται ειδικώς στους κανονισμούς που επιβάλλουν τα εν λόγω μέτρα ως επιχείρηση παραγωγής και εξαγωγής, της οποίας η ανάληψη υποχρέωσης έγινε δεκτή κατά τη διοικητική διαδικασία, οι ανακοινώσεις δε αυτές παράγουν, επιπλέον, άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεώς της και δεν αφήνουν καμία εξουσία εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή τους. Επομένως, παραδεκτώς ζητεί η επιχείρηση αυτή την ακύρωση των εν λόγω ανακοινώσεων επανεξετάσεως ακόμη και αν δεν απευθύνονται προς αυτήν.
(βλ. σκέψεις 45-47, 49)
Πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, στον βαθμό που στρέφεται κατά του Συμβουλίου, η προσφυγή ακυρώσεως κατά του οργάνου αυτού και κατά της Επιτροπής με την οποία ζητείται η ακύρωση ανακοίνωσης επανεξετάσεως κανονισμού του Συμβουλίου που επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικούς δασμούς ενόψει της λήξης της ισχύος τους. Συγκεκριμένα, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και με το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2026/97, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι εν λόγω ανακοινώσεις επανεξετάσεως εκδόθηκαν από την Επιτροπή, η προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση της ανακοινώσεως επανεξετάσεως, είναι παραδεκτή μόνον όταν στρέφεται κατά του εν λόγω οργάνου.
(βλ. σκέψεις 50-51)
Όπως προκύπτει από το προοίμιο του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, πέμπτη αιτιολογική σκέψη, και του κανονισμού 2026/97, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη, οι εν λόγω κανονισμοί έχουν ιδίως ως αντικείμενο να μεταφέρουν στο κοινοτικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, τους νέους και λεπτομερείς κανόνες που περιέχει η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου («κώδικας αντιντάμπινγκ του 1994») και στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του 1994, που περιλαμβάνονται σε παράρτημα της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ειδικότερα, οι κανόνες που αφορούν τη διάρκεια ισχύος και την επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. Η Κοινότητα εξέδωσε στη συνέχεια τους εν λόγω κανονισμούς για να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προαναφερθείσες συμφωνίες. Έτσι, με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιχορηγήσεων, θέλησε να εκπληρώσει τις ειδικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων.
Κατά συνέπεια, οι προαναφερθείσες διατάξεις των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων πρέπει να ερμηνευθούν, στο μέτρο του δυνατού, υπό το φως των αντίστοιχων διατάξεων των συμφωνιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιχορηγήσεων.
(βλ. σκέψεις 88-91)
Ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ 384/96 και ο κανονισμός 2026/97, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν περιέχουν καμία διάταξη που να διευκρινίζει ρητώς το ύστατο χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί να διενεργηθεί επανεξέταση ενόψει λήξεως των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων. Ωστόσο, όπως σαφέστατα προκύπτει από την οικονομία του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 384/96 και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97, η επανεξέταση αυτή πρέπει να κινηθεί το αργότερο πριν τη λήξη της ισχύος του μέτρου το οποίο αφορά.
Το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου («κώδικας αντιντάμπινγκ του 1994»), και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του 1994, που περιλαμβάνονται σε παράρτημα της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), υπό το φως των οποίων πρέπει να ερμηνευθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι διατάξεις των προαναφερθέντων κανονισμών 384/96 και 2026/97, αναφέρουν μόνον την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να «αρχίσει» η επανεξέταση και δεν έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να κινήσουν επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων το αργότερο την προτεραία της λήξεως της ισχύος των εν λόγω μέτρων. Αντιθέτως, η νομοθεσία συμβαλλόμενου μέρους που επιτρέπει την έναρξη επανεξετάσεως μέχρι τη τελευταία στιγμή της περιόδου ισχύος των μέτρων τα οποία αφορά πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και με το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό τους, η επανεξέταση επιβάλλεται να αρχίσει το αργότερο πριν την αυτόματη λήξη της ισχύος των εν λόγω μέτρων. Στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν μία καταληκτική προθεσμία για την έναρξη επανεξετάσεως, αναφέρονται στη στιγμή της λήξης της ισχύος των οικείων δασμών, οι οποίοι πρέπει να βρίσκονται ακόμη σε ισχύ κατά τη στιγμή της ενάρξεως της επανεξετάσεως. Επομένως, επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ ή των αντισταθμιστικών μέτρων, που αρχίζει πριν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας της κανονικής περιόδου εφαρμογής των μέτρων, πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και το άρθρο 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από φερόμενη παράβαση, ούτε, αφενός, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, διότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 384/96 και το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97, ακόμη και αν οι διατάξεις αυτές ερμηνευθούν υπό το φως του άρθρου 11, παράγραφος 3, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και του άρθρου 21, παράγραφος 3, της συμφωνίας κατά των επιχορηγήσεων, αντιστοίχως, ορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια ότι η επανεξέταση των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών πρέπει να αρχίσει πριν τη λήξη της ισχύος των δασμών αυτών, ούτε, αφετέρου, από παράβαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, διότι, όταν ένα κοινοτικό όργανο διαθέτει προθεσμία για τη διενέργεια μιας πράξεως, δεν παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοικήσεως εάν ενεργήσει την τελευταία ημέρα της ταχθείσας προθεσμίας.
(βλ. σκέψεις 93, 105-106, 110, 114, 117)