Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006FJ0041

    Περίληψη της αποφάσεως

    Περίληψη υπαλληλικής υπόθεσης

    Περίληψη υπαλληλικής υπόθεσης

    Περίληψη

    Υπάλληλοι – Αναπηρία – Επιτροπή αναπηρίας – Γνωμοδότηση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αντικείμενο

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 25, 53 και 78, εδ. 1)

    Ο σκοπός των διατάξεων σχετικά με την ιατρική επιτροπή και την επιτροπή αναπηρίας είναι η ανάθεση σε ιατρικούς εμπειρογνώμονες της τελικής εκτιμήσεως όλων των ιατρικής φύσεως ζητημάτων. Ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί να εκτείνεται στις ιατρικές εκτιμήσεις καθεαυτές, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται οριστικές εφόσον λαμβάνουν χώρα υπό κανονικές συνθήκες. Αντιθέτως, ο δικαστικός έλεγχος μπορεί να ασκηθεί επί της κανονικότητας της συνθέσεως και της λειτουργίας των εν λόγω επιτροπών, καθώς και επί της κανονικότητας των γνωμοδοτήσεων τις οποίες εκδίδουν οι επιτροπές αυτές. Υπό το πρίσμα αυτό, ο κοινοτικός δικαστής είναι αρμόδιος να εξετάζει αν η γνωμοδότηση περιλαμβάνει αιτιολογία βάσει της οποίας μπορούν να εκτιμηθούν τα στοιχεία επί των οποίων βασίζονται τα πορίσματά της και αν αποδεικνύεται εύλογος σύνδεσμος μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων τις οποίες περιλαμβάνει και των πορισμάτων στα οποία καταλήγει η επιτροπή.

    Στερείται προδήλως κάθε αιτιολογίας η γνωμοδότηση επιτροπής αναπηρίας η οποία περιορίζεται αμιγώς και απλώς στη διαπίστωση και, συγχρόνως, στο πόρισμα ότι ο υπάλληλος πάσχει από αναπηρία, η οποία θεωρείται πλήρης και τον θέτει σε αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων του. Η απλή μνεία, στα πρακτικά της επιτροπής αναπηρίας, ότι ο υπάλληλος πάσχει από σύνδρομο αγχώδους καταθλίψεως δεν επιτρέπει στον κοινοτικό δικαστή να γνωρίσει και να εξακριβώσει τα στοιχεία επί των οποίων βασίζονται τα πορίσματα που περιλαμβάνει και αν αποδεικνύεται εύλογος σύνδεσμος μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιέχει και των πορισμάτων στα οποία κατέληξε η επιτροπή. Συγκεκριμένα, σύνδρομο αγχώδους καταθλίψεως δύναται να εκδηλωθεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους και ένταση και δεν συνεπάγεται ότι το πρόσωπο που πάσχει από αυτή πρέπει οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως πάσχον από πλήρη και μόνιμη αναπηρία, η οποία το θέτει σε αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων τα οποία αντιστοιχούν σε θέση εργασίας της ομάδας καθηκόντων του.

    (βλ. σκέψεις 64, 65 και 67)

    Παραπομπή:

    ΔΕΚ: 10 Δεκεμβρίου 1987, 277/84, Jänsch κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4923, σκέψη 15

    ΠΕΚ: 27 Φεβρουαρίου 1992, T‑165/89, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑367, σκέψη 75· 15 Δεκεμβρίου 1999, T‑27/98, Nardone κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑267 και II‑1293, σκέψη 87

    Top