Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004TJ0374

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση T-374/04

    Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Περιβάλλον — Οδηγία 2003/87/ΕΚ — Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου — Γερμανικό εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής — Μέτρα εκ των υστέρων προσαρμογής της ποσότητας των δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν στις εγκαταστάσεις — Απορριπτική απόφαση της Επιτροπής — Ίση μεταχείριση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 2007   II - 4441

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Αρχή της επικουρικότητας

      (Άρθρα 5, εδ. 2, ΕΚ, 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ, 211 ΕΚ, 226 ΕΚ, 249, εδ. 3, ΕΚ)

    2. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ)

      (Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 5η αιτιολογική σκέψη και άρθρα 1, 9 § 3 και 10)

    3. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ)

      (Άρθρα 211 ΕΚ και 226 ΕΚ· κανονισμός 2216/2004 της Επιτροπής· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 9 και 11 § 1 και παράρτημα III)

    4. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (ΕΣΚ)

      (Άρθρο 249 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 9 §§ 1 και 3, και 10, και παράρτημα III)

    5. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Σκοπός

      (Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 2η, 5η, 7η και 20ή αιτιολογική σκέψη και άρθρο 1)

    6. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Κριτήρια που ισχύουν όσον αφορά τα εθνικά σχέδια κατανομής δικαιωμάτων (ΕΣΚ)

      (Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 7η αιτιολογική σκέψη και παράρτημα III, υπ’ αριθ. 10 κριτήριο)

    7. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Κριτήρια που ισχύουν όσον αφορά τα εθνικά σχέδια κατανομής δικαιωμάτων (ΕΣΚ)

      (Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 5η, 7η και 20ή αιτιολογική σκέψη, άρθρο 1 και παραρτήματα I και III, υπ’ αριθ. 10 κριτήριο)

    8. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Οδηγία 2003/87 – Κριτήρια που ισχύουν όσον αφορά τα εθνικά σχέδια κατανομής δικαιωμάτων (ΕΣΚ)

      (Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 και παράρτημα III, υπ’ αριθ. 5 κριτήριο)

    9. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

      (Άρθρο 253 ΕΚ· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9 § 3)

    1.  Εφόσον μια οδηγία δεν καθορίζει τον τύπο και τα μέσα για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, η ελευθερία δράσεως του κράτους μέλους ως προς την επιλογή του κατάλληλου τύπου και των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού είναι, καταρχήν, απόλυτη. Τα κράτη μέλη, πάντως, φέρουν, στο πλαίσιο της ελευθερίας που τους αναγνωρίζει το άρθρο 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, την υποχρέωση επιλογής του τύπου και των μέσων που είναι τα πλέον κατάλληλα για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών. Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι, ελλείψει κοινοτικού κανόνα που να καθορίζει σαφώς και επακριβώς τον τύπο και τα μέσα που πρέπει να μετέλθει το κράτος μέλος, στην Επιτροπή εναπόκειται, στο πλαίσιο ασκήσεως της εξουσίας της ελέγχου, βάσει ιδίως των άρθρων 211 ΕΚ και 226 ΕΚ, να αποδείξει κατά τρόπο νομικά επαρκή ότι τα νομικά μέσα που μετήλθε προς τούτο το κράτος μέλος αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο.

      Μόνο με την εφαρμογή των αρχών αυτών μπορεί να διασφαλισθεί η τήρηση της κατ’ άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αρχής της επικουρικότητας, η οποία δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των κανονιστικών αρμοδιοτήτων τους. Κατά την αρχή αυτή, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα δρα μόνον εάν και στον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσεως είναι αδύνατο να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσεως, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, σε τομέα, όπως αυτός του περιβάλλοντος, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 174 ΕΚ έως 176 ΕΚ, όπου υφίσταται κοινή αρμοδιότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών, η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως ως προς το σε ποιο βαθμό περιορίζονται οι αρμοδιότητες του κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, η διακριτική του ευχέρεια.

      (βλ. σκέψεις 78-79)

    2.  Μολονότι ένα κράτος μέλος διαθέτει ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς τη μεταφορά της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, εντούτοις η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, αφενός μεν, μπορεί να ελέγξει αν τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος είναι σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος III και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής, αφετέρου δε, κατά την άσκηση του ελέγχου αυτού διαθέτει και αυτή διακριτική ευχέρεια, καθόσον ο έλεγχος αυτός συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα σε σχέση με τον γενικό σκοπό της μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέσω ενός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων αποδοτικού από πλευράς κόστους και οικονομικά αποτελεσματικού, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της ίδιας οδηγίας.

