EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TJ0053

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T-53/03

BPB plc

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά γυψοσανίδων — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Υποτροπή — Πρόστιμο — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Ανακοίνωση περί της συνεργασίας»

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2008   II ‐ 1353

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Υποχρέωση παροχής προσβάσεως στο σύνολο του φακέλου – Όρια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  2. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Έκταση – Άρνηση κοινοποιήσεως επιβαρυντικού εγγράφου – Συνέπειες στο επίπεδο του βάρους αποδείξεως το οποίο φέρει η οικεία επιχείρηση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  3. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόδειξη – Απόδειξη που προκύπτει από ορισμένο αριθμό ενδείξεων και συμπτώσεων

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  4. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως – Αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός – Επαρκής διαπίστωση

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  5. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Συμφωνία περί δημιουργίας συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών – Δεν επιτρέπεται σε ολιγοπωλιακή αγορά – Μαχητό τεκμήριο

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  6. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Παράλληλη συμπεριφορά – Τεκμήριο υπάρξεως συνεννοήσεως – Όρια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  7. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά – Λήψη από επιχειρηματία πληροφοριών που προέρχονται από ανταγωνιστή σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά του στην αγορά

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  8. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να προσαφθεί παράβαση συνιστάμενη στη συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη – Κριτήρια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  9. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Απόδειξη – Απόδειξη που προκύπτει από ορισμένο αριθμό διαφορετικών εκδηλώσεων της παραβάσεως – Επιτρέπεται

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Οριζόντια σύμπραξη αφορώσα τις τιμές – Πολύ σοβαρή παράβαση

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

  11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Πραγματικός αντίκτυπος επί της αγοράς

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A, εδ. 1)

  12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως βάσει των οποίων η Επιτροπή έκρινε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Αρκεί

    (Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

  13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση ή σε προηγούμενες παρόμοιες παραβάσεις και να εξασφαλίζεται η αναλογικότητα των προστίμων προς αυτόν τον κύκλο εργασιών – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

  14. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Νομικό πρόσωπο υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως

    (Άρθρο 81 ΕΚ)

  15. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Συνυπολογισμός τμημάτων ετών – Επιτρέπεται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B)

  16. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Παραβάσεις μεγάλης διάρκειας – Αυτόματη προσαύξηση κατά 10 % του αρχικού ποσού για κάθε έτος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B, εδ. 1)

  17. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως – Προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου – Συνεκτίμηση των διακυμάνσεων της εντάσεως της παραβάσεως – Αποκλείεται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B)

  18. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  19. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Ποσοστό προσαυξήσεως του βασικού ποσού του προστίμου

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  20. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Εφαρμογή προγράμματος ευθυγραμμίσεως για τη συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού – Δεν επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

  21. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνεκτίμηση της συνεργασίας της εμπλεκομένης επιχειρήσεως με την Επιτροπή εκτός του πλαισίου που καθορίζει η ανακοίνωση περί της συνεργασίας – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 98/C 9/03, σημείο 3)

  22. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παύση της παραβάσεως κατόπιν επεμβάσεως της Επιτροπής – Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 3)

  23. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Επιβολή – Προϋπόθεση να αντλεί η επιχείρηση κέρδος από την παράβαση – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

  24. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου σε αντιστάθμισμα της συνεργασίας της εμπλεκομένης επιχειρήσεως – Απαιτείται συμπεριφορά που να διευκόλυνε τη διαπίστωση της παραβάσεως από την Επιτροπή – Απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών – Δεν εμπίπτει

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 11 §§ 1, 2, 4 και 5, και 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

  25. Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως εκτελεστικών μέτρων

    (Άρθρο 233 ΕΚ)

  1.  Έστω και αν η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να παράσχει στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των επιβαρυντικών ή απαλλακτικών εγγράφων που συνέλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας, η υποχρέωση αυτή δεν αφορά τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες. Έτσι, στην περίπτωση των πληροφοριών που παρέχονται εντελώς οικειοθελώς, με αίτηση όμως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως προκειμένου να προστατευθεί η ανωνυμία του πληροφοριοδότη, το κοινοτικό όργανο που δέχεται να λάβει τις πληροφορίες αυτές υποχρεούται να τηρήσει τον εν λόγω όρο. Ειδικότερα, η δυνατότητα της Επιτροπής να διασφαλίζει την ανωνυμία ορισμένων πηγών πληροφορήσεώς της έχει κεφαλαιώδη σημασία από την άποψη της αποτελεσματικής προλήψεως και εξαλείψεως απαγορευομένων πρακτικών αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό. Μια διαδικασία που έχει κινηθεί βάσει πληροφοριών των οποίων η πηγή δεν αποκαλύπτεται είναι κανονική, εφόσον η οικεία επιχείρηση δεν εμποδίζεται να γνωστοποιήσει την άποψή της για το υποστατό ή τη σημασία των πραγματικών περιστατικών, για τα κοινοποιηθέντα έγγραφα ή ακόμη και για τα συμπεράσματα που η Επιτροπή συνάγει από αυτά.

    (βλ. σκέψεις 36-37)

  2.  Αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση των αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε μια τέτοια απάντηση για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκομένες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω χωρίο μιας απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ή το συνημμένο στην απάντηση αυτή έγγραφο αποτελεί πράγματι επιβαρυντικό στοιχείο κατά των διαφόρων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση.

