Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004TJ0271

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Διαδικασία — Υποβολή της διαφοράς στο Πρωτοδικείο βάσει ρήτρας διαιτησίας

    (Άρθρα 238 ΕΚ και 240 ΕΚ)

    2. Διαδικασία — Υποβολή της διαφοράς στο Πρωτοδικείο βάσει ρήτρας διαιτησίας — Εισαγωγικό δικόγραφο

    (Άρθρο 238 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 5 α)

    3. Διαδικασία — Υποβολή της διαφοράς στο Πρωτοδικείο βάσει ρήτρας διαιτησίας

    (Άρθρο 238 ΕΚ)

    4. Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

    (Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

    5. Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Παράβαση κανόνα δικαίου που παρέχει δικαιώματα σε ιδιώτες

    (Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

    6. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται επί των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων

    (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 101, εδ. 1)

    7. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    8. Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Διαδικασία με διαπραγμάτευση

    (Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

    9. Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

    10. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται επί των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων

    (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 101, εδ. 1)

    Περίληψη

    1. Μόνον τα μέρη της συμβάσεως στην οποία περιέχεται η ρήτρα διαιτησίας μπορούν να είναι διάδικοι στο πλαίσιο αγωγής που ασκείται βάσει του άρθρου 238 ΕΚ. Επομένως, σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει ρητώς ότι το Πρωτοδικείο θα είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί ενδεχόμενης διαφοράς εκ της συμβάσεως που συνήψαν, το Πρωτοδικείο δεν πρέπει να επιλαμβάνεται μιας τέτοιας διαφοράς, διότι διαφορετικά θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων την εκδίκαση του αναθέτει, περιοριστικώς, το άρθρο 240 ΕΚ, που απονέμει στα εθνικά δικαστήρια την κοινού δικαίου αρμοδιότητα να επιλαμβάνονται διαφορών στις οποίες διάδικος είναι η Κοινότητα. Η κοινοτική αυτή αρμοδιότητα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, δεδομένου ότι συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο.

    Στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας συναφθείσας δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ, το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο μπορεί μεν να κληθεί να επιλύσει τη διαφορά εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, πλην όμως η αρμοδιότητά του να επιληφθεί διαφοράς που αφορά τη σύμβαση αυτή εκτιμάται αποκλειστικώς και μόνο βάσει των διατάξεων του άρθρου 238 ΕΚ και των όρων της ρήτρας διαιτησίας, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν διατάξεις του εθνικού δικαίου που θα περιόριζαν, ενδεχομένως, την αρμοδιότητά του.

    (βλ. σκέψεις 53, 55)

    2. Το άρθρο 238 ΕΚ δεν προσδιορίζει μεν τον τύπο τον οποίο πρέπει να περιβάλλεται η ρήτρα διαιτησίας, πλην όμως από το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο ορίζει ότι το δικόγραφο προσφυγής [-αγωγής] που ασκείται βάσει των άρθρων 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 238 ΕΚ πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβάσεως που περιέχει τη ρήτρα περί απονομής αρμοδιότητας στα κοινοτικά δικαστήρια, προκύπτει ότι αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι γραπτή. Εντούτοις, το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας εξυπηρετεί, απλώς, τους σκοπούς της αποδείξεως και ο απαιτούμενος κατά τη διάταξη αυτή τύπος πρέπει να λογίζεται ότι πληρούται οσάκις τα έγγραφα που προσκομίζει η προσφεύγουσα [-ενάγουσα] παρέχουν στο κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η προσφυγή [-αγωγή], επαρκή γνώση της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για να κρίνει ότι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ τους εκ της συμβάσεως θα είναι τα κοινοτικά και όχι τα εθνικά δικαστήρια.

    (βλ. σκέψη 56)

    3. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η θεωρία της φαινομένης εντολής πρέπει να αναγνωρισθεί στο κοινοτικό δίκαιο, ιδίως στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων δι’ αντιπροσώπου, η εφαρμογή της στην πράξη προϋποθέτει, κατ’ ανάγκην, ότι ο τρίτος που την επικαλείται αποδεικνύει ότι από τις συγκεκριμένες περιστάσεις του δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση ότι τα φαινόμενα ταυτίζονταν με την πραγματικότητα. Επομένως, ο ενάγων που στηρίζει την αγωγή του σε ρήτρα διαιτησίας, η οποία «κατά τα φαινόμενα» συνήφθη μεταξύ αυτού και της Επιτροπής οφείλει, τουλάχιστον, να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, του δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση ότι ο υπάλληλος του συσταθέντος με την απόφαση 2003/523/ΕΚ της Επιτροπής Γραφείου «Υποδομές και διοικητική υποστήριξη — Βρυξέλλες» ήταν εξουσιοδοτημένος να δεσμεύσει συμβατικώς την Επιτροπή, ενεργούσα στο όνομα της Κοινότητας και για λογαριασμό της.

