EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002TJ0171

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Εξέταση από την Επιτροπή — Σχέδια καθεστώτων ενισχύσεων για τη διάσωση ή την αναδιάρθρωση μικρομεσαίων επιχειρήσεων και μικρών γεωργικών επιχειρήσεων — Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων ? Συνήθης προθεσμία δύο μηνών — Εφαρμοστέα προθεσμία προκειμένου να «επιτραπεί» ένα σχέδιο κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως

(Άρθρο 88 §§ 2, εδ. 1, και 3, ΕΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σημείο 4.1, εδ. 1)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Εξέταση από την Επιτροπή — Προκαταρκτικό στάδιο — Διάρκεια — Παράταση από την Επιτροπή διά της υποβολής ερωτήσεων μη απαραίτητων για την εξέταση της ενισχύσεως — Απαγορεύεται — Δυνατότητα ενάρξεως διαλόγου με το κράτος μέλος προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμπλήρωση ελλιπούς κοινοποιήσεως

(Άρθρο 88 § 3 ΕΚ)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις — Μετατροπή νέας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση — Προϋποθέσεις — Δυνατότητα της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, εφόσον το κράτος μέλος δεν έχει κοινοποιήσει προειδοποίηση περί της εκτελέσεως

4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Σχέδια ενισχύσεων — Εξέταση από την Επιτροπή — Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο κατ’ αντιδικίαν — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Εκτίμηση in concreto

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Συμβιβαστό ενισχύσεως με την κοινή αγορά — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων — Προστασία — Προϋποθέσεις και όρια

(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 1 και 3)

6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής που διαπιστώνει το ασυμβίβαστο ενισχύσεως με την κοινή αγορά — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Αναγκαίες ενδείξεις

(Άρθρο 253 ΕΚ)

7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου — Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό — Κριτήρια εκτιμήσεως — Ενισχύσεις μικρής κατ’ ιδίαν σπουδαιότητας, χορηγηθείσες όμως εντός τομέα χαρακτηριζόμενου από έντονο ανταγωνισμό και από μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

8. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δυνατότητα θεσπίσεως κατευθυντηρίων γραμμών — Πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)

9. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Εξέταση από την Επιτροπή — Έγκριση ενός γενικού καθεστώτος ενισχύσεων — Προϋπόθεση — Εφαρμογή που δεν μπορεί να οδηγήσει στη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων μη αναγκαίων για την επίτευξη ενός από τους σκοπούς του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ έως δ΄, ΕΚ

(Άρθρο 87 § 3, στοιχεία α΄ έως δ΄, ΕΚ)

10. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων — Προσδιορισμός των προβληματικών επιχειρήσεων

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σημείο 2.1, εδ. 1)

11. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Συνεκτίμηση της εγκαταστάσεως της επιχειρήσεως σε ενισχυόμενη περιοχή — Όρια

(Άρθρο 87 § 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σημεία 2.4, εδ. 2, και 3.2.1 έως 3.2.3]

12. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Σωρευτικές προϋποθέσεις — Συνέπεια — Δυνατότητα της Επιτροπής να απαγορεύσει την καταβολή ενισχύσεων ελλείψει επαρκών πληροφοριακών στοιχείων αφορώντων την τήρηση μιας από τις προϋποθέσεις

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ· κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, σημείο 3.2.2)

13. Διαδικασία — Παρέμβαση — Ισχυρισμοί διαφορετικοί από αυτούς του υπoστηριζόμενου κυρίου διαδίκου — Παραδεκτό — Προϋπόθεση — Σύνδεση προς το αντικείμενο της διαφοράς — Το παραδεκτό δεν πρέπει να εκτιμάται περιοριστικώς όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να υπαχθούν σε ένα καθεστώς ενισχύσεων και τα οποία παρεμβαίνουν υπέρ του χορηγούντος την ενίσχυση οργανισμού

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 4)