    Δεδομένου ότι έγγραφα τα οποία δεν γνωστοποιήθηκαν στις οικείες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αποτελούν αντιτάξιμα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει, αν αποδειχθεί ότι στην απόφαση η Επιτροπή στηρίχθηκε σε έγγραφα τα οποία δεν υπήρχαν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και δεν γνωστοποιήθηκαν στις οικείες επιχειρήσεις, τα εν λόγω έγγραφα να μη γίνουν δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία.

    Αν υπάρχουν άλλες έγγραφες αποδείξεις των οποίων οι οικείες επιχειρήσεις έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων μπορούν να στηριχθούν ειδικά τα συμπεράσματα της Επιτροπής, η απάλειψη, ως αποδεικτικού στοιχείου, του μη γνωστοποιηθέντος ενοχοποιητικού εγγράφου δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την αμφισβητούμενη απόφαση.

    Συνεπώς, στην οικεία επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη γνωστοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.

    (βλ. σκέψεις 41, 43-45)

  3.  Σε περίπτωση που ερίζεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, στην Επιτροπή εναπόκειται να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν επαρκώς κατά νόμο τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Εναπόκειται σε αυτήν ιδίως να αποδεικνύει όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν να συναχθεί συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε τέτοια παράβαση και ευθύνη της για τα επιμέρους στοιχεία της.

    Όταν πρόκειται περί συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών που έχουν σκοπό αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει ιδίως να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες είχαν κατά νουν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Πάντως, στο πλαίσιο πρακτικών και συμφωνιών οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό, είναι σύνηθες οι δραστηριότητες να αναπτύσσονται λαθραίως, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα σχετικά έγγραφα. Συνεπώς, ακόμα και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία αποτελούν ρητές μαρτυρίες για παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρηματιών, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά αναγκαία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας, αλλά και, ενδεχομένως, ο ενιαίος και διαρκής χαρακτήρας της παραβάσεως πρέπει να συναχθούν από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Περαιτέρω, έστω και αν το περιεχόμενο ενός μεμονωμένου εγγράφου που ανηύρε η Επιτροπή ενδέχεται να μην αποκαλύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, έτσι ώστε το εν λόγω περιεχόμενο να μπορεί να έχει ενδεχομένως άλλη εξήγηση πέρα από τη βούληση περιορισμού του ανταγωνισμού, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει πάντως τη δυνατότητα ερμηνείας του εγγράφου αυτού υπό την έννοια ότι επιβεβαιώνει την ύπαρξη τέτοιας βούλησης όταν εντάσσεται σε ένα σύνολο άλλων εγγράφων που παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη ταυτόχρονων και παρόμοιων συμπεριφορών που θίγουν τον ανταγωνισμό.

    Η Επιτροπή δεν μπορεί επομένως να υποχρεωθεί να προσκομίσει απόδειξη σχετικά με την ύπαρξη της παραβάσεως «πέραν οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας» («beyond reasonable doubt»).

    (βλ. σκέψεις 61-64, 210, 227, 249)

  4.  Για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί μια συμφωνία να έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα αποτελέσματά της. Συνεπώς, στην περίπτωση συμφωνιών που εκδηλώνονται σε συσκέψεις ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση της διατάξεως αυτής όταν οι συσκέψεις αυτές έχουν τέτοιο αντικείμενο και αποβλέπουν, ως εκ τούτου, στην τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Αυτό συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, όταν δύο επιχειρήσεις εκφράζουν την κοινή τους βούληση να θέσουν τέλος σε έναν πόλεμο τιμών και να σταθεροποιήσουν τις σχετικές αγορές.

    Σε μια τέτοια περίπτωση, εγκύρως καταλογίζεται ευθύνη σε ορισμένη επιχείρηση όταν αυτή μετέσχε στις συσκέψεις αυτές γνωρίζοντας το αντικείμενό τους, έστω και αν εν συνεχεία δεν εφάρμοσε το ένα ή το άλλο από τα συμφωνηθέντα κατά τις συσκέψεις αυτές μέτρα. Η περισσότερο ή λιγότερο τακτική συμμετοχή της επιχειρήσεως στις συσκέψεις και η περισσότερο ή λιγότερο πλήρης εφαρμογή των συμφωνηθέντων μέτρων έχουν συνέπειες όχι ως προς την ύπαρξη της ευθύνης της, αλλά ως προς την έκτασή της και, συνεπώς, ως προς το επίπεδο της κυρώσεως. Επιχειρήσεις οι οποίες συνάπτουν συμφωνία αποβλέπουσα στον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν μπορούν, καταρχήν, να αποφύγουν την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ισχυριζόμενες ότι η συμφωνία τους δεν επρόκειτο να έχει σημαντική επίπτωση στον ανταγωνισμό.

    (βλ. σκέψεις 83-84, 87, 90)

  5.  Οι συμφωνίες για τις ανταλλαγές πληροφοριών είναι αντίθετες στους κανόνες του ανταγωνισμού εφόσον μετριάζουν ή εξαλείφουν τον βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη λειτουργία της σχετικής αγοράς, με συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων.

    Ειδικότερα, στο πλαίσιο των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν τον ανταγωνισμό θεωρείται δεδομένο ότι κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Έτσι, η απαιτούμενη αυτοτέλεια απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που μπορεί, είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται ν’ ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν συμβαδίζουν με τις κανονικές συνθήκες της σχετικής αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της αγοράς αυτής.

