Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0535

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση C-535/06 P

    Moser Baer India Ltd

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

    «Αίτηση αναιρέσεως — Ντάμπινγκ — Εισαγωγές οπτικών δίσκων με δυνατότητα εγγραφής, καταγωγής Ινδίας — Κανονισμός (ΕΚ) 960/2003 — Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδοτήσεως — Προσδιορισμός της ζημίας — Άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 2026/97»

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak της 2ας Οκτωβρίου 2008   I ‐ 7055

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Σεπτεμβρίου 2009   I ‐ 7094

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Αίτηση αναιρέσεως – Έννομο συμφέρον – Αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο

      (Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

    2. Αίτηση αναιρέσεως – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

      (Άρθρο 225 § 1 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    3. Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών της επιδοτήσεως εκ μέρους τρίτων κρατών – Ζημία – Στοιχειοθέτηση της αιτιώδους συνάφειας – Υποχρεώσεις των οργάνων – Συνεκτίμηση της υπάρξεως παραγόντων ξένων προς την πρακτική της επιδοτήσεως

      (Κανονισμός 2026/97 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 1 και 7)

    1.  Το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως την έλλειψη συμφέροντος εκ μέρους του διαδίκου για την άσκηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου ή τη συνέχιση της εκδικάσεώς της, λόγω γεγονότος μεταγενεστέρου της εν λόγω αποφάσεως δυναμένου να άρει τον βλαπτικό χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής, και να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη ή άνευ αντικειμένου για τον λόγο αυτόν. Πράγματι, η ύπαρξη συμφέροντος του προσφεύγοντος για την άσκηση αναιρέσεως προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Ωστόσο, το συμφέρον του αναιρεσείοντος να επιδιώξει αναίρεση μιας τέτοιας αποφάσεως και, εμμέσως, ακύρωση του κανονισμού, κατά του οποίου άσκησε προσφυγή πρωτοδίκως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με το επιχείρημα ότι ο τελευταίος δεν παράγει πλέον αποτελέσματα για το μέλλον. Πράγματι, η ακύρωση αυτού του κανονισμού μπορεί, αφ’ εαυτής, να έχει έννομα αποτελέσματα, όπως ιδίως την αποφυγή της επανάληψης μιας παράτυπης πρακτικής εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων.

      (βλ. σκέψεις 24-25)

    2.  Από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το Πρωτοδικείο.

      Το Δικαστήριο δεν είναι επομένως αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών.

      Συναφώς, μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

      Αντιθέτως, το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο ορθώς συνήγαγε από τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ότι τα κοινοτικά όργανα δεν παρέβησαν ούτε το καθήκον επιμελείας ούτε την υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

      (βλ. σκέψεις 31-34)

    3.  Κατά τον προσδιορισμό της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στο πλαίσιο διαδικασίας για τη λήψη μέτρων κατά των επιδοτήσεων, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να εξετάζουν αν η ζημία που προτίθενται να λάβουν υπόψη πράγματι οφείλεται σε εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο επιδοτήσεων και να αποκλείουν κάθε ζημία που προκύπτει από άλλους παράγοντες και ιδίως ζημία που οφείλεται σε ίδιες ενέργειες των κοινοτικών παραγωγών. Στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να εξακριβώσουν αν τα αποτελέσματα των ως άνω άλλων παραγόντων ήσαν ικανά να καταλύσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ, αφενός, των εν λόγω εισαγωγών και, αφετέρου, της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Στα εν λόγω όργανα εναπόκειται, επίσης, να εξακριβώσουν το ότι η καταλογιστέα στους ως άνω άλλους παράγοντες ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ζημίας υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 2026/97, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Κοινότητας, και το ότι, κατά συνέπεια, ο επιβληθείς αντισταθμιστικός δασμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο επιδοτήσεως.

      Μια εκδήλωση συμπεριφοράς η οποία επηρεάζει άμεσα τις τιμές των προϊόντων που κατασκευάζονται εντός της Κοινότητας, όπως είναι η καταβολή των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, ενδέχεται να θέσει υπό αμφισβήτηση, πρώτον, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας και, δεύτερον, την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής λόγω της υποτιμολογήσεως των ως άνω ειαγωγών.

      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 2026/97, εξετάζονται επίσης οι άλλοι γνωστοί παράγοντες, πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων, κατά τρόπον ώστε η ζημία που προκαλείται από τους ως άνω άλλους παράγοντες να μην αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων. Έτσι, ο σκοπός του κανόνα αυτού έγκειται στο να μην παρασχεθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής προστασία που βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου.

      Ωστόσο, αν τα κοινοτικά όργανα διαπιστώσουν ότι, παρά την ύπαρξη τέτοιων παραγόντων, η προκληθείσα από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο επιδοτήσεων ζημία είναι σημαντική κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2026/97, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δύναται να στοιχειοθετηθεί. Προκειμένου να αποδειχθεί ότι εξακολουθεί να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, αρκεί τα κοινοτικά όργανα να διαπιστώσουν ότι, παρά την ύπαρξη του εξωτερικού παράγοντος, η ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί ήταν σημαντική. Έτσι, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι η καταβολή των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως δεν μπορούσε να έχει συνέπειες επί της ζημίας που προκλήθηκε από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, εάν ο παράγοντας αυτός ήταν υπαρκτός προτού καταστούν σημαντικές οι εισαγωγές αυτές. Ομοίως, η καταβολή τέτοιων δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως δεν επηρεάζει τη ζημία που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στις περιπτώσεις που η εν λόγω πρακτική έχει επηρεάσει τόσο τις κοινοτικές τιμές όσο και τις τιμές εισαγωγής.

      (βλ. σκέψεις 87-93)

    Top