14. Διαδικασία — Παρέμβαση — Αμφισβήτηση του παραδεκτού ενός ισχυρισμού προβληθέντος από παρεμβαίνοντα, λόγω της αμφισβητήσιμης συνδέσεώς του προς το αντικείμενο της διαφοράς — Ισχυρισμός ο οποίος πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί για άλλο λόγο ή ως αβάσιμος — Δυνατότητα του δικαστή να τον απορρίψει χωρίς να αποφανθεί επί του παραδεκτού

15. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Έκταση της παρεκκλίσεως — Αυστηρή ερμηνεία — Οικονομικά μειονεκτήματα που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα

(Άρθρο 87 §§ 1 και 2, στοιχείο β΄, ΕΚ)

16. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση προβληματικής επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε ενισχυόμενη περιοχή — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Εξέταση από την Επιτροπή

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

17. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απαγόρευση — Παρεκκλίσεις — Ενισχύσεις δυνάμενες να κριθούν σύμφωνες με την κοινή αγορά — Εκτίμηση υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ — Συνεκτίμηση προγενέστερης πρακτικής — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 87 § 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

18. Διαδικασία — Προβολή ισχυρισμών — Ισχυρισμός προβληθείς γενικώς, χωρίς να διευκρινίζεται με αρκούντως σαφή και ακριβή στοιχεία — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 4, στοιχείο β΄)

Περίληψη

1. Στο σημείο 4.1, πρώτο εδάφιο, των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή «είναι διατεθειμένη να επιτρέψει» τα σχέδια καθεστώτων ενισχύσεων για τη διάσωση ή την αναδιάρθρωση μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) ή μικρών γεωργικών επιχειρήσεων (ΜΓΕ) και ότι «αυτό θα συμβεί εντός της συνήθους προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, εκτός εάν το καθεστώς δικαιολογεί την ταχεία διαδικασία εξέτασης, οπότε η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της είκοσι εργάσιμες ημέρες».

Οι όροι αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται εντός του νοηματικού πλαισίου των διαδικαστικών διατάξεων της Συνθήκης για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, οι ενδεικτικοί κανόνες τους οποίους μπορεί να θεσπίζει η Επιτροπή για να διευκρινίσει την πρακτική που σκοπεύει να ακολουθήσει στο θέμα αυτό δεν μπορούν να αφίστανται των διατάξεων της Συνθήκης.

Εντεύθεν συνάγεται ότι η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει ένα σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση ΜΜΕ εντός της προθεσμίας του σημείου 4.1, πρώτο εδάφιο, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών μόνο αν, κατά το πέρας αυτής της «συνήθους προθεσμίας δύο μηνών», δηλαδή της προθεσμίας που της έχει ταχθεί για την προκαταρκτική εξέταση που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή φρονεί είτε ότι τα μέτρα που προβλέπει το σχέδιο αυτό δεν συνιστούν ενισχύσεις είτε ότι συνιστούν ενισχύσεις οι οποίες αναμφιβόλως συμβιβάζονται προς την κοινή αγορά. Αν, αντιθέτως, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, πρέπει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 28-29, 33)

2. Το στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων το οποίο προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ οριοθετείται από επιτακτική προθεσμία δύο μηνών η οποία αρχίζει από την παραλαβή της πλήρους κοινοποιήσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Προκειμένου να είναι πλήρης η κοινοποίηση, αρκεί να περιέχει, υπό την αρχική της μορφή ή κατόπιν των απαντήσεων του οικείου κράτους μέλους στις αιτήσεις της Επιτροπής, τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία για να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη άποψη ως προς το συμβιβαστό του σχεδίου που της κοινοποιήθηκε. Επομένως, μολονότι η Επιτροπή δεν μπορεί να εμποδίσει την έναρξη της προθεσμίας των δύο μηνών ζητώντας πληροφοριακά στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα για να σχηματίσει μια πρώτη άποψη, δικαιούται αντιθέτως, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να αρχίσει διάλογο με το οικείο κράτος μέλος ο οποίος θα της παράσχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει την κοινοποίησή της οσάκις αυτή δεν περιλαμβάνει αναγκαίες πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 40-41)