    Σε μια αγορά όπου επικρατεί πραγματικός ανταγωνισμός, το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες για τη λειτουργία της αγοράς τις οποίες έχει στη διάθεσή του χάρη σε ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στην αγορά δεν είναι ικανό, λόγω του ατομικού χαρακτήρα της προσφοράς, να μετριάσει ή να εξαλείψει, όσον αφορά τους άλλους επιχειρηματίες, κάθε αβεβαιότητα ως προς το προβλέψιμο της συμπεριφοράς των ανταγωνιστών του. Πάντως, σε μια ολιγοπωλιακή αγορά υψηλής συγκεντρώσεως, η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την αγορά είναι ικανή να παράσχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη θέση στην αγορά και την εμπορική στρατηγική των ανταγωνιστών τους και να νοθεύσει κατά τούτο αισθητά τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρηματιών.

    Πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντήλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση λαμβάνει χώρα σε τακτά διαστήματα επί μακρό χρονικό διάστημα.

    (βλ. σκέψεις 106-109, 180-184, 313)

  6.  Η ύπαρξη παράλληλης συμπεριφοράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη συνεννοήσεως, παρά μόνον αν η ύπαρξη συνεννοήσεως αποτελεί τη μόνη εύλογη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτή. Ειδικότερα, το άρθρο 81 ΕΚ απαγορεύει μεν κάθε μορφή συμπαιγνίας που θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, αλλά δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους.

    Σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν συμφωνήσει να θέσουν τέρμα σε έναν πόλεμο τιμών σε διάφορες ευρωπαϊκές αγορές, οι σχεδόν ταυτόχρονες αναγγελίες αυξήσεων των τιμών και ο παραλληλισμός των αναγγελλόμενων τιμών συνιστούν ισχυρές ενδείξεις υπέρ μιας προηγούμενης συνεννοήσεως αποβλέπουσας στην ενημέρωση των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων για τις αυξήσεις τιμών, έστω και αν κάποια διαστήματα που παρεμβλήθηκαν μεταξύ των διαφόρων αναγγελιών αυξήσεων των τιμών ενδέχεται να έδωσαν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λάβουν γνώση αυτών μέσω πληροφοριών προερχόμενων από την αγορά και έστω και αν οι αυξήσεις αυτές δεν ανέρχονταν πάντοτε ακριβώς στο ίδιο επίπεδο.

    (βλ. σκέψεις 143-144)

  7.  Η λήψη από μια επιχείρηση πληροφοριών που προέρχονται από ανταγωνιστή σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά του στην αγορά συνιστά εναρμονισμένη πρακτική την οποία απαγορεύει το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, έστω και αν πρόκειται για αμιγώς μονομερή συμπεριφορά. Ειδικότερα, ναι μεν η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει πράγματι την ύπαρξη επαφών μεταξύ ανταγωνιστών χαρακτηριζόμενων από αμοιβαιότητα, εντούτοις η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν η εκ μέρους ενός ανταγωνιστή αποκάλυψη σε άλλον ανταγωνιστή των προθέσεών του ή της μελλοντικής του συμπεριφοράς στην αγορά ζητήθηκε ή, τουλάχιστον, έγινε δεκτή από τον δεύτερο. Αυτός, χάρη στη λήψη αυτού του πληροφοριακού στοιχείου, το οποίο αναπόφευκτα λαμβάνει υπόψη, άμεσα ή έμμεσα, αίρει εκ των προτέρων την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά του πρώτου, ενώ κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην αγορά.

    Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμη και στην περίπτωση που οι επίμαχες πληροφορίες είναι γνωστές στους πελάτες πριν από την ανακοίνωσή τους στον ανταγωνιστή και μπορούν έτσι να συγκεντρωθούν στην αγορά. Ειδικότερα, η άμεση αποστολή παρέχει στον ανταγωνιστή τη δυνατότητα να λάβει γνώση των πληροφοριών αυτών πιο εύκολα, γρήγορα και άμεσα απ’ ό,τι μέσω της αγοράς και επιτρέπει να δημιουργηθεί κλίμα αμοιβαίας βεβαιότητας ως προς τη μελλοντική του συμπεριφορά.

    (βλ. σκέψεις 153-154, 231-236)

  8.  Η παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ μπορεί να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμη και από διαρκή συμπεριφορά. Με την έννοια της ενιαίας παραβάσεως νοείται ακριβώς μια κατάσταση στην οποία πολλές επιχειρήσεις συμμετείχαν σε παράβαση που συνίστατο σε διαρκή συμπεριφορά με έναν και μόνον οικονομικό σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, αλλά και μεμονωμένες παραβάσεις που συνδέονται λόγω ταυτότητας αντικειμένου (ίδιος σκοπός του συνόλου των στοιχείων) και υποκειμένων (ταυτότητα των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνείδηση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό). Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και μεμονωμένως εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως. Όταν οι διάφορες πράξεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δικαιούται να καταλογίσει την ευθύνη για τις πράξεις αυτές αναλόγως της συμμετοχής στην παράβαση, η οποία λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό της. Θα ήταν συνεπώς τεχνητό να υποδιαιρεθεί αυτή η συνεχής συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από ένα και τον αυτό σκοπό, με το να διακριθούν στο πλαίσιό της περισσότερες χωριστές παραβάσεις. Το γεγονός ότι η παράβαση είναι ενιαία απορρέει, ειδικότερα, από την ενότητα του σκοπού που επιδίωκε κάθε μετέχων στη σύμπραξη και όχι από τις λεπτομέρειες εφαρμογής της συμπράξεως αυτής.

