Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0511

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση C-511/06 P

    Archer Daniels Midland Co.

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναίρεσης — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά του κιτρικού οξέος — Καθορισμός του ύψους του προστίμου — Ρόλος πρωτεργάτη — Δικαιώματα άμυνας — Αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από διαδικασία διεξαχθείσα εντός τρίτου κράτους — Ορισμός της σχετικής αγοράς — Ελαφρυντικές περιστάσεις»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 6ης Νοεμβρίου 2008   I ‐ 5848

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 2009   I ‐ 5912

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Έκταση – Υποχρέωση μνείας των στοιχείων που αποδεικνύουν τον ρόλο της επιχείρησης ως πρωτεργάτη της σύμπραξης

      (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04, τίτλος B, στοιχείο εʹ, και 98/C 9/03, σημείο 2)

    2. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παράβασης – Ελαφρυντικές περιστάσεις

      (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο15 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 3)

    3. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορούμενης επιχείρησης – Εκτίμηση των συνθηκών συνεργασίας κατά τον χρόνο έκδοσης της τελικής απόφασης

      (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου· ανακοίνωση της Επιτροπής 96/C 207/04, τίτλος E)

    4. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Πραγματικός αντίκτυπος στην αγορά

      (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 1 A, εδ. 1)

    5. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Λήψη υπόψη της συνεργασίας της κατηγορούμενης επιχείρησης με την Επιτροπή – Έννοια της «πρώτης επιχείρησης» που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία

      (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση της Επιτροπής 96/C 207/04, τίτλος B, στοιχείο βʹ)

    1.  Ο χαρακτηρισμός μιας επιχείρησης ως πρωτεργάτη μιας σύμπραξης έχει σημαντικές συνέπειες ως προς το ύψος του προστίμου που θα επιβληθεί στην ούτω χαρακτηρισθείσα επιχείρηση. Σύμφωνα με το σημείο 2 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πρόκειται για επιβαρυντική περίσταση που συνεπάγεται μη αμελητέα αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Ομοίως, κατά τον τίτλο Β, στοιχείο εʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αποκλείει εκ προοιμίου τη χορήγηση πολύ σημαντικής μείωσης του προστίμου, έστω και αν η χαρακτηρισθείσα ως πρωτεργάτης επιχείρηση πληροί όλες τις λοιπές προϋποθέσεις της διάταξης αυτής ώστε να τύχει τέτοιας μείωσης.

      Συνεπώς, στην Επιτροπή εναπόκειται να τονίσει, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, τα στοιχεία που θεωρεί κρίσιμα ώστε να παράσχει στην κατηγορούμενη επιχείρηση που μπορεί να θεωρηθεί πρωτεργάτης της σύμπραξης τη δυνατότητα να απαντήσει στη σχετική αιτίαση. Ωστόσο, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αυτή παραμένει ένα στάδιο της διαδικασίας λήψης της τελικής απόφασης και δεν αποτελεί, επομένως, την τελική θέση της Επιτροπής, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την τελευταία να προβεί, ήδη κατά το στάδιο αυτό, στον νομικό χαρακτηρισμό των στοιχείων στα οποία θα στηρίξει την απόφασή της για να χαρακτηρίσει ορισμένη επιχείρηση ως πρωτεργάτη της σύμπραξης. Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναφέρει με την ανακοίνωση των αιτιάσεων τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα πραγματικά στοιχεία για να καθορίσει το επίπεδο του προστίμου ούτε, ειδικότερα, αν προτίθεται να χαρακτηρίσει, βάσει των πραγματικών αυτών στοιχείων, ορισμένη επιχείρηση ως πρωτεργάτη της σύμπραξης. Ωστόσο, υποχρεούται, τουλάχιστον, να αναφέρει αυτά τα πραγματικά στοιχεία. Όταν τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία αντλούνται τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως πρωτεργάτη της σύμπραξης συνίστανται σε μαρτυρίες προσώπων κατηγορουμένων στη διαδικασία λόγω παράβασης και ενέχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, το γεγονός απλώς και μόνον ότι τα έγγραφα αυτά επισυνάπτονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, χωρίς τα πραγματικά αυτά περιστατικά να μνημονεύονται ρητώς στο κείμενο της εν λόγω ανακοίνωσης, δεν επιτρέπει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να εκτιμήσει την αξιοπιστία που αποδίδει η Επιτροπή σε κάθε ένα από τα στοιχεία που αναφέρονται στα εν λόγω έγγραφα ούτε να τα αμφισβητήσει και, κατά συνέπεια, ούτε να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαιώματά της. Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια περίπτωση, χαρακτηρίζοντας την επιχείρηση ως πρωτεργάτη της σύμπραξης, βάσει στοιχείων που περιλαμβάνονται μεν σε παραρτήματα της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, δεν μνημονεύονται, όμως, στην εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας της επιχείρησης αυτής και δεν μπορεί, συνεπώς, να στηριχθεί στα στοιχεία αυτά προκειμένου να τη χαρακτηρίσει ως πρωτεργάτη της σύμπραξης. Επομένως, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων επιτρεπόντων αυτόν τον χαρακτηρισμό, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή του τίτλου Β της ανακοίνωσης περί συνεργασίας με την αιτιολογία ότι η επιχείρηση διαδραμάτισε ρόλο πρωτεργάτη της σύμπραξης.