      Συνεπώς, στο πλαίσιο του συναφούς ελέγχου νομιμότητας, ο κοινοτικός δικαστής ασκεί πλήρη έλεγχο ως προς την εκ μέρους της Επιτροπής ορθή εφαρμογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, το περιεχόμενο των οποίων πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους ερμηνείας που έχει δεχθεί η νομολογία. Αντιθέτως, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή οσάκις αυτή πρέπει να προβεί, στο πλαίσιο αυτό, σε σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα. Ως προς τούτο, οφείλει να περιορισθεί στο να ελέγξει αν το επίμαχο μέτρο ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας, αν η αρμόδια αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως και αν τηρήθηκαν καθ’ όλα οι δικονομικές εγγυήσεις οι οποίες είναι θεμελιώδους σημασίας στο πλαίσιο αυτό.

      (βλ. σκέψεις 80-81)

    3.  Το γεγονός ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, υποχρεώνει το κράτος μέλος να στηρίξει την απόφασή του περί κατανομής στο εθνικό σχέδιό του κατανομής δικαιωμάτων (ΕΣΚ), όπως αυτό εξετάσθηκε από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας αυτής και ενδεχομένως τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματός της, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι δεν είναι πλέον δυνατή μια μεταγενέστερη τροποποίηση της ποσότητας δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν ατομικά. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, in fine, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. 9 κριτήριο του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, το περιεχόμενο της αποφάσεως περί κατανομής εξαρτάται επίσης από τη δεύτερη δημόσια διαβούλευση. Όμως, αυτή η δεύτερη δημόσια διαβούλευση διενεργείται μόνον αφότου η Επιτροπή ελέγξει το ΕΣΚ που της κοινοποιήθηκε, θα πρέπει δε να μπορεί να οδηγήσει σε τροποποίηση της κατανομής που προτείνει με την απόφασή του περί κατανομής το κράτος μέλος, άλλως η διαβούλευση αυτή θα καθίστατο άνευ αντικειμένου και οι παρατηρήσεις του κοινού θα ήταν αμιγώς θεωρητικές.

      Επομένως, ελλείψει ρητής απαγορεύσεως κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, μεταγενέστερων τροποποιήσεων της ατομικής χορηγήσεως δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, το ΕΣΚ και η απόφαση περί κατανομής μπορούν να προβλέπουν ρητώς αυτή τη δυνατότητα τροποποιήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τα κριτήρια εφαρμογής της θα καθορισθούν με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.

      Καθόσον αυτά τα πρόσθετα κριτήρια δεν αποτελούν μέρος των κριτηρίων που καθορίζει το παράρτημα III της οδηγίας 2003/87, η εξουσία ελέγχου που διαθέτει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής περιορίζεται κατ’ ανάγκη στο ζήτημα αν αυτά τα πρόσθετα κριτήρια —που εισήγαγε το κράτος μέλος χάρη στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο— πληρούν τις προϋποθέσεις της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας. Αυτή η ενδεχόμενη μεταγενέστερη τροποποίηση της ατομικής χορηγήσεως δικαιωμάτων, μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κατανομής κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, δεν έχει ως συνέπεια ότι η Επιτροπή στερείται κάθε δυνατότητας ελέγχου, δεδομένης της διαρκούς εποπτείας που ασκεί η Επιτροπή χάρη στα μέσα διαχειρίσεως και ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός 2216/2004, σχετικά με τυποποιημένο και ασφαλές σύστημα μητρώων δυνάμει της οδηγίας 2003/87 και της αποφάσεως 280/2004, και χάρη στη γενική αρμοδιότητα εποπτείας που της έχει ανατεθεί βάσει των άρθρων 211 ΕΚ και 226 ΕΚ, η οποία της επιτρέπει να ενεργεί, ανά πάσα στιγμή, σε περίπτωση παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου.