    Έτσι, το γεγονός και μόνο ότι κάθε επιχείρηση συμμετέχει στην παράβαση με τον δικό της τρόπο δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς. Ειδικότερα, έστω και αν οι κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές προκύπτουν κατ’ ανάγκην από τη συντρέχουσα δράση πλειόνων επιχειρήσεων, που είναι όλες συναυτουργοί της παραβάσεως, εντούτοις η συμμετοχή τους μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές, αναλόγως ιδίως των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς και της θέσεως κάθε επιχειρήσεως στην αγορά αυτή, των σκοπών που επιδιώκει και των τρόπων εκτελέσεως τους οποίους έχει επιλέξει ή έχει κατά νου.

    Ομοίως, στο πλαίσιο μιας σφαιρικής συμφωνίας εφαρμοζομένης επί σειρά ετών, η απόσταση κάποιων μηνών μεταξύ των εκδηλώσεων της συμπράξεως είναι αμελητέα, ενώ αντιθέτως καθοριστικής σημασίας είναι το ότι οι διάφορες δράσεις εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό.

    Τέλος, το γεγονός ότι ο αριθμός και η ένταση των πρακτικών συμπαιγνίας διαφέρουν ανάλογα με την οικεία αγορά δεν σημαίνει ότι η παράβαση δεν αφορά τις αγορές στις οποίες οι πρακτικές έχουν μικρότερη ένταση και είναι αριθμητικά λιγότερες.

    Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

    (βλ. σκέψεις 240, 252, 255-260)

  9.  Ακριβώς όπως η η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, σε περίπτωση πολυσχιδούς, ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως των κανόνων αυτών, καθεμία από τις διάφορες εκδηλώσεις της παραβάσεως επιβεβαιώνει ότι η παράβαση αυτή έλαβε πράγματι χώρα. Έτσι, οι διάφορες εκδηλώσεις της παραβάσεως πρέπει να γίνονται αντιληπτές σε ένα συνολικό πλαίσιο που εξηγεί τον λόγο ύπαρξής τους. Δεν πρόκειται επομένως για διάλληλο συλλογισμό, αλλά για εκτίμηση των αποδείξεων στο πλαίσιο της οποίας η αποδεικτική αξία των διαφόρων πραγματικών στοιχείων ενισχύεται ή αποδυναμώνεται από άλλα υφιστάμενα πραγματικά στοιχεία τα οποία, από κοινού, δύνανται να αποδείξουν την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 249-250)

  10.  Στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους των προστίμων για παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως πρέπει να γίνει λαμβανομένης υπόψη ιδίως της φύσεως των περιορισμών που η παράβαση αυτή επέφερε στον ανταγωνισμό, η οποία αποτελεί το κύριο σχετικό κριτήριο, έστω και αν πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη η έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς και ο αντίκτυπος στην αγορά, όταν μπορεί να προσδιοριστεί. Μια οριζόντια σύμπραξη με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών μπορεί ορθώς να χαρακτηρισθεί από την Επιτροπή ως πολύ σοβαρή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της.

    Ο ως άνω χαρακτηρισμός δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ούτε από το γεγονός ότι ο αντίκτυπος της συμπράξεως στην αγορά ήταν περιορισμένος, ούτε από το γεγονός, ακόμη και αν θεωρηθεί ορθό, ότι η Επιτροπή μετρίασε γι’ αυτόν τον λόγο το ύψος του προστίμου σε άλλες αποφάσεις, διότι, αφενός, τα στοιχεία που αφορούν το αντικείμενο μιας θίγουσας τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς μπορούν να έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου από εκείνα που αφορούν τα αποτελέσματά της, και, αφετέρου, η προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει η ίδια ως νομικό πλαίσιο των προστίμων που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού.

    (βλ. σκέψεις 268, 271-275, 278)

  11.  Για να μπορεί η Επιτροπή να στηριχθεί στον πραγματικό αντίκτυπο μιας συμπράξεως στην αγορά για τον υπολογισμό του προστίμου σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, όπως προβλέπεται στο σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, αρκεί η Επιτροπή να είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και αξιόπιστες ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει, με εύλογη πιθανότητα, ότι η σύμπραξη είχε τέτοιον αντίκτυπο, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκφράσει ποσοτικά τον αντίκτυπο αυτόν ούτε να παράσχει τα αριθμητικά στοιχεία της σχετικής εκτιμήσεως.

    Ειδικότερα, η εξέταση του αντικτύπου μιας συμπράξεως στην αγορά συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη χρησιμοποίηση υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή πρέπει κυρίως να εξετάσει ποια θα ήταν η τιμή του επίμαχου προϊόντος χωρίς τη σύμπραξη. Κατά την εξέταση όμως των αιτιών της πραγματικής εξελίξεως των τιμών, είναι παρακινδυνευμένο να γίνονται υποθέσεις σχετικά με την αντίστοιχη επίδραση καθεμιάς από τις αιτίες αυτές. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικειμενικό γεγονός ότι, λόγω της συμπράξεως ως προς τις τιμές, τα μέρη παραιτήθηκαν ακριβώς από την ελευθερία τους να ανταγωνίζονται στον τομέα των τιμών. Έτσι, η αξιολόγηση της επιρροής παραγόντων άλλων πέραν αυτής της εκούσιας αποχής των μετεχόντων στη σύμπραξη στηρίζεται αναγκαστικά σε πιθανότητες οι οποίες είναι εύλογες, αλλά δεν μπορούν να εκφραστούν ποσοτικά με ακρίβεια.

