EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0105

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Υποχρεώσεις της Επιτροπής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

2. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται εκτός από την περίπτωση της παραμορφώσεως των στοιχείων αυτών

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

3. Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία

4. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Παραβάσεις — Απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απαγόρευση — Παραβάσεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που μπορούν να εξεταστούν ως συστατικά μέρη ενιαίας παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6. Αναίρεση — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

Περίληψη

1. Η τήρηση μιας εύλογης προθεσμίας στις διοικητικές διαδικασίες σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας τον σεβασμό εξασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής.

Ωστόσο, η διαπίστωση της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, χωρίς η ευθύνη γι’ αυτό να μπορεί να καταλογιστεί στις σχετικές επιχειρήσεις, δύναται να οδηγήσει στην ακύρωση, λόγω παραβιάσεως της αρχής αυτής, μιας αποφάσεως για τη διαπίστωση παραβάσεως μόνον αν η διάρκεια αυτή μπόρεσε, θίγοντας τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων, να έχει συνέπειες για την έκβαση της διαδικασίας.

Στην ανάλυσή του, ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο της διαδικασίας, από την έναρξη των ερευνών της Επιτροπής μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως.

Συγκεκριμένα, πρέπει να αποφευχθεί τόσο το ενδεχόμενο τα δικαιώματα άμυνας να θιγούν ανεπανόρθωτα λόγω της υπερβολικής διάρκειας του ερευνητικού σταδίου πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων όσο και το ενδεχόμενο η υπερβολική αυτή διάρκεια να εμποδίσει τη συγκέντρωση αποδείξεων για να αναιρεθεί η ύπαρξη μορφών συμπεριφοράς ικανών να στοιχειοθετήσουν ευθύνη των σχετικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η εξέταση του ενδεχομένου εμποδίου για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορεί να περιοριστεί στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας αυτής, αλλά πρέπει να αφορά και το στάδιο πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων και, ειδικά, να καθορίσει αν η υπερβολική διάρκειά της μπόρεσε να θίξει τις μελλοντικές δυνατότητες άμυνας των σχετικών επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 35, 42-43, 49-51)

2. Από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μόνον το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο, αφενός, να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεών του απορρέει από έγγραφα του φακέλου που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, να εκτιμήσει τα περιστατικά αυτά. Όταν το Πρωτοδικείο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει βάσει του άρθρου 225 ΕΚ έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών αυτών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε εντεύθεν το Πρωτοδικείο.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάσει τις αποδείξεις που το Πρωτοδικείο δέχθηκε σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, όταν οι αποδείξεις αυτές ελήφθησαν νομότυπα και όταν τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες περί βάρους αποδείξεως και περί διεξαγωγής των αποδείξεων, μόνο στο Πρωτοδικείο απόκειται να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να δοθεί στα στοιχεία που του υποβλήθηκαν. Επομένως, η εκτίμηση αυτή, εκτός αν παραμορφώθηκε το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο, ως τέτοιο, υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 69-70)

3. Το ζήτημα αν είναι αντιφατική ή ανεπαρκής η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου είναι νομικό ζήτημα το οποίο, ως τέτοιο, μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

Εν προκειμένω, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι δίνει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η σχετική απόφαση, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψεις 71-72)

4. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένες συμπτώσεις και ορισμένα στοιχεία που, λαμβανόμενα μαζί υπόψη, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης συνεπούς εξηγήσεως, την απόδειξη μιας παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, τέτοια στοιχεία και τέτοιες συμπτώσεις καθιστούν δυνατό να αποκαλυφθούν όχι μόνον η ύπαρξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και η διάρκεια μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συνεχούς συμπεριφοράς και η περίοδος εφαρμογής μιας συμφωνίας που συνήφθη κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Επομένως, το Πρωτοδικείο δύναται, χωρίς να υποπέσει σε νομική πλάνη, να στηρίξει την εκτίμησή του σχετικά με την ύπαρξη και τη διάρκεια μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας σε σφαιρική αξιολόγηση του συνόλου των κρίσιμων αποδείξεων και στοιχείων. Ωστόσο, το ζήτημα ποια αποδεικτική ισχύς δόθηκε από το Πρωτοδικείο σε κάθε συστατικό των αποδείξεων και στοιχείων αυτών που προσκομίστηκαν από την Επιτροπή αποτελεί ζήτημα πραγματικής εκτιμήσεως το οποίο, ως τέτοιο, διαφεύγει τον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

Το γεγονός ότι η απόδειξη της υπάρξεως διαρκούς παραβάσεως δεν προσκομίστηκε για ορισμένες περιόδους δεν εμποδίζει να θεωρηθεί ότι η παράβαση διαπράχθηκε σε μια συνολική περίοδο μεγαλύτερη από εκείνες, όταν η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως η οποία εκτείνεται σε πλείστα όσα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικές περιόδους, που μπορεί να χωρίζονται μεταξύ τους με κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν έχει σημασία για την ύπαρξη της συμπράξεως αυτής, αρκεί οι διάφορες πράξεις που αποτελούν μέρος της παραβάσεως να έχουν μόνον ένα σκοπό και να εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 94-96, 98, 135)

5. Παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να απορρεύσει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με το επιχείρημα ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή αυτής της διαρκούς συμπεριφοράς μπορούν να στοιχειοθετήσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» λόγω του πανομοιότυπου αντικειμένου τους που συνίσταται στη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της.

Εν προκειμένω, ο συνυπολογισμός των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων τέτοιων πράξεων είναι περιττός όταν προκύπτει ότι οι πράξεις αυτές έχουν ως αντικείμενο να εμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Συγκεκριμένα, από το ίδιο το κείμενο του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ προκύπτει ότι, όπως στην περίπτωση συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων και αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, οι εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αποτελέσματος, όταν έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό. Άλλωστε, ναι μεν αυτή αύτη η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει την ύπαρξη συμπεριφοράς των σχετικών επιχειρήσεων στην αγορά, πλην όμως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι η συμπεριφορά αυτή έχει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα να περιορίσει, να εμποδίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 110, 125, 136-139, 160-161, 179)

6. Το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να ελέγξει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αξιολόγησε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τη σοβαρότητα των παράνομων μορφών συμπεριφοράς με γνώμονα τους περιεχόμενους στη Συνθήκη κανόνες ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, αφενός, να εξεταστεί σε ποιο μέτρο το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, με σωστό από νομικής απόψεως τρόπο, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως των άρθρων 81 ΕΚ και 15 του κανονισμού 17 και, αφετέρου, να εξακριβωθεί αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμον στο σύνολο των επιχειρημάτων που είχαν προβληθεί προς στήριξη του αιτήματος για κατάργηση ή μείωση του προστίμου.

(βλ. σκέψη 217)

Top