      (βλ. σκέψεις 70-72, 80, 89-90, 93-95, 112, 133, 136)

    2.  Η χορήγηση μείωσης του βασικού ποσού του προστίμου κατ’ εφαρμογήν του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ συνδέεται κατ’ ανάγκη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ο δε τερματισμός της σύμπραξης δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εφαρμογή μείωσης του βασικού ποσού του προστίμου.

      Η αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης σε καταστάσεις στις οποίες μια επιχείρηση μετέχει σε προδήλως παράνομη συμφωνία, για την οποία γνώριζε ή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι συνιστούσε παράβαση, θα παρότρυνε τις επιχειρήσεις να εμμείνουν σε μια μυστική συμφωνία για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ελπίζοντας ότι η συμπεριφορά τους ουδέποτε θα αποκαλυφθεί και γνωρίζοντας συγχρόνως ότι, σε περίπτωση που αποκαλυφθεί, θα μπορούσαν, παύοντας τότε την παράβαση, να επιτύχουν την επιβολή μειωμένου προστίμου. Η αναγνώριση αυτή θα στερούσε από το επιβαλλόμενο πρόστιμο κάθε αποτρεπτικό αποτέλεσμα και θα έθιγε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να χορηγήσει σε μια επιχείρηση μείωση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω του ότι η επιχείρηση αυτή έθεσε τέρμα στην παράνομη συμπεριφορά της με τις πρώτες ήδη επεμβάσεις των αρχών ανταγωνισμού ενός τρίτου κράτους.

      (βλ. σκέψεις 100, 102, 105-106)

    3.  Σύμφωνα με τον τίτλο Ε της ανακοίνωσης σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, μόνον κατά τον χρόνο που λαμβάνει την τελική της απόφαση εκτιμά η Επιτροπή αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των τίτλων Β, Γ ή Δ της εν λόγω ανακοίνωσης. Η Επιτροπή δεν μπορεί να παράσχει σε μια επιχείρηση καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση ως προς τη χορήγηση κάποιας μείωσης του προστίμου κατά τη φάση της διαδικασίας που προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης.

      (βλ. σκέψη 118)

    4.  Αν ο πραγματικός αντίκτυπος μιας παράβασης στην αγορά αποτελεί στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας της εν λόγω παράβασης, πρόκειται για ένα κριτήριο μεταξύ άλλων, ήτοι του χαρακτήρα της ίδιας της παράβασης και της έκτασης της γεωγραφικής αγοράς. Ομοίως, οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ διευκρινίζουν ότι ο πραγματικός αυτός αντίκτυπος στην αγορά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον είναι δυνατό να εκτιμηθεί.

      (βλ. σκέψη 125)

    5.  Το ίδιο το κείμενο του τίτλου Β, στοιχείο βʹ, της ανακοίνωσης σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων δεν απαιτεί να έχει παράσχει η «πρώτη» επιχείρηση το σύνολο των στοιχείων που αποδεικνύουν όλες τις λεπτομέρειες της λειτουργίας της σύμπραξης. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για να μπορεί μια επιχείρηση να θεωρηθεί ως τοιαύτη, αρκεί να προσκομίσει στοιχεία καθοριστικά για την απόδειξη της ύπαρξης της σύμπραξης. Το κείμενο αυτό δεν απαιτεί επίσης να αρκούν τα παρασχεθέντα στοιχεία, μόνα τους, για την κατάρτιση ανακοίνωσης των αιτιάσεων ή για την έκδοση της τελικής απόφασης που διαπιστώνει την ύπαρξη της παράβασης. Ωστόσο, ναι μεν τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται ο εν λόγω τίτλος Β, στοιχείο βʹ, δεν χρειάζεται αναγκαστικά να είναι, μόνα τους, αρκετά προς απόδειξη της ύπαρξης της σύμπραξης, πρέπει όμως να είναι καθοριστικής σημασίας προς τον σκοπό αυτόν. Πρέπει, συνεπώς, να πρόκειται όχι απλώς για πηγή πληροφοριών επιτρέπουσα τον προσανατολισμό των ερευνών που πρέπει να διεξαγάγει η Επιτροπή, αλλά για στοιχεία ικανά να χρησιμοποιηθούν άμεσα ως κύρια αποδεικτική βάση για την απόφαση διαπίστωσης της παράβασης.

      Στο πλαίσιο του εν λόγω τίτλου Β, στοιχείο βʹ, δεν έχει σημασία το ότι τα καθοριστικά στοιχεία παρασχέθηκαν προφορικά. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές δεν προέρχονται από άμεση μαρτυρία ή ότι συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν εκ των υστέρων δεν ασκεί επιρροή από πλευράς εκτίμησης του χαρακτήρα τους ως καθοριστικής σημασίας στοιχείων.

      Η Επιτροπή διαθέτει κάποια διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμά κατά πόσον η συνεργασία μιας επιχείρησης υπήρξε «καθοριστική», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, προς διαπίστωση της ύπαρξης παράβασης και προς τερματισμό της παράβασης αυτής, οπότε μόνον η πρόδηλη υπερβολική χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας είναι δυνατό να επικριθεί από τον κοινοτικό δικαστή.

      (βλ. σκέψεις 150-152, 161-163)

    Top