      (βλ. σκέψεις 105-106)

    4.  Οι κατευθύνσεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, μολονότι στηρίζονται σε ρητή νομική βάση την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2003/87, που ορίζει ότι η Επιτροπή διατυπώνει κατευθύνσεις για την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο παράρτημα III, δεν αντιστοιχούν σε καμία από τις πράξεις παραγώγου κοινοτικού δικαίου που προβλέπονται στο άρθρο 249 ΕΚ. Ως εκ τούτου, οι κατευθύνσεις αυτές υπάγονται στην κατηγορία των κανόνων οι οποίοι, αυτοί καθαυτοί, δεν είναι, καταρχήν, αυτοτελώς δεσμευτικοί έναντι τρίτων και οι οποίοι χρησιμοποιούνται ευρέως από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής πρακτικής προκειμένου αυτή να διαρθρώσει και να καταστήσει πιο διαφανή την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της και της εποπτικής εξουσίας της.

      Η Επιτροπή, πάντως, θεσπίζοντας κανόνες διοικητικής συμπεριφοράς που σκοπούν να παραγάγουν εξωτερικά αποτελέσματα και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που αυτοί οι κανόνες αφορούν, αυτοπεριορίζεται με συνέπεια να μην μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, άλλως θα της επιβληθούν, ενδεχομένως, κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, της αρχής της ασφάλειας δικαίου ή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά συνέπεια, εάν η Επιτροπή λάβει μέτρα που αντιβαίνουν στις κατευθύνσεις της, αυτές ενδέχεται να της αντιταχθούν, ιδίως από τα κράτη μέλη που αποτελούν τους αποδέκτες των κατευθύνσεων αυτών.

      Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να χαράσσει τις κατευθύνσεις αυτές, ιδίως ως προς τα πλέον ουσιώδη σημεία τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και ακρίβεια. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η εξουσία ελέγχου και απορρίψεως των εθνικών σχεδίων κατανομής (ΕΣΚ), την οποία ασκεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, οριοθετείται σαφώς, περιοριζόμενη στον έλεγχο του συμβατού των ΕΣΚ αποκλειστικά και μόνον με τα κριτήρια του παραρτήματος III και με τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής.

      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι στις κατευθύνσεις της Επιτροπής απουσιάζουν παντελώς οι αναφορές στο ζήτημα της νομιμότητας των εκ των υστέρων μειώσεων της ποσότητας των δικαιωμάτων που χορηγούνται ανά μονάδα και στο ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας προς τούτο του κράτους μέλους, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει στο κράτος μέλος την απαγόρευση των προσαρμογών αυτών χωρίς να παραβιάζονται οι προαναφερθείσες αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αλλά, αντιθέτως, το κράτος μέλος μπορεί να της αντιτάξει αυτήν την έλλειψη αναφοράς, εκτός αν τούτο αντιβαίνει σε άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε σε διατάξεις κοινοτικού δικαίου με υπέρτερη τυπική ισχύ.

      (βλ. σκέψεις 110-112, 116)

    5.  Ο κύριος δεδηλωμένος σκοπός της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, είναι η ουσιώδης μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προκειμένου να καταστεί δυνατή η τήρηση των δεσμεύσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών βάσει του Πρωτοκόλλου του Κυότο. Ο σκοπός αυτός πρέπει να επιτευχθεί ενώ επιδιώκεται παράλληλα η επίτευξη σειράς «επιμέρους σκοπών» και με τη χρήση ορισμένων μηχανισμών. Ο κύριος προς τούτο μηχανισμός είναι το κοινοτικό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (άρθρο 1 και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/87), η λειτουργία του οποίου καθορίζεται από ορισμένους «επιμέρους σκοπούς», δηλαδή από τη διατήρηση συνθηκών οικονομικής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, τη διασφάλιση της οικονομικής αναπτύξεως και της απασχολήσεως, καθώς και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και των όρων ανταγωνισμού (άρθρο 1 και πέμπτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας). Εξάλλου, η οδηγία ενθαρρύνει τη χρήση ενός ειδικού μέσου, δηλαδή τη χρήση αποδοτικότερων από ενεργειακή άποψη τεχνολογιών που καθιστούν δυνατή τη μείωση των εκπομπών ανά παραγόμενη μονάδα (εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής).

      (βλ. σκέψη 124)

    6.  Το υπ’ αριθ. 10 κριτήριο του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, το οποίο μνημονεύει την κατανομή δικαιωμάτων στις εγκαταστάσεις που απαριθμούνται σε ένα εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων, συνιστά κοινοτική διάταξη περί της κατανομής δικαιωμάτων από τα κράτη μέλη κατά την έννοια της έβδομης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας αυτής και, επομένως, σκοπεί στο να προστατευθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας του κριτηρίου αυτού, οι επιμέρους σκοποί της προστασίας της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και των όρων ανταγωνισμού είναι ιδιαιτέρως σημαντικοί.

