Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0210

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Οδηγία 2001/37 – Νομική βάση – Άρθρο 95 ΕΚ – Βελτίωση των όρων λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς – Απαγόρευση της εμπορίας προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα – Εμπίπτει

    (Άρθρο 95 ΕΚ· οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

    2. Πράξεις των οργάνων – Οδηγία 2001/37 σχετικά με την παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Νομική βάση – Εσφαλμένη μνεία του άρθρου 133 ΕΚ ως δεύτερης νομικής βάσεως – Δεν ασκεί επιρροή ως προς το κύρος της οδηγίας

    (Άρθρα 95 ΕΚ και 133 ΕΚ· οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

    3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Οδηγία 2001/37 – Μέτρα εναρμονίσεως – Απαγόρευση της εμπορίας προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

    4. Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Ποσοτικοί περιορισμοί – Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος – Οδηγία 2001/37 σχετικά με την παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Απαγόρευση της εμπορίας στην αγορά προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα – Δικαιολόγηση – Προστασία της δημόσιας υγείας

    (Άρθρα 28 ΕΚ, 29 ΕΚ και 30 ΕΚ· οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

    5. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Οδηγία 2001/37 σχετικά με την παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Διάταξη απαγορεύουσα την εμπορία προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα

    (Άρθρο 253 ΕΚ)

    6. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Οδηγία 2001/37 – Μέτρα εναρμονίσεως – Απαγόρευση της εμπορίας προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα – Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Δεν υφίσταται

    (Οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

    7. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Ελεύθερη άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων – Περιορισμός στο πλαίσιο της προστασίας της δημόσιας υγείας – Οδηγία 2001/37 σχετικά με την παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Απαγόρευση της εμπορίας των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα – Επιτρέπεται

    (Οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

    8. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Οδηγία 2001/37 – Νομική βάση – Άρθρο 95 ΕΚ – Κατάχρηση εξουσίας – Δεν συντρέχει

    (Άρθρο 95 ΕΚ· οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

    9. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Παραγωγή, παρουσίαση και πώληση των προϊόντων καπνού – Οδηγία 2001/37 – Εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα την εμπορία των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα – Πλήρης εναρμόνιση – Υποχρέωση εξετάσεως του κατά πόσον η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη προς τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ – Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ· οδηγία 2001/37 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8)

    Περίληψη

    1. Η απαγόρευση της εμπορίας των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα, η οποία περιέχεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, μπορούσε να θεσπιστεί βάσει του άρθρου 95 ΕΚ. Πράγματι, η διάταξη αυτή παρέχει στον κοινοτικό νομοθέτη την εξουσία να παρεμβαίνει και να θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα τηρώντας, αφενός, την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου και, αφετέρου, τις νομικές αρχές οι οποίες μνημονεύονται στη Συνθήκη ή συνάγονται από τη νομολογία, ιδίως δε την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη ότι το κοινό συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο τις επιβλαβείς για την υγεία συνέπειες της καταναλώσεως προϊόντων καπνού, είναι πιθανόν ότι θα προέκυπταν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία αυτών των προϊόντων, λόγω της θεσπίσεως από τα κράτη μέλη νέων κανόνων που θα αντικατόπτριζαν αυτή την εξέλιξη και θα αποσκοπούσαν στην αποτελεσματικότερη αποθάρρυνση της καταναλώσεως αυτών των προϊόντων.

    (βλ. σκέψεις 33, 39, 42)

    2. Το άρθρο 95 ΕΚ αποτελούσε τη μόνη κατάλληλη νομική βάση της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, και κακώς η οδηγία αυτή μνημονεύει και το άρθρο 133 ΕΚ ως νομική βάση.

    Εντούτοις, αυτή η εσφαλμένη μνεία του άρθρου 133 ΕΚ ως δεύτερης νομικής βάσεως της εν λόγω οδηγίας δεν συνεπάγεται, από μόνη της, το ανίσχυρο της οδηγίας αυτής. Ένα τέτοιο σφάλμα στο εισαγωγικό τμήμα κοινοτικής πράξεως αποτελεί καθαρά τυπικό ελάττωμα, εκτός αν κατέστησε τη διαδικασία εκδόσεως της εν λόγω πράξεως πλημμελή.

    (βλ. σκέψεις 43-44)

    3. Για να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που είχε να λάβει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε, χωρίς να υπερβεί τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα αυτόν, ότι ένα μέτρο απαγορεύσεως της εμπορίας των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα, όπως αυτό που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, ήταν αναγκαίο. Πράγματι, όλα τα άλλα μέτρα που συνίστανται στην επιβολή στους παραγωγούς τεχνικών προδιαγραφών για τη μείωση της βλαπτικότητας του προϊόντος ή στη θέσπιση κανόνων σχετικά με την επισήμανση των συσκευασιών του προϊόντος αυτού και τις συνθήκες πωλήσεώς του, ιδίως στους ανηλίκους, δεν θα είχαν το ίδιο προληπτικό αποτέλεσμα από πλευράς της προστασίας της υγείας, υπό την έννοια ότι θα επέτρεπαν να καθιερωθεί στην αγορά ένα προϊόν το οποίο θα εξακολουθούσε, εν πάση περιπτώσει, να είναι βλαβερό.

