EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0467

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προδικαστικά ερωτήματα — Ερώτημα επί της ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου που εκδόθηκε δυνάμει του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ

(Άρθρο 234 ΕΚ· άρθρα 35 ΕΕ και 46, στοιχείο β΄, ΕΕ)

2. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

(Άρθρο 234 ΕΚ· άρθρα 35 ΕΕ και 46,στοιχείο β΄, ΕΕ)

3. Πράξεις των οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Δικονομικοί κανόνες

4. Ευρωπαϊκή Ένωση — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες — Απόφαση-πλαίσιο 2001/220

(Απόφαση-πλαίσιο 2001/220 του Συμβουλίου, άρθρα 1, στοιχείο α΄, 2 § 1 και 8 § 1)

Περίληψη

1. Το γεγονός ότι μια απόφαση περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με την ερμηνεία αποφάσεως-πλαισίου εκδοθείσας δυνάμει του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, δεν μνημονεύει το άρθρο 35 ΕΕ, αλλά αναφέρεται στο άρθρο 234 ΕΚ, δεν μπορεί να συνεπάγεται από μόνο του το απαράδεκτο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Τούτο ισχύει καθόσον μάλιστα η Συνθήκη ΕΕ δεν προβλέπει ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς τον τρόπο με τον οποίο το εθνικό δικαστήριο πρέπει να υποβάλει την αίτηση αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 36)

2. Σύμφωνα με το άρθρο 46, στοιχείο β΄, ΕΕ, το σύστημα που προβλέπει το άρθρο 234 ΕΚ προορίζεται να εφαρμόζεται στο άρθρο 35 ΕΕ, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη. Όπως και το άρθρο 35 ΕΕ εξαρτά τη δυνατότητα υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως από την προϋπόθεση ότι το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, οπότε η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το παραδεκτό προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ μπορεί, καταρχήν, να εφαρμόζεται και στις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλονται στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 35 ΕΕ.

Κατά συνέπεια, το τεκμήριο λυσιτέλειας των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορεί να τίθεται εκποδών παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δηλαδή είναι πρόδηλον ότι η ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ενώσεως που ζητείται με τα ερωτήματα αυτά δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το ζήτημα είναι καθαρά υποθετικής φύσεως ή το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Αν δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο είναι καταρχήν υποχρεωμένο να αποφαίνεται επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν την ερμηνεία των πράξεων τις οποίες αφορά το άρθρο 35, παράγραφος 1, ΕΕ.

(βλ. σκέψεις 34, 39-40)

3. Οι δικονομικοί κανόνες γενικά εφαρμόζονται σε όλες τις διαφορές που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους, σε αντίθεση με τους ουσιαστικούς κανόνες, οι οποίοι ερμηνεύονται συνήθως υπό την έννοια ότι δεν έχουν εφαρμογή σε καταστάσεις που έχουν ήδη διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της ισχύος τους.

Όμως, το ζήτημα της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας προς έκδοση αποφάσεως σχετικά με την επιστροφή στο θύμα περιουσιακών στοιχείων που έχουν κατασχεθεί κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, εμπίπτει στον τομέα των δικονομικών κανόνων, οπότε δεν υφίσταται κανένα πρόσκομμα σχετικά με τη χρονική εφαρμογή του νόμου που να εμποδίζει να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο διαφοράς αφορώσας τέτοια ζήτημα, οι σχετικές διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, προκειμένου το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο να ερμηνευθεί σύμφωνα με αυτήν.

(βλ. σκέψεις 48-49)

4. Η απόφαση-πλαίσιο 2001/220, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας και, ειδικότερα, μιας διαδικασίας εκτελέσεως μεταγενέστερης μιας αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως, η κατά την απόφαση-πλαίσιο έννοια του όρου «θύμα» δεν περιλαμβάνει τα νομικά πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία προκληθείσα απευθείας από πράξεις ή παραλείψεις τελεσθείσες κατά παράβαση της ποινικής νομοθεσίας κράτους μέλους.

Πράγματι, μια ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου υπό την έννοια ότι αυτή αφορά επίσης τα νομικά πρόσωπα τα οποία υποστηρίζουν ότι έχουν υποστεί ζημία απευθείας προκληθείσα από ποινική παράβαση θα αντέβαινε προς το γράμμα του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, η οποία αφορά μόνον τα φυσικά πρόσωπα που έχουν υποστεί ζημία απευθείας προκληθείσα από πράξεις αντιβαίνουσες προς την ποινική νομοθεσία κράτους μέλους. Σ’ αυτό προστίθεται το γεγονός ότι καμία άλλη διάταξη της αποφάσεως-πλαισίου δεν περιλαμβάνει κάποια ένδειξη ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως θέλησε να επεκτείνει την έννοια του όρου «θύμα» στα νομικά πρόσωπα για τους σκοπούς εφαρμογής της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως, διάφορες άλλες διατάξεις της, μεταξύ των οποίων τα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 2, και 8, παράγραφος 1, επιβεβαιώνουν ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιλάβει αποκλειστικά τα φυσικά πρόσωπα που υφίστανται ζημία από ποινική παράβαση.

Η οδηγία 2004/80, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, δεν μπορεί να κλονίσει την ερμηνεία αυτή. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας εκδοθείσας δυνάμει της Συνθήκης ΕΚ μπορούν να έχουν μια οποιαδήποτε επίπτωση επί της ερμηνείας των διατάξεων μιας αποφάσεως-πλαισίου που στηρίζεται στη Συνθήκη ΕΕ και ότι η κατά την οδηγία έννοια του όρου «θύμα» μπορεί να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα τα νομικά πρόσωπα, εν πάση περιπτώσει η οδηγία και η απόφαση-πλαίσιο δεν έχουν μεταξύ τους τέτοια σχέση που να επιτάσσει την ομοιόμορφη ερμηνεία της εν λόγω εννοίας.

(βλ. σκέψεις 53-55, 57-58, 60 και διατακτ.)

Top