3. Η μετατροπή μιας νέας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση εξαρτάται από δύο αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη είναι ότι η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως εντός δίμηνης προθεσμίας, η οποία αρχίζει από τη λήψη της πλήρους κοινοποιήσεως, και η δεύτερη είναι να κοινοποιήσει το οικείο κράτος μέλος το σχέδιό του στην Επιτροπή πριν από την εκτέλεση του σχεδίου του. Άπαξ το κράτος μέλος δεν έχει κ οινοποιήσει στην Επιτροπή καμία προειδοποίηση περί της εκτελέσεως ενός σχεδίου, οπότε δεν πληρώθηκε η μία από τις δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας νέας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση, μπορεί ορθώς η Επιτροπή να αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεώς του.

(βλ. σκέψεις 48-49)

4. Η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή μιας διοικητικής διαδικασίας συνιστά γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Εξάλλου, η θεμελιώδης επιταγή της ασφαλείας δικαίου, η οποία αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της, συνεπάγεται ότι ο δικαστής εξετάζει αν από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι το κοινοτικό όργανο αυτό ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση.

Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, το κράτος μέλος έχει συμφέρον, αλλά δεν είναι υποχρεωμένο, να τηρήσει τις προθεσμίες που του έχουν ταχθεί για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του ή για να διαβιβάσει τα συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία που ζήτησε η Επιτροπή, ο χρόνος ο οποίος παρήλθε λόγω της συμπεριφοράς του και ο οποίος συνεπάγεται τη μη τήρηση των προθεσμιών αυτών δεν παύει να του καταλογίζεται.

(βλ. σκέψεις 53, 59)

5. Κατ’ αρχήν και πλην εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί να γίνει επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας ενισχύσεως μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε τηρουμένης της διαδικασίας του άρθρου 88 ΕΚ. Προκειμένου η ενίσχυση να έχει χορηγηθεί τηρουμένης της διαδικασίας του άρθρου 88 ΕΚ, πρέπει η διαδικασία αυτή, η οποία έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, να έχει περατωθεί. Τούτο έχει ως συνέπεια ότι, οσάκις έχει κινηθεί η επίσημη διαδικασία εξετάσεως σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, πρέπει στη συνέχεια να περατωθεί με θετική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 659/1999. Συνεπώς, μόνον εφόσον έχει εκδώσει μια τέτοια απόφαση η Επιτροπή και έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής, μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα της οικείας ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 64-65)

6. Η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της εν λόγω πράξεως και πρέπει να προκύπτει από αυτή σαφώς η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που είναι ο συντάκτης της πράξεως, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη βάση της και ο δικαστής να είναι σε θέση να ελέγξει το βάσιμό της, χωρίς ωστόσο να απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν αυτή ανταποκρίνεται στο άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τόσο το κείμενο της πράξεως αυτής όσο και το νομικό και πραγματικό της πλαίσιο.

Στην περίπτωση αποφάσεως εκδοθείσας από την Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τούτο έχει ιδίως ως συνέπεια ότι, αν είναι δυνατόν να προκύπτει από τις συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε μια ενίσχυση ότι η ενίσχυση αυτή μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφέρει τις συνθήκες αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 73-74)

7. Στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού ενός σχεδίου ενισχύσεως ή καθεστώτος ενισχύσεων από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προσδιορίσει την αληθή και πραγματική του επίπτωση, αλλά πρέπει μόνον να εξετάζει αν το σχέδιο αυτό μπορεί να θίξει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

