Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0161

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες — Πράξη προσχωρήσεως του 2003 — Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση που δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη γλώσσα ενός νέου κράτους μέλους, η οποία είναι επίσημη γλώσσα της Ένωσης — Δεν μπορεί να αντιταχθεί στους ιδιώτες

    (Πράξη προσχωρήσεως του 2003, άρθρο 58)

    2. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

    (Άρθρα 234 ΕΚ και 254 § 2, πρώτη περίοδος, ΕΚ· Πράξη προσχωρήσεως του 2003, άρθρα 2 και 58· κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 5)

    3. Προδικαστικά ερωτήματα — Ερμηνεία — Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας

    (Άρθρα 231 ΕΚ και 234 ΕΚ)

    Περίληψη

    1. Το άρθρο 58 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλείει τη δυνατότητα αντιτάξεως στους ιδιώτες εντός νέου κράτους μέλους υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από κοινοτική κανονιστική ρύθμιση που δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη γλώσσα του κράτους αυτού, η οποία είναι επίσημη γλώσσα της Ένωσης, έστω και αν οι συγκεκριμένοι ιδιώτες είχαν τη δυνατότητα να πληροφορηθούν με άλλο τρόπο το περιεχόμενο αυτής της κανονιστικής ρυθμίσεως.

    Πράγματι, η επιταγή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να πληροφορούνται επακριβώς την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλουν οι κοινοτικές κανονιστικές ρυθμίσεις, πράγμα που διασφαλίζεται μόνο μέσω της προσήκουσας δημοσιεύσεως της συγκεκριμένης κανονιστικής ρυθμίσεως στην επίσημη γλώσσα του αποδέκτη. Εξάλλου, η κατά τον αυτό τρόπο εφαρμογή των υποχρεώσεων που επιβάλλει κοινοτική κανονιστική ρύθμιση τόσο στα παλαιά κράτη μέλη, στα οποία οι ιδιώτες έχουν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των υποχρεώσεων αυτών από την Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη γλώσσα των κρατών αυτών, όσο και στα προσχωρήσαντα νέα κράτη, στα οποία δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα, λόγω της καθυστερημένης δημοσιεύσεως, θα προσέκρουε στην αρχή της ισότητας μεταχειρίσεως. Η τήρηση τέτοιων θεμελιωδών αρχών δεν αντιβαίνει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, καθόσον η αρχή αυτή δεν μπορεί να αφορά κανόνες οι οποίοι δεν είναι ακόμα αντιτάξιμοι στους ιδιώτες. Αποδοχή της απόψεως ότι μπορεί να αντιταχθεί σε ιδιώτες πράξη που δεν έχει προσηκόντως δημοσιευθεί, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αποτελεσματικότητας, θα είχε ως συνέπεια να υφίστανται οι ιδιώτες εντός του οικείου κράτους μέλους τις αρνητικές συνέπειες της αθετήσεως, εκ μέρους των διοικητικών οργάνων της Κοινότητας, της υποχρεώσεώς τους να έχουν θέσει στη διάθεση των εν λόγω ιδιωτών, κατά την ημερομηνία προσχωρήσεως, το σύνολο του κοινοτικού κεκτημένου σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ενώσεως.

    Πάντως, το γεγονός ότι πρόκειται για εταιρία διεθνούς εμπορίου που γνωρίζει τις σχετικές διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας δεν αρκεί ώστε να καταστεί δυνατό να αντιταχθεί σε ιδιώτη κοινοτική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν δημοσιεύθηκε προσηκόντως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Εντούτοις, μολονότι η κοινοτική νομοθεσία δημοσιοποιείται μέσω του Διαδικτύου και οι ιδιώτες όλο και συχνότερα λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου της ηλεκτρονικώς, αυτός ο τρόπος δημοσιοποιήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας δεν ισοδυναμεί με προσήκουσα δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον το κοινοτικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει καμία τέτοια ρύθμιση. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ορισμένα μεν κράτη μέλη υιοθέτησαν ως έγκυρη μορφή την ηλεκτρονική δημοσιοποίηση, αλλά με νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις ρύθμισαν επακριβώς τον τρόπο που πρέπει να γίνεται και σε ποιες περιπτώσεις μια τέτοια δημοσιοποίηση είναι έγκυρη. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει επαρκή αυτή τη μορφή δημοσιοποιήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας, ώστε να είναι δυνατό να αντιταχθεί στους ιδιώτες. Επομένως το μόνο έγκυρο κείμενο κοινοτικού κανονισμού, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, είναι εκείνο που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε ένα υπό ηλεκτρονική μορφή κείμενο, προγενέστερο της δημοσιεύσεως αυτής, έστω και αν εκ των υστέρων αποδειχθεί σύμφωνο προς το δημοσιευθέν κείμενο, δεν είναι δυνατόν να αντιταχθεί στους ιδιώτες.

