Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006FJ0104

    Περίληψη της αποφάσεως

    Περίληψη υπαλληλικής υπόθεσης

    Περίληψη υπαλληλικής υπόθεσης

    Περίληψη

    1. Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Κατάταξη – Υπάλληλοι που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων IV

    (Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 79 § 2 και 86)

    2. Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Διαφορετική μεταχείριση των διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων όσον αφορά εγγυήσεις του ΚΥΚ και κοινωνικοασφαλιστικά πλεονεκτήματα – Δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση

    3. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αίτημα αποζημιώσεως συνδεόμενο με αίτημα ακυρώσεως – Απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως συνεπαγόμενη την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

    1. Όπως προκύπτει από το 79, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (στο εξής: ΚΛΠ), η Διοίκηση διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του αριθμού των ετών επαγγελματικής πείρας που απαιτούνται για την κατάταξη των συμβασιούχων υπαλλήλων στους αντίστοιχους βαθμούς. Δεδομένου ότι το άρθρο 86 του εν λόγω καθεστώτος προβλέπει την κατάταξη των συμβασιούχων υπαλλήλων που μνημονεύονται στο άρθρο 3α και ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων IV σε τρεις μόνο βαθμούς, η διαφορά του κατώτατου από το ανώτατο όριο του χρόνου επαγγελματικής πείρας που απαιτείται για καθέναν από τους τρεις βαθμούς είναι κατ’ ανάγκη μεγάλη. Επομένως, η πανομοιότυπη μεταχείριση συμβασιούχων υπαλλήλων που τελούν σε διαφορετικές καταστάσεις όσον αφορά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους πείρας είναι σύμφυτη με το σύστημα κατανομής των συμβασιούχων υπαλλήλων που εμπίπτουν στο άρθρο 3α και ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων IV σε τρεις βαθμούς.

    (βλ. σκέψεις 48, 50 και 52)

    Παραπομπή:

    ΠΕΚ: 19 Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψεις 405 έως 410

    2. Δεδομένου ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είναι ελεύθερος να δημιουργεί νέες κατηγορίες υπαλλήλων σε αντιστοιχία με θεμιτές ανάγκες της κοινοτικής διοικήσεως, και δεδομένου ότι οι υφισταμένες διαφορές ως προς το καθεστώς των διαφόρων κατηγοριών στις οποίες εντάσσονται όσοι προσλαμβάνονται από τις Κοινότητες είτε ως μόνιμοι υπάλληλοι είτε ως υπάλληλοι των διαφόρων κατηγοριών του ΚΛΠ δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμφισβητήσεως, εφόσον ο καθορισμός καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτές ανταποκρίνεται σε θεμιτές ανάγκες της κοινοτικής διοικήσεως και στη φύση των καθηκόντων, μονίμων ή εκτάκτων, τα οποία οφείλει να εκτελεί, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως δυσμενής διάκριση το γεγονός ότι, από απόψεως εγγυήσεων τις οποίες προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κοινωνικοασφαλιστικών πλεονεκτημάτων, ορισμένες κατηγορίες προσώπων που προσλαμβάνονται από τις Κοινότητες απολαύουν εγγυήσεων ή πλεονεκτημάτων που δεν χορηγούνται σε άλλες κατηγορίες. Ειδικότερα, οι συμβασιούχοι υπάλληλοι στους οποίους αναφέρονται, αντιστοίχως, το άρθρο 3α και το άρθρο 3β του εν λόγω ΚΛΠ εμπίπτουν σε διαφορετικές κατηγορίες προσωπικού, καθόσον, οι δεύτεροι, σε αντίθεση με τους πρώτους, μπορούν, μεταξύ άλλων, να συνάψουν σύμβαση προσλήψεως μόνο για περιορισμένο χρόνο, πράγμα το οποίο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την κατάταξή τους σε διαφορετικό βαθμό και, ως εκ τούτου, τη διαφορετική μεταχείρισή τους από πλευράς αποδοχών.

    (βλ. σκέψεις 60, 61, 63 και 97)

    Παραπομπή:

    ΔΕΚ: 6 Οκτωβρίου 1983, 118/82 έως 123/82, Celant κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2995, σκέψη 22

    ΠΕΚ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3885, σκέψεις 98 και 104· 9 Ιουλίου 2007, T‑415/06 P, De Smedt κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 54 και 55

    ΔΔΔ: 19 Οκτωβρίου 2006, F‑59/05, De Smedt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑109 και II‑A‑1‑409, σκέψεις 71 και 76

    3. Στις προσφυγές-αγωγές των υπαλλήλων, τα αιτήματα για την αποκατάσταση ζημίας πρέπει να απορρίπτονται όταν συνδέονται στενά με αιτήματα ακυρώσεως που έχουν απορριφθεί είτε ως απαράδεκτα είτε ως αβάσιμα.

    (βλ. σκέψη 137)

    Παραπομπή:

    ΠΕΚ: 10 Ιουνίου 2004, T‑330/03, Λιάκουρα κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑191 και II‑859, σκέψη 69· 13 Δεκεμβρίου 2005, T‑155/03, T‑157/03 και T‑331/03, Cwik κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑411 και II‑1865, σκέψη 207

    Top