    Τόσο το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος (αν όχι το σύνολο σχεδόν) της οικείας αγοράς όσο και το γεγονός ότι οι διακανονισμοί που αποκαλύφθηκαν αποσκοπούσαν ειδικά στην αύξηση των τιμών σε επίπεδο ανώτερο εκείνου στο οποίο θα είχαν φθάσει χωρίς αυτούς συνιστούν ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι η παράβαση ήταν ικανή να παραγάγει σημαντικά αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό.

    Αντιθέτως, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή, όταν στοιχειοθετείται η εφαρμογή μιας συμπράξεως, να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες όντως παρέσχον τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών των συναλλαγών από εκείνο που θα επικρατούσε χωρίς τη σύμπραξη. Θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί μια τέτοια απόδειξη η οποία θα απορροφούσε σημαντικούς πόρους, δεδομένου ότι θα καθιστούσε αναγκαία την προσφυγή σε υποθετικούς υπολογισμούς, στηριζομένους σε οικονομικά πρότυπα των οποίων η ακρίβεια δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί από τον δικαστή και ως προς τα οποία ουδόλως αποδεικνύεται ότι είναι απαλλαγμένα ελαττωμάτων.

    (βλ. σκέψεις 297, 300-301, 303, 307)

  12.  Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή για παράβαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, ο ουσιώδης τύπος που συνίσταται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται, άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία έλαβε υπόψη δυνάμει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, ενδεχομένως, της ανακοινώσεως περί της μη επιβολής ή της μειώσεως των προστίμων και τα οποία της επέτρεψαν να εκτιμήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως για τους σκοπούς του υπολογισμού του ύψους του προστίμου. Η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να καθορίζεται υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων, χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, πρέπει να αποφευχθεί το να είναι τα πρόστιμα εύκολα προβλέψιμα από τους επιχειρηματίες για να μη βλάπτεται το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα. Αν το ύψος του προστίμου ήταν αποτέλεσμα υπολογισμού βάσει ενός απλού μαθηματικού τύπου, οι επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να προβλέψουν την ενδεχόμενη κύρωση και να την συγκρίνουν με τα οφέλη που θα αντλούσαν από την παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει επομένως στην Επιτροπή να παραθέσει στην απόφασή της τα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων αριθμητικά στοιχεία.

    (βλ. σκέψεις 331, 333, 336, 343)

  13.  Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να υπολογίσει το ύψος του προστίμου βάσει ποσών στηριζόμενων στον κύκλο εργασιών των οικείων επιχειρήσεων, δεν υποχρεούται ούτε να εξασφαλίζει, σε περίπτωση που επιβάλλει πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, ότι τα τελικά ποσά των προστίμων στα οποία καταλήγει ο υπολογισμός της για τις οικείες επιχειρήσεις αντανακλούν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών τους ή ως προς τον κύκλο εργασιών τους στην αγορά του επίμαχου προϊόντος.

    Ειδικότερα, αφενός, το κοινοτικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη με τη σπουδαιότητα της επιχειρήσεως στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως. Αφετέρου, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ομοίως δεν επιβάλλει όπως, σε περίπτωση που επιβάλλονται πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις εμπλεκόμενες στην ίδια παράβαση, το επιβαλλόμενο σε μια μικρού ή μεσαίου μεγέθους επιχείρηση πρόστιμο μη είναι υψηλότερο, σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών, από τα επιβαλλόμενα στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πρόστιμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, τόσο για τις επιχειρήσεις μικρού ή μεσαίου μεγέθους όσο και για τις επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως. Κατά το μέτρο που η Επιτροπή επιβάλλει στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση δικαιολογημένα πρόστιμα για καθεμία από αυτές, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, δεν μπορεί να της προσαφθεί το ότι, για ορισμένες από αυτές, το πρόστιμο είναι υψηλότερο, ενόψει του κύκλου εργασιών, από το πρόστιμο άλλων επιχειρήσεων.

    Η Επιτροπή δεν υποχρεούται ούτε να καθορίζει πρόστιμα ανάλογα προς τους κύκλους εργασιών και με απόλυτη συνέπεια προς τα καθορισθέντα σε προγενέστερες παρεμφερείς από πλευράς σοβαρότητας των παραβάσεων υποθέσεις. Ειδικότερα, η προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει η ίδια ως νομικό πλαίσιο των προστίμων που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της αφαιρέσει τη δυνατότητα αυξήσεως του ύψους αυτού, εντός των ορίων που καθορίζονται από τον κανονισμό 17, αν η εν λόγω αύξηση είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Επιπλέον, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να καθορίζεται βάσει διαφόρων στοιχείων όπως είναι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη. Ωστόσο, τα ουσιώδη στοιχεία, όπως οι σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, οι οικείες χώρες, οι οικείες επιχειρήσεις και τα κρίσιμα διαστήματα διαφέρουν ανάλογα με την κάθε υπόθεση.

    Συναφώς, ο κοινοτικός δικαστής είναι αρμόδιος να εκτιμά, στο πλαίσιο της εξουσίας πλήρους δικαιοδοσίας την οποία του αναγνωρίζουν το άρθρο 229 ΕΚ και το άρθρο 17 του κανονισμού 17, τον πρόσφορο χαρακτήρα του ύψους των προστίμων.

