Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001TJ0007

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (μονομελούς)

    της 6ης Φεβρουαρίου 2003

    Υπόθεση T-7/01

    Norman Pyres

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Έκτακτος υπάλληλος — Παράταση συμβάσεως — Διάρκεια»

    Πλήρες κείμενο στην αγγλική γλώσσα   II-239

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί παρατάσεως της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου του προσφεύγοντος για περιορισμένη διάρκεια έξι μηνών.

    Απόφαση:

    Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Περίληψη

    1. Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου για διάρκεια μικρότερη του ανωτάτου ορίου που προβλέπει η σύμβαση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δεν υφίσταται

      (Καθεστώς που εφαρμόζεται επί τον Λοιπού Προσωπικού, άρθρα 8 και 47, οημ. 1)

    2. Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως – Καθήκον αρωγής που έχει η διοίκηση – Συνεκτίμηση των συμφερόντων του ενδιαφερομένου εκτάκτου υπαλλήλου – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

      (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7' καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 10)

    3. Υπάλληλοι – Απόφαση που επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση ενός υπαλλήλου – Συνεκτίμηση στοιχείων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον ατομικό του φάκελο – Δεν επιτρέπεται – Όρια

      (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 26)

    4. Υπάλληλοι – Προσφυγή – Λόγοι ακυρώσεως – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια

    1.  Από το άρθρο 47, σημείο 1, στοιχεία α' και β', του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού προκύπτει ότι η διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ ενός θεσμικού οργάνου και ενός εκτάκτου υπαλλήλου, ο οποίος προσελήφθη με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διέπεται, εντός των ορίων που καθορίζει το άρθρο 8 του ιδίου καθεστώτος, από τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση. Δεδομένου ότι μια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ουδόλως θεμελιώνει δικαίωμα του εκτάκτου υπαλλήλου να επιτύχει την ανανέωση της εν λόγω συμβάσεως, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αρχή δεν υποχρεούται, λαμβανομένης υπόψη της ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει, να αιτιολογήσει την πράξη με την οποία αποφασίζει, τηρουμένων των προθεσμιών καταγγελίας που καθορίζονται από τη σύμβαση και από το άρθρο 47, σημείο 1, στοιχείο β', του ως άνω καθεστώτος, καθώς και, ενδεχομένως, από τις εσωτερικές διατάξεις που θεσπίζονται από το οικείο κοινοτικό όργανο, να μην ανανεώσει, ή να ανανεώσει μόνο για διάρκεια μικρότερη του προβλεπόμενου από τη σύμβαση ανωτάτου ορίου, μια τέτοια σύμβαση κατά τη λήξη ισχύος της.

      (βλ. σκέψεις 38 έως 40)

      Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Οκτωβρίου 2002, Τ-330/00 και Τ-114/01, Cocchi και Hainz κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, α Ι-Α-193 και ΙΙ-987, σκέψη 83

    2.  Η αρμόδια αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την ανανέωση της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ενός εκτάκτου υπαλλήλου, οπότε ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ελλείψεως προδήλου σφάλματος ή καταχρήσεως εξουσίας.

      Όσον αφορά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας στην οποία προβαίνει η ως άνω αρχή, η οποία εκτίμηση προϋποθέτει, δυνάμει του καθήκοντος αρωγής της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της, ότι λαμβάνεται επίσης υπόψη το συμφέρον του ενδιαφερομένου εκτάκτου υπαλλήλου, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η οικεία αρχή ενήργησε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε τη διακριτική ευχέρεια της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

      (βλ. σκέψε ις 50 και 51)