    (βλ. σκέψη 60)

    4. Στον τομέα της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, η προϋπόθεση που αφορά την παράνομη συμπεριφορά κοινοτικού οργάνου πληρούται μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι συντρέχει κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου παρέχοντος δικαιώματα σε ιδιώτες. Το αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου ως κατάφωρης είναι το αν συντρέχει πρόδηλη και βαρεία υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Όταν το κοινοτικό αυτό όργανο διαθέτει αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, μια απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως.

    (βλ. σκέψη 105)

    5. Η κοινοτική δημόσια αρχή οφείλει, τόσο στον διοικητικό τομέα όσο και στον τομέα των συμβάσεων, να τηρεί πάντοτε την αρχή της καλής πίστης. Ωστόσο και οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες κοινοτικού δικαίου καταχρηστικώς. Στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων με σκοπό τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ της κοινοτικής δημόσιας αρχής και ενός υποβαλόντος προσφορά στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, οι εν λόγω κανόνες δικαίου παρέχουν δικαιώματα στον ενδιαφερόμενο υποψήφιο καθόσον επιβάλλουν ορισμένα όρια στη διακριτική ευχέρεια της κοινοτικής αναθέτουσας αρχής να μην προχωρήσει στη σύναψη της συμβάσεως. Εξάλλου, η αρχή της προστασίας ή του σεβασμού της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου παρέχουσα δικαιώματα σε ιδιώτες. Στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, η αρχή αυτή παρέχει δικαιώματα σε κάθε υποψήφιο που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες.

    (βλ. σκέψεις 107-109)

    6. Από το άρθρο 101, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση κινηθείσας χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκηρύξεως αλλά κατόπιν διερευνήσεως της τοπικής αγοράς, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει ευρύτατη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη ματαίωση της συνάψεως της συμβάσεως και, επομένως, τη διακοπή των διαπραγματεύσεων.

    (βλ. σκέψη 111)

    7. Κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές. Καίτοι είναι αληθές ότι οι επιχειρήσεις φέρουν, κατ’ αρχήν, τους οικονομικούς κινδύνους που είναι εγγενείς στις δραστηριότητες τις οποίες ασκούν και ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, οι εν λόγω οικονομικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν, ιδίως, το κόστος που συνδέεται με την υποβολή της προσφοράς, εντούτοις είναι δυνατό να συντρέχει παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δυνάμενη να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας αν πριν από τη σύναψη της οικείας συμβάσεως με τον μειοδότη κάποιος από τους υποβαλόντες προσφορά παρακινηθεί από το ενεργούν ως αναθέτουσα αρχή κοινοτικό όργανο να προβεί εκ των προτέρων σε αμετάκλητες δαπάνες και, επομένως, να αναλάβει κινδύνους που βαίνουν πέραν εκείνων οι οποίοι είναι εγγενείς στις σχετικές δραστηριότητες και συνδέονται με την υποβολή της προσφοράς.

    (βλ. σκέψεις 138-139)

    8. Στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση με μία και μοναδική επιχείρηση για τη σύναψη συμβάσεως, η οποία αφορούσε ακίνητο που δεσμεύθηκε λόγω των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή παραβίασε κατάφωρα την αρχή της καλής πίστης και καταχράστηκε το δικαίωμά της να μη συνάψει τη σύμβαση, καθόσον γνωστοποίησε στην εν λόγω επιχείρηση την απόφασή της να μην προχωρήσει στη σύναψη της συμβάσεως και, επομένως, να διακόψει τις διαπραγματεύσεις με καθυστέρηση δύο μηνών, συνεχίζοντας τις προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, ενώ γνώριζε ότι αυτές δεν θα τελεσφορούσαν, και στερώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο από την επιχείρηση αυτή τη δυνατότητα να αναζητήσει άλλον μισθωτή για το οικείο ακίνητο από τη στιγμή που η Επιτροπή έλαβε τη σχετική απόφαση.

