Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CJ0068

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών δασμών

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 2, στοιχεία α΄ και β΄, και 13· κανονισμός 2670/81 της Επιτροπής, άρθρο 3)

    2. Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος αναιρέσεως προβληθείς για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως

    Περίληψη

    1. Το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, σύμφωνα με το οποίο η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε ειδικές περιπτώσεις οι οποίες προκύπτουν από περιστάσεις κατά τις οποίες δεν υπήρξε ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομική βάση διαγραφής ή επιστροφής ποσού οφειλομένου, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 2670/81 για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής για την εκτός ποσοστώσεως παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης, για τη ζάχαρη Γ που διατέθηκε στην εσωτερική αγορά.

    Συγκεκριμένα, αφενός, το ποσό αυτό δεν εισπράττεται λόγω της εξόδου ποσότητας ζάχαρης Γ από τα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας, αλλά, αντιθέτως, λόγω του ότι η ποσότητα αυτή δεν εξήχθη πέραν της Κοινότητας ή διότι η εξαγωγή της δεν πραγματοποιήθηκε με τήρηση των όρων και των προθεσμιών του κανονισμού 2670/81. Η γενεσιουργός αιτία της εισπράξεως του εν λόγω ποσού συνίσταται, επομένως, στο ότι δεν αποδείχθηκε, κατά την καθορισθείσα προς τούτο ημερομηνία, η εξαγωγή ποσότητας ζάχαρης Γ εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Συνεπώς, το ποσό αυτό δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις τρεις κατηγορίες που απαριθμεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1430/79.

    Αφετέρου, ουδόλως προκύπτει ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να εξομοιώσει τον παραγωγό ζάχαρης Γ διατεθείσας στην εσωτερική αγορά με τον εισαγωγέα ζάχαρης.

    Πρώτον, οι εισφορές κατά την εισαγωγή ζάχαρης από τρίτες χώρες και το οφειλόμενο βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 2670/81 ποσό για τη ζάχαρη Γ που διατίθεται στην εσωτερική αγορά δεν επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς.

    Δεύτερον, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2670/81, περί των διατάξεων που εφαρμόζονται στην ποσότητα ζάχαρης που παράγεται πέρα από τη μεγίστη ποσόστωση, και από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2645/70 που τον αντικατέστησε –των οποίων η διατύπωση συμπίπτει κατ’ ουσίαν– δεν προκύπτει ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να εξομοιώσει την κατάσταση του εισαγωγέα ζάχαρης προερχόμενης από τρίτες χώρες και του παραγωγού ζάχαρης Γ διατεθείσας στην εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις καθώς και από το άρθρο 3 του κανονισμού 2670/81 προκύπτει σαφώς ότι η αναφορά στην εισαγόμενη από τρίτες χώρες ζάχαρη περιορίζεται στον τρόπο υπολογισμού του προβλεπόμενου στο εν λόγω άρθρο ποσού.

    Τρίτον, από τη διατύπωση του άρθρου 26 του κανονισμού 1785/81 περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης δεν προκύπτει καμία πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη να προσδώσει στη ζάχαρη Γ που διατέθηκε στην εσωτερική αγορά τον χαρακτήρα εισαγόμενου από τρίτες χώρες προϊόντος και να εξομοιώσει την κατάσταση του παραγωγού ζάχαρης Γ με εκείνη του εισαγωγέα ζάχαρης, στο μέτρο που το άρθρο αυτό απλώς προβλέπει την απαγόρευση διαθέσεως της ζάχαρης Γ στην εσωτερική αγορά.

    Τέταρτον και τελευταίον, το ότι τόσο οι εισαγωγικοί δασμοί όσο και το οφειλόμενο βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 2670/81 ποσό περιλαμβάνονται στους ιδίους πόρους της Κοινότητας δεν αποδεικνύει ότι οι εισαγωγείς ζάχαρης από τρίτες χώρες και οι παραγωγοί ζάχαρης Γ βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση. Συγκεκριμένα, οι ίδιοι πόροι της Κοινότητας συνίστανται σε έσοδα πολύ διαφορετικής φύσεως τα οποία εμπίπτουν σε επίσης διαφορετικά καθεστώτα.

    (βλ. σκέψεις 39, 41, 43, 63-65, 101-102)

    2. Αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αναιρετική αρμοδιότητα είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε κατόπιν εξετάσεως των προβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου ισχυρισμών.

    Συνεπώς, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στο Πρωτοδικείο παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ του αναιρεσείοντος και μιας συγκεκριμένης κατηγορίας επιχειρηματιών, στο μέτρο που ο εν λόγω αναιρεσείων, ενώ προέβαλε πρωτοδίκως λόγο αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της ισότητας, έβαλε μόνον κατά της διαφορετικής μεταχειρίσεώς του έναντι μιας άλλης κατηγορίας επιχειρηματιών.

    (βλ. σκέψεις 95-97)

    Top