    (βλ. σκέψεις 38-42, 45-46, 48-51, διατακτ. 1)

    2. Αποφαινόμενο ότι κοινοτικός κανονισμός που δεν δημοσιεύθηκε στη γλώσσα κράτους μέλους δεν μπορεί να αντιταχθεί σε ιδιώτες εντός αυτού του κράτους, το Δικαστήριο ερμήνευσε το κοινοτικό δίκαιο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ.

    Πράγματι, οι διατάξεις των άρθρων 254, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, ΕΚ, 2 και 58 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, δεν θέτουν υπό αίρεση το κύρος κανονισμού εφαρμοστέου στα κράτη μέλη στα οποία δημοσιεύθηκε προσηκόντως. Εξάλλου, το μη αντιτάξιμο κανονισμού σε ιδιώτες εντός κράτους μέλους στη γλώσσα του οποίου δεν δημοσιεύθηκε, ουδόλως επηρεάζει το ότι, ως μέρος του κοινοτικού κεκτημένου, οι διατάξεις του δεσμεύουν το οικείο κράτος μέλος από της προσχωρήσεώς του. Η συνδυασμένη ερμηνεία των προαναφερθεισών στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως διατάξεων, όπως αυτή προκύπτει από τη δοθείσα στο πρώτο ερώτημα απάντηση, έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να μεταθέσει χρονικώς τη δυνατότητα αντιτάξεως σε ιδιώτες των υποχρεώσεων που απορρέουν από κοινοτικό κανονισμό μέχρις ότου μπορέσουν να λάβουν επισήμως και ασφαλώς γνώση του περιεχομένου της.

    (βλ. σκέψεις 57-61, διατακτ. 2)

    3. Στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής που έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, κατ’ εφαρμογή της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης, να περιορίσει τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να επικαλούνται την ερμηνευθείσα από το Δικαστήριο διάταξη προς αμφισβήτηση εννόμων σχέσεων που έχουν καλοπίστως συναφθεί. Εντούτοις, αν δεν πρόκειται για το ζήτημα του χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων αποφάσεως του Δικαστηρίου σχετικής με την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, αλλά για τον περιορισμό των αποτελεσμάτων αποφάσεως, που αφορά την αντιταξιμότητα εντός κράτους μέλους, πράξεως του κοινοτικού δικαίου που δεν δημοσιεύθηκε στη γλώσσα αυτού του κράτους, τότε το εν λόγω κράτος δεν υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο την υποχρέωση να θέσει υπό αμφισβήτηση διοικητικές ή δικαστικές αποφάσεις που ελήφθησαν βάσει τέτοιων κανόνων, εφόσον δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας.

    Δυνάμει ρητής διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ, συγκεκριμένα του άρθρου 231 ΕΚ, το Δικαστήριο μπορεί, ακόμα και στην περίπτωση ακυρώσεως παράνομης πράξης θεωρουμένης ανυπόστατης, να αποφασίσει ότι, παρά ταύτα, νομίμως θα αναπτύξει ορισμένες από τις έννομες συνέπειές της. Οι ίδιες απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν την ίδια λύση και προκειμένου περί εθνικών αποφάσεων που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν διατάξεων του κοινοτικού δικαίου οι οποίες δεν έχουν καταστεί αντιτάξιμες εντός ορισμένων κρατών μελών, διότι δεν έχουν δημοσιευθεί προσηκόντως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίσημη γλώσσα των οικείων κρατών, εξαιρουμένων των αποφάσεων εκείνων κατά των οποίων έχουν υποβληθεί διοικητικές ενστάσεις ή ασκηθεί προσφυγές κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως.

    Βάσει του κοινοτικού δικαίου, η λύση θα ήταν διαφορετική μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες, ελήφθησαν διοικητικά μέτρα ή εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις ιδίως κατασταλτικού χαρακτήρα, δυνάμενες να θίξουν θεμελιώδη δικαιώματα, πράγμα που εναπόκειται, εντός των ορίων αυτών, στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εξετάσουν.

    (βλ. σκέψεις 67-73)

    Top