      (βλ. σκέψη 125)

    7.  Προκειμένου να εφαρμοσθεί το υπ’ αριθ. 10 κριτήριο του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, σε εκ των υστέρων προσαρμογές οι οποίες έχουν προβλεφθεί από εθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής (ΕΣΚ) και οι οποίες σχετίζονται, κυρίως, με μεταβολές του όγκου παραγωγής, πρέπει να ληφθούν ιδίως υπόψη, ως πρόσφορα κριτήρια εκτιμήσεως, πρώτον, η σχέση μεταξύ του όγκου παραγωγής και του ποσοστού εκπομπής ως προς τον σκοπό της μειώσεως των εκπομπών, δεύτερον, η σχέση μεταξύ του σκοπού αυτού και του σκοπού της διασφαλίσεως συνθηκών οικονομικής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας (άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87), τρίτον, ο σκοπός της μειώσεως των εκπομπών μέσω τεχνικών βελτιώσεων (εικοστή αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής) και, τέταρτον, ο σκοπός της διασφαλίσεως της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και των όρων ανταγωνισμού (έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας).

      Μολονότι οι εκ των υστέρων προσαρμογές δικαιωμάτων κατανεμηθέντων με ΕΣΚ οι οποίες σχετίζονται, κυρίως, με μεταβολές του όγκου παραγωγής, δηλαδή με τη μεταβολή του αριθμού παραγομένων μονάδων, και όχι με μεταβολή του ποσοστού εκπομπών μιας εγκαταστάσεως, ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη του σκοπού της αποδοτικής λειτουργίας της εμπορίας δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 1 και της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2003/87, καθόσον αποτρέπουν τους φορείς εκμεταλλεύσεως από το να μειώσουν τον όγκο παραγωγής των εγκαταστάσεών τους και, συνεπώς, να καταστήσουν δυνατό τον εφοδιασμό της αγοράς εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι οι προσαρμογές αυτές αντιβαίνουν στον κύριο σκοπό της οδηγίας, δηλαδή τη μείωση του συνόλου των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

      Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του σκοπού της μειώσεως των εκπομπών και του σκοπού της διασφαλίσεως οικονομικά αποδοτικών και αποτελεσματικών συνθηκών, μια μείωση του όγκου παραγωγής που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και μείωση του συνολικού ποσοστού εκπομπών ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τον ανεπαρκή εφοδιασμό της αγοράς των επίμαχων αγαθών, καθόσον η παραγωγή δεν είναι πλέον επαρκής για να ικανοποιηθεί η ζήτηση στις αγορές αυτές, κατάσταση η οποία, μολονότι απορρέει από την οικονομική λογική της αγοράς εμπορίας, εντούτοις φαίνεται να συμβιβάζεται δυσχερώς με τον στόχο της διασφαλίσεως οικονομικά αποδοτικών και αποτελεσματικών συνθηκών προκειμένου περί των τομέων δραστηριοτήτων και αγορών αγαθών που αφορά το παράρτημα I της οδηγίας 2003/87. Τα κριτήρια, όμως, της οικονομικής αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας δεν ισχύουν μόνο για τη λειτουργία της αγοράς εμπορίας δικαιωμάτων αυτής καθαυτής, αλλά και για τους τομείς δραστηριοτήτων του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής, για τους οποίους ισχύει ο σκοπός της μειώσεως των εκπομπών, όπως τον τομέα της παραγωγής χάλυβα και τον τομέα της παραγωγής ενέργειας.