    Επιπλέον, η Επιτροπή παραβίασε κατάφωρα την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον διέκοψε τις προσυμβατικές διαπραγματεύσεις αφού είχε προηγουμένως παρακινήσει την επιχείρηση με την οποία διαπραγματευόταν να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες εργασίες διευθετήσεως για να είναι εκείνη σε θέση να μισθώσει το οικείο ακίνητο από την προβλεφθείσα ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της σχετικής συμβάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αναθέτουσα αρχή, παρακίνησε την επιχείρηση αυτή να πραγματοποιήσει εκ των προτέρων αμετάκλητες δαπάνες και, κατά συνέπεια, να υπερβεί τα όρια των κινδύνων που είναι εγγενείς στις επίμαχες δραστηριότητες, οι οποίες συνδέονται με την υποβολή προσφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως. Επιπλέον, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιχείρηση ενήργησε κατά τρόπο εύλογο και ρεαλιστικό καθόσον αποδέχθηκε να πραγματοποιήσει εκ των προτέρων τις αναγκαίες δαπάνες για να είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση μισθώσεως σύμφωνα προς τις απαιτήσεις της Επιτροπής, η οποία της είχε παράσχει ακριβείς διαβεβαιώσεις ότι επρόκειτο να της επιστρέψει τις δαπάνες για τις εργασίες διευθετήσεως που θα αναγκαζόταν να πραγματοποιήσει πέραν των όσων θα προέβλεπε η σύμβαση.

    Επομένως, στο πλαίσιο των προσυμβατικών διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή επέδειξε παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καθόσον συνέχισε τις διαπραγματεύσεις αυτές ενώ γνώριζε ότι δεν θα τελεσφορούσαν και, ακολούθως, τις διέκοψε, αφού όμως προηγουμένως παρακίνησε την επιχείρηση με την οποία διαπραγματευόταν να πραγματοποιήσει τις εργασίες διευθετήσεως που ήταν αναγκαίες για να μπορέσει να μισθώσει το οικείο ακίνητο από την προβλεφθείσα ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της σχετικής συμβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 131-132, 137, 153, 155-156)

    9. Στο πλαίσιο διαδικασίας με διαπραγμάτευση για τη σύναψη κοινοτικής δημόσιας συμβάσεως, η μονόπλευρη διακοπή των διαπραγματεύσεων εμπίπτει στην ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να μη συνάψει τη σχεδιαζόμενη σύμβαση μισθώσεως, δυν άμει των διατάξεων του άρθρου 101, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συνεπώς, η επιχείρηση με την οποία διαπραγματεύεται το κοινοτικό όργανο δεν αποκτά αξίωση για τη σύναψη της συμβάσεως αυτής. Εξάλλου, ελλείψει οριστικής συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οικεία επιχείρηση δεν είναι δυνατό να αντλήσει οποιοδήποτε δικαίωμα από τη σύμβαση ούτε, κατά συνέπεια, να αποκτήσει αξίωση αποδόσεως του διαφυγόντος κέρδους. Επομένως, η παράνομη συμπεριφορά του κοινοτικού οργάνου, καθόσον αφορά απλώς και μόνον τις περιστάσεις υπό τις οποίες άσκησε το δικαίωμά του να ματαιώσει την ανάθεση και να διακόψει τις προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η αιτία της ζημίας που συνίσταται στην απώλεια εκ μέρους της επιχειρήσεως της δυνατότητας να συνάψει την οικεία σύμβαση και να αποκομίσει τα οφέλη που βασίμως προσδοκούσε από αυτήν.

    (βλ. σκέψεις 161-162)

    10. Από το άρθρο 101, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, τα έξοδα που πραγματοποίησε ο υποβαλών προσφορά, η οποία τελικώς δεν ευδοκίμησε, για τη συμμετοχή του σε διαδικασία αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως δεν συνιστούν ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί με επιδίκαση αποζημιώσεως. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου κατά τη διεξαγωγή διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως περιόρισε τις πιθανότητες του υποβαλόντος προσφορά να του ανατεθεί η σύμβαση ή είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να υποβληθεί αυτός αδικαιολογήτως σε έξοδα, διότι ειδάλλως θα υπήρχε κίνδυνος προσβολής των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    (βλ. σκέψη 165)

    Top