EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001CJ0353

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή — Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας — Διαταγή απευθυνόμενη σε κοινοτικό όργανο — Δεν επιτρέπεται — (Άρθρο 230 ΕΚ)

2. Αναίρεση — Λόγοι — Απλή επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου — Απαράδεκτο — Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο — Παραδεκτό — (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχ. γ΄)

3. Συμβούλιο — Επιτροπή — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των κοινοτικών αυτών οργάνων — Αποφάσεις 93/731 και 94/90 — Εξαιρέσεις από την αρχή προσβάσεως στα έγγραφα — Άρνηση χορηγήσεως προσβάσεως σε έγγραφο χωρίς προηγούμενη εξέταση της δυνατότητας μερικής προσβάσεως στα μη καλυπτόμενα από τις εξαιρέσεις στοιχεία — Παράνομος χαρακτήρας — Θεραπεία της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της δίκης — Δεν επιτρέπεται — (Απόφαση 93/731 του Συμβουλίου· απόφαση 94/90 της Επιτροπής)

Περίληψη

1. Στο πλαίσιο του στηριζομένου στο άρθρο 230 ΕΚ ελέγχου νομιμότητας, ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να απευθύνει εντολές. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως, όταν ζητείται από το Δικαστήριο να καλέσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή να αναθεωρήσουν τη θέση τους και να καταστήσουν δυνατή για τον αναιρεσείοντα την πρόσβαση στα οικεία έγγραφα, ή να του παράσχουν πρόσβαση, έστω και μερική, στα έγγραφα αυτά, αφού διαγραφούν ή διασκευαστούν τα χωρία που μπορούν ευλόγως να χαρακτηριστούν ως δυνάμενα να βλάψουν τις διεθνείς σχέσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

βλ. σκέψεις 15-16

2. Από τα άρθρα 225 ΕΚ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από το Πρωτοδικείο. Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρετική διαδικασία θα εστερείτο μέρος του νοήματός της.

βλ. σκέψεις 25-27

3. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται, βάσει των αποφάσεων 93/731, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου, και 94/90, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής, και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, να εξετάζουν αν πρέπει να παρασχεθεί δυνατότητα μερικής προσβάσεως στα στοιχεία που δεν καλύπτονται από τις εξαιρέσεις. Ελλείψει τέτοιας εξετάσεως, μια απόφαση περί απορρίψεως αιτήματος προσβάσεως σε έγγραφο πρέπει να ακυρώνεται ως ενέχουσα πλάνη περί το δίκαιο, ακόμη και αν, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και συνεκτιμωμένης της φύσεως των οικείων εγγράφων, η πλάνη περί το δίκαιο ουδεμία επίπτωση είχε στο αποτέλεσμα της εκτιμήσεως των εν λόγω οργάνων.

Το να παρασχεθεί στο Συμβούλιο και την Επιτροπή η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν στον ενδιαφερόμενο τους λόγους αρνήσεως παροχής δυνατότητας μερικής προσβάσεως σε έγγραφο για πρώτη φορά ενώπιον του κοινοτικού δικαστή στερεί από τις δικονομικές επιταγές που προβλέπουν ρητώς οι αποφάσεις 93/731 και 94/90 την πρακτική αποτελεσματικότητά τους και προσβάλλει σοβαρά τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου που έγκεινται, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, στο ότι κάθε βλαπτική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται προκειμένου να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη ή αν πάσχει ελάττωμα που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της νομιμότητάς της.

βλ. σκέψεις 30-32

Top