Ούτε το σχετικώς χαμηλό ποσό των σχεδιαζομένων ενισχύσεων ούτε το μικρό μέγεθος των επιλέξιμων επιχειρήσεων αποκλείουν αφ’ εαυτών το ενδεχόμενο να μπορεί ένα σχέδιο ενισχύσεων να θίγει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Το ίδιο ισχύει για την περιορισμένη σπουδαιότητα του υπό εξέταση οικονομικού τομέα. Πράγματι, μπορούν επίσης να συνεκτιμώνται και άλλα στοιχεία, όπως η συγκεκριμένη ένταση του ανταγωνισμού σ’ αυτόν τον οικονομικό τομέα. Τούτο ισχύει στην περίπτωση τομέα στον οποίο επικρατεί έντονος ανταγωνισμός και, ειδικότερα, του οποίου η διάρθρωση, χαρακτηριζόμενη από την παρουσία μεγάλου αριθμού επιχειρηματιών μικρού μεγέθους, είναι τέτοια ώστε η δημιουργία ενός καθεστώτος ενισχύσεων στο οποίο μπορούν να υπαχθούν πολλοί από αυτούς μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, ενώ οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού δεν έχουν μεγάλο ύψος.

(βλ. σκέψεις 84-87)

8. Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει για τον εαυτό της, προς άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενδεικτικούς κανόνες μέσω πράξεων όπως είναι οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, κατά το μέτρο που οι κανόνες αυτοί δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις της Συνθήκης. Εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει μια τέτοια πράξη, η πράξη αυτή την δεσμεύει. Συνεπώς, στον δικαστή εναπόκειται να εξακριβώσει αν η Επιτροπή τήρησε τους κανόνες τους οποίους έθεσε στον εαυτό της.

Πάντως, άπαξ η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει απονεμηθεί στην Επιτροπή, διευκρινιζόμενη ενδεχομένως από τους ενδεικτικούς κανόνες που αυτή θέσπισε, συνεπάγεται ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν πολύπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εντός κοινοτικού πλαισίου, ο δικαστής ασκεί επί των εκτιμήσεων αυτών περιορισμένο έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες και η υποχρέωση αιτιολογήσεως, του αν τα πραγματικά περιστατικά ήσαν ακριβή, και του αν δεν συντρέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 94-97)

9. Ωστόσο, η παρεχόμενη στο οικείο κράτος μέλος ευχέρεια να κοινοποιήσει ένα σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων και, όταν η Επιτροπή το εγκρίνει αφού εξετάσει τα γενικά χαρακτηριστικά του, να απαλλαγεί από την υποχρέωση κοινοποιήσεως των ατομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, υπό την επιφύλαξη, ενδεχομένως, των όρων και υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί συναφώς, δεν μπορεί να επιτρέψει τη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων που θα κηρύσσονταν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά αν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής κοινοποιήσεως, διότι άλλως θα καθίστατο κενή περιεχομένου η αρχή του ασυμβιβάστου των ενισχύσεων που περιέχεται στο άρθρο 87 ΕΚ. Ειδικότερα, η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να καταλήξει στη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων οι οποίες, μολονότι είναι σύμφωνες προς έναν από τους σκοπούς που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ έως δ΄, ΕΚ, δεν είναι ωστόσο απαραίτητες για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να εξακριβώσει ότι τα σχέδια καθεστώτων ενισχύσεων που της υποβάλλονται προς εξέταση έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να διασφαλίζουν ότι οι ατομικές ενισχύσεις που πρέπει να χορηγούνται βάσει των διατάξεών τους θα επιφυλάσσονται για τις όντως επιλέξιμες προς τούτο επιχειρήσεις. Οσάκις αποδεικνύεται ότι τούτο δεν συμβαίνει, απόκειται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως, να το λάβει υπόψη της και να εκτιμήσει, στο μέτρο κατά το οποίο της το επιτρέπουν τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει, αν είναι σκόπιμο να ληφθεί υπό όρους απόφαση ή αρνητική απόφαση.