    (βλ. σκέψεις 338-344)

  14.  Μια επιχείρηση — ήτοι μια οικονομική ενότητα προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων — διευθύνεται από τα όργανα που προβλέπει το καταστατικό της και κάθε επιβάλλουσα πρόστιμο απόφαση μπορεί να απευθύνεται στην εκ του καταστατικού διεύθυνση της επιχειρήσεως (διοικητικό συμβούλιο, διοικούσα επιτροπή, πρόεδρος, διαχειριστής κ.λπ.). Η καταστρατήγηση των κανόνων ανταγωνισμού θα ήταν ευχερής αν απαιτούνταν από την Επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει την παραβατική συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως, να εξακριβώσει και να αποδείξει ποιος είναι ο αυτουργός των διαφόρων ενεργειών, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να την εμποδίσει να επιβάλει κυρώσεις στην επιχείρηση που ωφελήθηκε από τη σύμπραξη.

    (βλ. σκέψεις 360, 430)

  15.  Για τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη τμήματα ετών. Ειδικότερα, από κανένα σημείο των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν απαγορεύεται το να ληφθεί υπόψη η πραγματική διάρκεια της παραβάσεως. Μια τέτοια προσέγγιση είναι απολύτως συνεπής και εύλογη και εντάσσεται, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής.

    (βλ. σκέψη 361)

  16.  Όσον αφορά τις μεγάλης διάρκειας παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει αυτομάτως τον μέγιστο συντελεστή προσαυξήσεως για κάθε έτος, που ανέρχεται στο 10 % του ποσού που καθορίζεται για τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Ειδικότερα, έστω και αν το σημείο 1 B, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν προβλέπει αυτόματη προσαύξηση, καταλείπει συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή.

    (βλ. σκέψη 362)

  17.  Δεν θα ήταν λογικό να ληφθεί υπόψη, για την προσαύξηση του προστίμου λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, όπως προβλέπεται στο σημείο 1 B των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η διακύμανση της εντάσεως της παραβάσεως κατά το οικείο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, η προσαύξηση αυτή πραγματοποιείται με την εφαρμογή ορισμένου ποσοστού στο αρχικό ποσό που καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του συνόλου της παραβάσεως, εκφράζοντας ήδη κατ’ αυτόν τον τρόπο τις διαφοροποιήσεις ως προς την ένταση της παραβάσεως.

    (βλ. σκέψη 364)

  18.  Η έννοια της υποτροπής δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην τη διαπίστωση προηγούμενης χρηματικής κυρώσεως, αλλά μόνον προηγούμενης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η συνεκτίμηση της υποτροπής αποβλέπει στο να παρακινήσει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβούν τους κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους, εφόσον αποδεικνύεται ότι η προηγούμενη διαπίστωση παραβάσεώς τους δεν ήταν αρκετή για να προλάβει την επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς. Έτσι, το καθοριστικό στοιχείο της υποτροπής δεν είναι η προηγούμενη επιβολή προστίμου και κατά μείζονα λόγο το ύψος του, αλλά η προηγούμενη διαπίστωση παρόμοιας παραβάσεως της ίδιας διατάξεως της Συνθήκης.

    Στην περίπτωση δύο ταυτόχρονων παραβάσεων, η προσαύξηση του προστίμου που επιβάλλεται για μία από αυτές τις παραβάσεις λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η άλλη έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως δικαιολογείται μόνον όταν το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου συμμετοχής στη δεύτερη παράβαση έπεται χρονικώς της αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται κύρωση για την πρώτη παράβαση. Αντιστρόφως, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει την εξουσία της εκτιμήσεως όταν προσαυξάνει λόγω υποτροπής το επιβαλλόμενο για τη δεύτερη παράβαση πρόστιμο λόγω του ότι η παράβαση αυτή συνεχίστηκε επί πολλά έτη μετά την πρώτη διαπίστωση παραβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 387-388, 390-391, 393-394, 396)

  19.  Υπό το πρίσμα της αποτρεπτικής λειτουργίας, η υποτροπή αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού ενός προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η υποτροπή αποτελεί απόδειξη ότι η κύρωση η οποία επιβλήθηκε προηγουμένως δεν είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα. Συναφώς, το γεγονός ότι, στην πρώτη παράβαση, ο ρόλος της επιχειρήσεως στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση ήταν ήσσονος σημασίας και παθητικός δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τις συνέπειες της υποτροπής, διότι το ουσιώδες είναι ότι, παρά τη διαπίστωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, η εν λόγω επιχείρηση εξακολούθησε να παραβιάζει το δίκαιο αυτό.

    Κατά τον καθορισμό προσαυξήσεως λόγω υποτροπής, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στο να εξετάσει ποιο ποσοστό θα ήταν σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας χωρίς να λάβει υπόψη της το ύψος σε απόλυτες τιμές της προσαυξήσεως του βασικού ποσού του προστίμου που προκύπτει από την εφαρμογή του ποσοστού αυτού. Εφόσον το ποσοστό προσαυξήσεως δεν είναι υπερβολικό, το ύψος της προσαυξήσεως σε απόλυτες τιμές δεν είναι παρά η μαθηματική συνέπεια της εφαρμογής του ποσοστού αυτού επί του βασικού ποσού, του οποίου ο αναλογικός χαρακτήρας σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της επίμαχης παραβάσεως υποβλήθηκε σε ξεχωριστή εξέταση.