      Παραπομπή: ΛΕΚ, 26 Φεβρουαρίου 1981, 25/80, De Briey κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, α 637, σκέψη Τ ΔΕΚ, 29 Ιουνίου 1994, C-298/93 Ρ, Klinke κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1994, σ. I-3009, σκέψη 38· ΠΕΚ, 28 Ιανουαρίου 1992, Τ-45/90, Speybrouck κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, α II-33, σκέψεις 97 και 98· HĽK, 17 Μαρτίου 1994, Τ-51/91,1 loyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α Ι-Λ-103 και II-341, σκέψη 27-ΠΕΚ, 17 Μαρτίου 1994, Τ-52/91, Smets κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, ο. Ι-Λ-107 και II-353, σκέψη 24· ΠΕΚ, 18 Απριλίου 1996, Τ-13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-167 και II-503, σκέψη 52· ΠΕΚ, 14 Ιουλίου 1997, Τ-123/95, Β κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, α Ι-Α-245 και II-697, σκέψη 70· ΠΕΚ, 11 Φεβρουαρίου 1999, Τ-79/98, Carrasco Benítez κατά ΕΟΑΦ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, ο. Ι-Α-29 και II-127, σκέψη 55' ΠΕΚ, 12 Δεκεμβρίου 2000, Τ-223/99, Dcjaiffe κατά ΙΈΕΑ. Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, α Ι-Α-277 και ΙΙ-1267, σκέψη 53

    3.  Το άρθρο 26 του Κ.ΥΚ, σύμφωνα με το οποίο ο ατομικός φάκελος του υπαλλήλου πρέπει να περιέχει όλα τα έγγραφα που αφορούν την υπηρεσιακή του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση ή τη συμπεριφορά του, καθώς και τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά, έχει ως σκοπό να διασφαλίζει το δικαίωμα άμυνας του υπαλλήλου αποφεύγοντας όπως οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και θίγουν την υπηρεσιακή του κατάσταση και τη σταδιοδρομία του στηρίζονται σε αφορώντα τη συμπεριφορά του στοιχεία τα οποία δεν μνημονεύονται στον ατομικό του φάκελο. Επομένως, μια απόφαση που στηρίζεται σε τέτοια στοιχεία αντίκειται οτις εγγυήσεις του ΚΥΚ και πρέπει να ακυρωθεί ως ληφθείσα κατόπιν διαδικασίας στερούμενης νομιμότητας. Εντούτοις, η μη αναφορά, στον ατομικό φάκελο του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, των στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται μια απόφαση της Διοικήσεως μπορεί να καταστήσει άκυρη την εν λόγω απόφαση μόνον αν τα ως άνω στοιχεία άσκησαν καθοριστική επιρροή στην επιλογή που πραγματοποίησε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

      (βλ. σκέψεις 70 και 71)

      Παραπομπή: ΔΕΚ, 3 Φεβρουαρίου 1971, 21/70, Rittweger, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 675, σκέψεις 29 έως 41· ΔΕΚ, 28 Ιουνίου 1972, 88/71, Brasseur κατά Κοινοβουλίου, ECR α 499, σκέψη 18 (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις)· ΔΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 739, σκέψη 11· ΠΕΚ, 30 Νοεμβρίου 1993, Τ-78/92, Περάκης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-1299, σκέψη 27· ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-109/92, Lacruz Bassols κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α Ι-Α-31 και ΙΙ-105, σκέψη 68

    4.  Η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής, το οποίο αναφέρεται στην εκ μέρους της διοικητικής αρχής χρήση των εξουσιών της προς επίτευξη σκοπού διαφορετικού από εκείνον για τον οποίον της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον εάν φαίνεται, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συνεκτικών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε για την επίτευξη σκοπών διαφορετικών από αυτούς που επικαλείται το εκδόν όργανο.

      (βλ. σκέψη 82)

      Παραπομπή: ΠΕΚ, 11 Ιουνίου 1996, Τ-118/95, Anacoreta Correia κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-283 και ΙΙ-835, σκέψη 25· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 1999, Τ-112/96 και Τ-115/96, Séché κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, α Ι-Α-115 και ΙΙ-623, σκέψη 139· ΠΕΚ, 16 Ιανουαρίου 2001, Τ-97/99 και Τ-99/99, Charnier και O'Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι-Α-1 και ΙΙ-1, σκέψη 104

    Top