Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0167

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    2. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Κοινοποίηση

    3. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Τεκμήριο αθωότητας

    4. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται εκτός από την περίπτωση της παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών

    (Άρθρο 225 § 1 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    5. Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος προβληθείς για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αναιρέσεως — Απαράδεκτο

    6. Αναίρεση — Λόγοι — Σκεπτικό μιας αποφάσεως που ενέχει παραβίαση του κοινοτικού δικαίου — Διατακτικό στηριζόμενο σε άλλους νομικούς λόγους — Απόρριψη

    7. Πράξεις των οργάνων — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

    Περίληψη

    1. Η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας για την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού δεν καθιστά παράνομη την απόφαση αυτή παρά μόνον εφόσον συνεπάγεται, επίσης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως.

    (βλ. σκέψεις 64, 72)

    2. Η χρήση του εντύπου A/B είναι υποχρεωτική για την κοινοποίηση συμφωνιών στον τομέα του ανταγωνισμού και συνιστά προϋπόθεση απαραίτητη για την έγκυρη κοινοποίηση.

    (βλ. σκέψεις 86, 135)

    3. Η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας αποτελεί μέρος της κοινοτικής έννομης τάξεως και έχει εφαρμογή επί των διαδικασιών των σχετικών με τις παραβάσεις των αφορώντων τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών. Συναφώς, η έκδοση ανακοινώσεως αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως αποδεικνύουσα την ύπαρξη τεκμηρίου ενοχής εις βάρος της οικείας επιχειρήσεως. Άλλως, η κίνηση οποιασδήποτε σχετικής διαδικασίας θα μπορούσε, δυνητικώς, να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

    (βλ. σκέψεις 90, 99)

    4. Από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Πρωτοδικείο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Πρωτοδικείο.

    Το Δικαστήριο, εξάλλου, δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τις αποδείξεις που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προς στήριξη των περιστατικών αυτών. Πράγματι, αφ’ ής στιγμής οι αποδείξεις αυτές προέκυψαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου, καθώς και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες περί της διεξαγωγής των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του προσκομίστηκαν. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

    (βλ. σκέψεις 106-108)

    5. Αν επιτρεπόταν σε έναν από τους διαδίκους να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, συνεπώς, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε ενόψει των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    (βλ. σκέψη 114)

    6. Αν το σκεπτικό μιας απόφασης του Πρωτοδικείου ενέχει παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται.

    (βλ. σκέψη 186)

    7. Μολονότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κανόνας δικαίου τον οποίο οφείλει να τηρεί σε κάθε περίπτωση η διοίκηση, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    Θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει στο εξής στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως οι αποφάσεις της ενδέχεται να ακυρωθούν, λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    Εξάλλου, οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, τη μέθοδο που ακολουθεί η Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 του κανονισμού 17. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές, για τη σύνταξη των οποίων η Επιτροπή έλαβε, ιδίως, υπόψη της κριτήρια προκύπτοντα από τη νομολογία του Δικαστηρίου, παρέχουν ασφάλεια δικαίου στις επιχειρήσεις.

    (βλ. σκέψεις 207-209)

    Top