(βλ. σκέψεις 103-105)

10. Το σημείο 2.1, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων διευκρινίζει ότι η Επιτροπή θεωρεί ως προβληματική την επιχείρηση η οποία δεν είναι σε θέση να εξυγιανθεί με ίδιους πόρους ή συγκεντρώνοντας τα κεφάλαια που χρειάζονται από μετόχους ή μέσω δανεισμού. Εκθέτει διαφόρους δείκτες τάσεως που επιτρέπουν να μετρηθεί η χειροτέρευση της καταστάσεως της επιχειρήσεως αυτής, στους οποίους προστίθενται διάφοροι συγκεκριμένοι δείκτες τάσεως που επιτρέπουν να μετρηθεί η συγκεκριμένη σοβαρότητα την οποία μπορεί να έχει η κατάσταση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις.

Βάσει του γράμματος του σημείου 2.1, πρώτο εδάφιο, των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών μπορεί να θεωρηθεί ότι η σπουδαιότητα την οποία προσδίδει η Επιτροπή στους δείκτες τάσεως δεν καθιστά οπωσδήποτε επουσιώδη άλλα είδη δεικτών, όπως οι δείκτες που βασίζονται σε μέσον όρο. Ωστόσο, οι δείκτες αυτοί μπορούν εν πάση περιπτώσει να θεωρηθούν ουσιώδεις μόνον αν παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι οι επιλέξιμες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αληθή και αποδεδειγμένα προβλήματα. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ενισχύσεις όντως δεν μπορούν να θεωρηθούν απαραίτητες για τις επιχειρήσεις αυτές και για την υλοποίηση του σκοπού του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 108, 111)

11. Το σημείο 2.4, δεύτερο εδάφιο, των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι, οσάκις οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά ένα σχέδιο ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως είναι εγκατεστημένες σε ενισχυόμενη περιοχή, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τους περιφερειακούς παράγοντες του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, ΕΚ, όπως περιγράφεται στο σημείο 3.2.3 των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών. Το τελευταίο αυτό σημείο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης σε ενισχυόμενες περιοχές», επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι, οσάκις ένα σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων αφορά μια ενισχυόμενη ή μειονεκτούσα περιοχή, η Επιτροπή υποχρεούται να το λαμβάνει υπόψη και, προς τούτο δικαιούται, παρά την ύπαρξη μιας καταστάσεως διαρθρωτικού πλεονάζοντος δυναμικού στον οικείο τομέα, να εφαρμόζει με ελαστικότητα τον κανόνα περί μειώσεως του παραγωγικού δυναμικού τον οποίο καθιερώνουν οι κατευθυντήριες γραμμές, αν το δικαιολογούν οι ανάγκες της περιφερειακής αναπτύξεως.

Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει εντεύθεν ότι, οσάκις ο τομέας τον οποίο αφορά ένα σχέδιο νέας ενισχύσεως προφανώς δεν παρουσιάζει πλεονάζον δυναμικό και, κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφασίζει να μην επιβάλει μείωση του παραγωγικού δυναμικού στις επιλέξιμες επιχειρήσεις, το σχέδιο αυτό θα έπρεπε, για τον λόγο αυτόν και μόνο, να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

Αντιθέτως, παραμένει αναγκαίο να ανταποκρίνεται το σχέδιο αυτό στην αρχή που θέτει το σημείο 3.2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, κατά την οποία ένα σχέδιο νέας ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως μπορεί να εγκριθεί μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι το σχέδιο είναι προς το κοινοτικό συμφέρον και, επομένως, ότι πληροί τις προϋποθέσεις της αποκαταστάσεως της βιωσιμότητας, προλήψεως των αθεμίτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και αναλογικότητας τις οποίες απαριθμεί το σημείο 3.2.2 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Μολονότι η Επιτροπή μπορεί να επιδείξει «μεγαλύτερη ελαστικότητα» επί του θέματος αυτού, δεν μπορεί να ακολουθήσει «μια απόλυτη ανεκτική προσέγγιση», σύμφωνα με τη διατύπωση του σημείου 3.2.3 των ίδιων κατευθυντηρίων γραμμών.