    Το γεγονός και μόνον ότι, σε άλλη απόφαση, η Επιτροπή προέβη σε διαφορετική προσαύξηση, λόγω υποτροπής, του βασικού ποσού δεν συνεπάγεται υποχρέωσή της να εφαρμόσει ίδιο ποσοστό προσαυξήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει η ίδια ως νομικό πλαίσιο των προστίμων που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι το πλαίσιο αυτό καθορίζεται μόνο με τον κανονισμό 17.

    Στερείται επίσης σημασίας, σε ό,τι αφορά το επίπεδο της προσαυξήσεως λόγω υποτροπής, το γεγονός ότι η προσαύξηση αυτή υπερβαίνει το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως στους λοιπούς μετέχοντες στην παράβαση. Ειδικότερα, αφ’ ής στιγμής έγινε ορθός καθορισμός του προστίμου και η προσαύξηση λόγω υποτροπής είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας, το γεγονός ότι το ύψος της προσαυξήσεως σε απόλυτες τιμές είναι μεγαλύτερο από το αρχικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στους λοιπούς μετέχοντες στην παράβαση δεν είναι παρά μαθηματική συνέπεια της προσαυξήσεως χωρίς καμία σχέση με το ύψος των άλλων προστίμων.

    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το γεγονός ότι η προσαύξηση λόγω υποτροπής υπερβαίνει τη μείωση του προστίμου της οποίας έτυχε η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή. Πρόκειται, ειδικότερα, για δύο διαφορετικά στάδια του καθορισμού του ύψους του προστίμου.

    Τέλος, η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκε η κύρωση δεν μπορεί, προς αμφισβήτηση του ύψους της προσαυξήσεως του προστίμου λόγω υποτροπής, να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε ως προς αυτήν, για τον ίδιο λόγο, την ίδια προσαύξηση με άλλον μετέχοντα στην ίδια παράβαση, ενώ τα χαρακτηριστικά της προγενέστερης παράβασης που διέπραξε ο ως άνω μετέχων δεν είναι αντίστοιχα προς εκείνα της προγενέστερης παράβασης που καταλογίζεται στην εν λόγω επιχείρηση. Ειδικότερα, εφόσον η προσαύξηση λόγω υποτροπής συνδέεται με επιβαρυντική περίσταση που αφορά ειδικά την εν λόγω επιχείρηση, ουσιώδες είναι το γεγονός ότι αμφότερες οι επιχειρήσεις εμπλέκονταν προηγουμένως σε παραβάσεις, αλλά, παρά τη διαπίστωση των παραβάσεων αυτών, δεν έθεσαν τέρμα στη συμμετοχή τους στη νέα παράβαση.

    (βλ. σκέψεις 398-399, 401, 406-412)

  20.  Ναι μεν είναι σημαντικό το ότι μια επιχείρηση έλαβε μέτρα για να εμποδίσει τη διάπραξη στο μέλλον και νέων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού από μέλη του προσωπικού της, το γεγονός όμως αυτό ουδόλως μεταβάλλει την πραγματικότητα της διαπιστωθείσας παραβάσεως. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη, στην πρακτική των προηγουμένων αποφάσεών της, την κατάρτιση προγράμματος για την προσαρμογή της συμπεριφοράς της επιχειρήσεως στους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού ως ελαφρυντική περίσταση δεν συνεπάγεται και υποχρέωσή της να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλη συγκεκριμένη περίπτωση.

    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να δεχθεί ένα τέτοιο στοιχείο ως ελαφρυντική περίσταση εφόσον συμμορφούται προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να υπάρχει διαφορετική εκτίμηση ως προς το σημείο αυτό μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι αποδέκτες της ίδιας αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 423-424)

  21.  Η δυνατότητα να παραχωρηθεί, σε επιχείρηση που συνεργάστηκε με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, μείωση προστίμου εκτός του πλαισίου που καθορίζει η ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, όπως προβλέπει το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι η επίμαχη συνεργασία δεν μπορεί να ανταμειφθεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και ότι η εν λόγω συνεργασία ήταν αποτελεσματική, ήτοι ότι διευκόλυνε το έργο της Επιτροπής που συνίσταται στη διαπίστωση και τη δίωξη των παραβάσεων των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού.

    (βλ. σκέψεις 426, 428)

  22.  Σύμφωνα με το σημείο 3, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών που θέσπισε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η «παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής (π.χ. επιτόπιοι έλεγχοι)» συγκαταλέγεται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων. Ωστόσο, η μείωση του προστίμου λόγω παύσεως της παραβάσεως ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής δεν μπορεί να επέρχεται αυτομάτως, αλλά εξαρτάται από την εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεώς της. Συναφώς, η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως των κατευθυντηρίων γραμμών υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως προσήκει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο θίγων τον ανταγωνισμό χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς δεν είναι πρόδηλος. Αντιθέτως, η εφαρμογή της ενδείκνυται, καταρχήν, λιγότερο στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά αυτή, εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, είναι σαφώς βλαπτική του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, έστω και αν η Επιτροπή θεώρησε, κατά το παρελθόν, την εκούσια παύση μιας παραβάσεως ως ελαφρυντική περίσταση, θεμιτώς λαμβάνει υπόψη, κατ’ εφαρμογήν των κατευθυντηρίων γραμμών της, το γεγονός ότι πολύ σοβαρές και πρόδηλες παραβάσεις εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικώς συχνά, αν και το γεγονός ότι είναι παράνομες έχει αναγνωρισθεί από την έναρξη της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, και, ως εκ τούτου, θεμιτώς εκτιμά ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η γενναιόδωρη αυτή πρακτική και να μην ανταμείβεται πλέον η παύση μιας τέτοιας παραβάσεως με μείωση του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσήκων χαρακτήρας της μειώσεως του προστίμου λόγω παύσεως της παραβάσεως εξαρτάται από το αν η εμπλεκόμενη επιχείρηση μπορούσε ευλόγως να αμφιβάλλει για τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της.

    Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά μυστική σύμπραξη έχουσα ως αντικείμενο την ανταλλαγή πληροφοριών σε μια ολιγοπωλιακή αγορά και τη σταθεροποίηση αγορών. Αυτό το είδος συμπράξεως συνιστά πολύ σοβαρή παράβαση και οι οικείες επιχειρήσεις οφείλουν, ως εκ τούτου, να έχουν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους. Η μυστικότητα της συμπράξεως επιβεβαιώνει άλλωστε ότι οι οικείες επιχειρήσεις έχουν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών τους.

    (βλ. σκέψεις 436-439)

  23.  Μολονότι το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο με τη διάρκεια της παραβάσεως και τα λοιπά στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, μεταξύ των οποίων το κέρδος που αποκόμισε η οικεία επιχείρηση από τις πρακτικές της, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την παράβαση δεν μπορεί να εμποδίσει την επιβολή προστίμου, διότι διαφορετικά το πρόστιμο θα έχανε τον αποτρεπτικό του χαρακτήρα. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη της, προς τον σκοπό του καθορισμού του ύψους των προστίμων, το ότι δεν προέκυψε όφελος από την επίμαχη παράβαση.

    Συναφώς, ναι μεν η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το σημείο 2, πέμπτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών της για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και λόγω των επιβαρυντικών περιστάσεων, να αυξήσει το πρόστιμο, ούτως ώστε αυτό να υπερβεί το ύψος των αθέμιτων κερδών που πραγματοποιήθηκαν χάρη στην παράβαση, ωστόσο τούτο δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή φέρει εφεξής το βάρος να αποδείξει, σε κάθε περίπτωση, για τους σκοπούς του καθορισμού του ύψους του προστίμου, το οικονομικό όφελος που συνδέεται με τη διαπιστωθείσα παράβαση. Με άλλα λόγια, η έλλειψη τέτοιου οφέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση.

    (βλ. σκέψεις 441-443)

  24.  Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δύναται να συλλέξει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από τις κυβερνήσεις και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθώς και από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων. Δικαιούται ιδίως να υποχρεώσει μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ως προς τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να γνωρίζει και, εν ανάγκη, να της κοινοποιήσει τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της, ακόμη και αν μπορούν να χρησιμεύσουν για να αποδειχθεί, εις βάρος της επιχειρήσεως αυτής ή εις βάρος άλλης επιχειρήσεως, η ύπαρξη συμπεριφοράς θίγουσας τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, οι απαντήσεις που δόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 συνιστούν εκτέλεση υποχρεώσεως και όχι εκούσια συνεργασία κατά την έννοια της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

    (βλ. σκέψη 468)

  25.  Κατόπιν εκδόσεως ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, η οποία ενεργεί ex tunc και έχει, συνεπώς, ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξάλειψη της ακυρουμένης πράξεως από την έννομη τάξη, το καθού θεσμικό όργανο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα των διαπιστωθεισών παρανομιών, πράγμα το οποίο, στην περίπτωση ήδη εκτελεσθείσας πράξεως, μπορεί να συνεπάγεται την επαναφορά του προσφεύγοντος στην προγενέστερη της πράξεως αυτής κατάσταση.

    Έτσι, στην πρώτη σειρά των μέτρων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 233 ΕΚ καταλέγεται, στην περίπτωση αποφάσεως ακυρώνουσας ή μειώνουσας το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης, η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει το σύνολο ή τμήμα του καταβληθέντος από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προστίμου, στο μέτρο που η σχετική πληρωμή πρέπει να θεωρηθεί ως αχρεωστήτως πραγματοποιηθείσα κατόπιν της εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως. Η υποχρέωση αυτή καταλαμβάνει όχι μόνον το κύριο ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, αλλά και τους γεγενημένους εκ του ποσού αυτού τόκους υπερημερίας. Αν η Επιτροπή δεν κατέβαλλε τόκο υπερημερίας επί του κυρίου ποσού του προστίμου που επιστρέφεται κατόπιν μιας τέτοιας αποφάσεως, θα απείχε από τη λήψη ενός μέτρου το οποίο συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και δεν θα τηρούσε, ως εκ τούτου, τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 233 ΕΚ.

    Συνεπώς, στο πλαίσιο διαδικασίας ακυρώσεως ενός προστίμου που επιβλήθηκε λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, είναι απαράδεκτο το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποδώσει εντόκως ολόκληρο ή μέρος του προστίμου που κατέβαλε η εν λόγω επιχείρηση, στο μέτρο που η σχετική πληρωμή πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αχρεωστήτως πραγματοποιηθείσα κατόπιν της ακυρωτικής αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 486-489)

Top