      Όσον αφορά τον σκοπό της μειώσεως των εκπομπών μέσω τεχνικών βελτιώσεων, αυτές οι εκ των υστέρων προσαρμογές, μολονότι μπορούν να αποτρέψουν τους φορείς εκμεταλλεύσεως από το να μειώσουν τον όγκο της παραγωγής τους, δεν θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου να ενθαρρυνθούν οι φορείς εκμεταλλεύσεως να επενδύσουν στην ανάπτυξη τεχνικών που είναι αποδοτικότερες από ενεργειακή άποψη ούτε και την ασφάλεια των επενδύσεων αυτών. Αντιθέτως, στο μέτρο που αποτρέπουν τους φορείς εκμεταλλεύσεως από το να μειώσουν την παραγωγή τους αντίθετα προς τις προβλέψεις τους, οι προσαρμογές αυτές ενδέχεται, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης ποσότητας των διαθέσιμων δικαιωμάτων εκπομπής, να ενισχύσουν το κίνητρο για μείωση των εκπομπών μέσω επενδύσεων που πραγματοποιούνται με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας από ενεργειακή άποψη της τεχνολογίας παραγωγής. Συγκεκριμένα, η χρήση νέων τεχνολογιών παραγωγής, οι οποίες είναι αποτελεσματικότερες από οικολογική άποψη καθότι μειώνουν τις εκπομπές ανά παραγόμενη μονάδα, μπορεί, αφενός, να συμβάλει ουσιωδώς στην επίτευξη του κύριου στόχου που συνίσταται στη μείωση των εκπομπών και, αφετέρου, να διασφαλίσει την ύπαρξη οικονομικά αποδοτικών και αποτελεσματικών συνθηκών, τόσο στην αγορά εμπορίας δικαιωμάτων όσο και στις οικείες αγορές αγαθών, δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται μείωση του όγκου παραγωγής η οποία θα έβλαπτε ενδεχομένως την εύρυθμη λειτουργία τους. Τούτο αποδεικνύει επίσης ότι η επένδυση σε τεχνολογίες οι οποίες είναι αποδοτικότερες από ενεργειακή άποψη αποτελεί μέσο, τουλάχιστον, ισοδύναμο, αν όχι και ανώτερο, απ’ ό,τι η μείωση του όγκου παραγωγής προκειμένου να επιτευχθεί ο συμβιβασμός του σκοπού της σημαντικής μειώσεως των εκπομπών με τον σκοπό της διασφαλίσεως οικονομικά αποδοτικών και αποτελεσματικών συνθηκών τόσο στην εμπορία δικαιωμάτων όσο και στις οικείες αγορές αγαθών.

      Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνον ότι οι εκ των υστέρων προσαρμογές ενδέχεται να αποτρέψουν τους φορείς εκμεταλλεύσεως από το να μειώσουν τον όγκο της παραγωγής τους και, συνεπώς, τα ποσοστά εκπομπών τους δεν αρκεί για να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των προσαρμογών ως προς το σύνολο των σκοπών της οδηγίας 2003/87.

      (βλ. σκέψεις 129-130, 134, 136-137, 139-140, 148)

    8.  Το υπ’ αριθ. 5 κριτήριο, το οποίο αναφέρεται ρητώς στην έννοια της διακρίσεως, αποτελεί ειδική εφαρμογή της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, και, ειδικότερα, στο πλαίσιο της κατανομής των δικαιωμάτων βάσει των εθνικών σχεδίων κατανομής δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να κριθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε μια περίπτωση που αφορά την εφαρμογή εκ των υστέρων προσαρμογών, πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί το ζήτημα αν έλεγξε δεόντως κατά πόσον η κατάσταση των νεοεισερχομένων είναι παρεμφερής αυτής άλλων φορέων εκμεταλλεύσεως εγκαταστάσεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιορισθεί στη διαπίστωση της υπάρξεως άνισης μεταχειρίσεως χωρίς να έχει προηγουμένως εξετάσει, με όλη τη δέουσα επιμέλεια, τα κρίσιμα προς τούτο στοιχεία —δηλαδή, ιδίως, την ανάγκη συγκρίσεως της καταστάσεως των ενδιαφερομένων και τη δυνατότητα αντικειμενικής δικαιολογήσεως μιας διακρίσεως— και χωρίς να τα λάβει δεόντως υπόψη για να δικαιολογήσει την κρίση της.

      (βλ. σκέψεις 153-154, 163)

    9.  Η τήρηση της κατ’ άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως επαναλαμβάνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2003/87, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61, όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής περί μερικής ή συνολικής απορρίψεως ενός εθνικού σχεδίου κατανομής, είναι κατά μείζονα λόγο κεφαλαιώδους σημασίας, δεδομένου ότι η εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση της εξουσίας ελέγχου βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και οικολογικού χαρακτήρα, ενώ ο έλεγχος από τον κοινοτικό δικαστή της νομιμότητας και της βασιμότητας των εκτιμήσεων αυτών είναι περιορισμένος.

      (βλ. σκέψη 168)

    Top