(βλ. σκέψεις 115-117)

12. Τα σχέδια ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, για να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ, πρέπει να συνδέονται με σχέδιο αναδιαρθρώσεως που αποσκοπεί στη μείωση ή στον αναπροσανατολισμό των δραστηριοτήτων τους.

Το σημείο 3.2.2 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, το οποίο θέτει την επιταγή αυτή σε εφαρμογή, επιβάλλει μεταξύ άλλων να πληροί το σχέδιο αναδιαρθρώσεως τρεις ουσιαστικές προϋποθέσεις. Επιβάλλεται, πρώτον, να αποκαθιστά το σχέδιο αυτό τη βιωσιμότητα της δικαιούχου επιχειρήσεως εντός εύλογης προθεσμίας και βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων (σημείο 3.2.2, υπό i), δεύτερον, να προλαμβάνει τις αθέμιτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού (σημείο 3.2.2, υπό ii) και τρίτον, να είναι ανάλογο προς τις δαπάνες και τα οφέλη της αναδιαρθρώσεως (σημείο 3.2.2, υπό iii). Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, αρκεί να μην πληρούται μία από αυτές προκειμένου να πρέπει ένα σχέδιο ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως να κηρυχθεί ασυμβίβαστο από την Επιτροπή. Επιπλέον, το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να ανταποκριθεί στο καθήκον συνεργασίας που υπέχει έναντι της Επιτροπής, έχει την υποχρέωση να παράσχει όλα τα στοιχεία που θα δώσουν τη δυνατότητα στο όργανο αυτό να ελέγξει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Έτσι, δεδομένου ότι η Επιτροπή προφανώς δεν μπορεί να βασίσει την εκτίμησή της σ’ έναν απλό ισχυρισμό, οσάκις το κράτος μέλος παραλείπει να γνωστοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία παρέχοντα σ’ αυτήν τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι το σχέδιο πληροί μία από τις σωρευτικές προϋποθέσεις του σημείου 3.2.2 των ανωτέρω κατευθυντηρίων γραμμών, τούτο δε παρά τα επανειλημμένα διαβήματα του οργάνου αυτού, η Επιτροπή δικαιούται να θεωρήσει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της δεν της παρέχουν τη δυνατότητα να καταλήξει ότι το σχέδιο τηρεί την προϋπόθεση αυτή και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί του ασυμβιβάστου του σχεδίου με την κοινή αγορά, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσει τις λοιπές προϋποθέσεις που απαριθμεί το εν λόγω σημείο.

(βλ. σκέψεις 126-129, 137, 142-143, 149)

13. Το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου παρέχουν στον παρεμβαίνοντα το δικαίωμα να προβάλλει αυτοτελώς όχι μόνον επιχειρήματα, αλλά και ισχυρισμούς, καθόσον αυτοί υποστηρίζουν τα αιτήματα ενός από τους κύριους διαδίκους και δεν είναι εντελώς ξένοι προς τους λόγους που αποτελούν τη βάση της ένδικης διαφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού, πράγμα το οποίο θα κατέληγε σε τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς.

Συνεπώς, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται, προκειμένου να αποφανθεί επί του παραδεκτού των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει ο παρεμβαίνων, να εξετάσει αν αυτοί συνδέονται με το αντικείμενο τις διαφοράς όπως το προσδιόρισαν οι κύριοι διάδικοι.