    (βλ. σκέψεις 56-57)

    4. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 8 της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, απαγόρευση της εμπορίας των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα, καίτοι αποτελεί έναν από τους περιορισμούς στους οποίους αναφέρονται τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ, δικαιολογείται από λόγους προστασίας της υγείας των ανθρώπων και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θεσπισθείσα κατά παράβαση των διατάξεων των εν λόγω άρθρων.

    (βλ. σκέψη 61)

    5. Εφόσον η εικοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, διευκρινίζει ότι η οδηγία 89/622, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τη σήμανση των προϊόντων καπνού, απαγόρευσε την πώληση, εντός των κρατών μελών, ορισμένων τύπων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα, το δε άρθρο 151 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση προέβλεψε την εξαίρεση του Βασιλείου της Σουηδίας από τις διατάξεις της τελευταίας αυτής οδηγίας, η επιβεβαίωση της ισχύος της εν λόγω απαγορεύσεως στο άρθρο 8 της οδηγίας 2001/37 δεν φαίνεται να απαιτούσε από την οδηγία αυτή να αναφέρει περαιτέρω συναφή νομικά και πραγματικά στοιχεία ώστε να ανταποκρίνεται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ.

    (βλ. σκέψη 68)

    6. Τα προϊόντα καπνού που λαμβάνονται από το στόμα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, έστω και αν δεν είναι τελείως διαφορετικά, από πλευράς συνθέσεώς τους ή προορισμού τους, από τα προϊόντα καπνού που προορίζονται για μάσημα, δεν βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με τα τελευταία αυτά προϊόντα κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας αυτής. Πράγματι, τα λαμβανόμενα από το στόμα προϊόντα καπνού ήταν νέα στην αγορά των κρατών μελών τα οποία αφορούσε η απαγόρευση εμπορίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας. Η ιδιαίτερη αυτή κατάσταση επέτρεπε, συνεπώς, διαφορετική μεταχείριση των προϊόντων αυτών χωρίς να μπορεί βασίμως να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    (βλ. σκέψη 71)

    7. Η ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, περιλαμβάνονται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Οι αρχές αυτές δεν είναι, ωστόσο, απόλυτες, αλλά πρέπει να νοούνται σε σχέση προς την κοινωνική τους λειτουργία. Κατά συνέπεια, μπορούν να επιβάλλονται περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως και στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση των ανωτέρω αναγνωρισμένων δικαιωμάτων.

    Εφόσον η οδηγία 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας στο πλαίσιο της εναρμονίσεως των διατάξεων περί εμπορίας των προϊόντων καπνού, η δε απαγόρευση της εμπορίας των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα δεν είναι ακατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού αυτού, το συνιστάμενο σε ένα τέτοιο μέτρο εμπόδιο στην ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί, από πλευράς του επιδιωκομένου σκοπού, ότι θίγει υπέρμετρα το δικαίωμα προς άσκηση της ελευθερίας αυτής ή το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

    (βλ. σκέψεις 72, 74)

    8. Μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη στόχων διαφορετικών από αυτούς που επικαλείται το κοινοτικό όργανο ή την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων.

    Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, και ιδίως του άρθρου 8 που προβλέπει την απαγόρευση της εμπορίας των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα. Πράγματι, αφενός, οι προϋποθέσεις προσφυγής στο άρθρο 95 ΕΚ ως νομικής βάσεως της οδηγίας πληρούνταν, καθόσον η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην εξάλειψη των εμποδίων στο εμπόριο τα οποία συνδέονται με την ανομοιογενή εξέλιξη των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τα προϊόντα καπνού που λαμβάνονται από το στόμα, και, αφετέρου, ουδόλως αποδείχθηκε ότ ι η διάταξη αυτή θεσπίστηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη άλλου στόχου.

    (βλ. σκέψεις 75, 77-78)

    9. Δεδομένου ότι η εμπορία των προϊόντων καπνού που λαμβάνονται από το στόμα αποτελεί ζήτημα το οποίο ρυθμίζεται κατά τρόπο εναρμονισμένο στο κοινοτικό επίπεδο, όταν ένα εθνικό μέτρο απαγορεύει την εμπορία των εν λόγω προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας 2001/37, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραγωγή, την παρουσίαση και την πώληση των προϊόντων καπνού, δεν χρειάζεται να εξεταστεί χωριστά κατά πόσον το εθνικό αυτό μέτρο είναι σύμφωνο προς τα άρθρα 28 ΕΚ και 29 ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 82-83, διατακτ. 2)

    Top