Εφόσον πρόκειται περί δίκης την οποία έχει κινήσει οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως και η οποία αφορά το αν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά το σχεδιαζόμενο από τον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως καθεστώς ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση ενός οικονομικού τομέα, είναι αναμφισβήτητο ότι οι επιχειρήσεις που μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς αυτό και οι εκπρόσωποί τους βρίσκονται φυσικά σε κατάσταση η οποία τους επιτρέπει να συμπληρώσουν λυσιτελώς την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος οργανισμού, ιδίως ως προς τα προβλήματα τα οποία προορίζονται να επιλύσουν οι ενισχύσεις αυτές και ως προς τα αποτελέσματα τα οποία αυτές μπορούν να έχουν. Συνεπώς, η σύνδεση των ισχυρισμών τους προς το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να τύχει περιοριστικής εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 151-154, 193, 195)

14. Στο Πρωτοδικείο εναπόκειται, προκειμένου να αποφανθεί επί του παραδεκτού των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει ο παρεμβαίνων, να εξετάσει αν αυτοί συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως το προσδιόρισαν οι κύριοι διάδικοι.

Πάντως, οσάκις προκύπτει ότι ένας ισχυρισμός του οποίου η σύνδεση προς το αντικείμενο της διαφοράς είναι αμφισβητήσιμη πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί ως απαράδεκτος εξ άλλου λόγου ή ως αβάσιμος, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό χωρίς να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο παρεμβαίνων υπερέβη τον ρόλο του που έγκειται στην υποστήριξη των αιτημάτων των κυρίων διαδίκων.

(βλ. σκέψεις 153, 188)

15. Το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ εισάγει παρέκκλιση από τη γενική αρχή του ασυμβιβάστου των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά και πρέπει, ως εκ τούτου, να τυγχάνει αυστηρής ερμηνείας, σύμφωνα με την οποία μόνον οι ζημίες που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα μπορούν να θεμελιώσουν την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, η νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή βάσει των στοιχείων που το εν λόγω κοινοτικό όργανο διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει όταν έλαβε την ως άνω απόφαση.

Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή το ότι έκρινε ότι ένα σχέδιο δεν είχε ως σκοπό τη χορήγηση ενισχύσεων βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ και επομένως, το ότι δεν εφάρμοσε την εν λόγω διάταξη, οσάκις από την εξέταση των εγγράφων που ανταλλάχθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές ουδέποτε επισήμαναν ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξαν στην Επιτροπή ότι το σχέδιο θέσπιζε ενισχύσεις για την επανόρθωση των ζημιών τις οποίες αφορά το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 165-166, 168)

16. Η Επιτροπή έχει επιβάλει στον εαυτό της την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη της το άρθρο 158 ΕΚ κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο σημείο 1.3, δεύτερο εδάφιο, και στο σημείο 3.2.3 των κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, οσάκις εκτιμά αν ένα σχέδιο νέας ενισχύσεως για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων το οποίο αφορά ενισχυόμενη ή μειονεκτούσα περιοχή μπορεί να κριθεί ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογήν της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι ένα σχέδιο νέας ενισχύσεως έχει ως σκοπό να εκπληρώσει τους σκοπούς μιας άλλης διατάξεως της Συνθήκης και όχι της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ την οποία επικαλέστηκε το οικείο κράτος μέλος δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, ότι το σχέδιο ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 172, 175)

17. Μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι μια νέα ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρεκκλίσεως αυτής. Επομένως, η επίκληση μιας προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής για τη λήψη αποφάσεων, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοια πρακτική, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής

(βλ. σκέψη 177)

18. Μια ένσταση απαραδέκτου, η οποία ερμηνεύεται ως ισχυρισμός προς στήριξη αιτημάτων, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, να συνοδεύεται από επιχειρήματα εκ μέρους του συντάκτη της. Ένας γενικός ισχυρισμός ο οποίος δεν διευκρινίζεται με αρκούντως σαφή και ακριβή στοιχεία, ώστε να είναι οι διάδικοι σε θέση να απαντήσουν σ’ αυτόν και το Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχό του, δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτή την ελάχιστη προϋπόθεση προβολής την οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός διαδικασίας και πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

(βλ. σκέψεις 186, 188)

Top