Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0378

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προσφυγή ακυρώσεως - Δικαίωμα της Επιτροπής να ασκήσει την προσφυγή - Θέση που έλαβε η Επιτροπή κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως - Δεν έχει επίπτωση

    (Άρθρο 230 ΕΚ)

    2. Προσφυγή ακυρώσεως - Λόγοι - Έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας - Λόγος ακυρώσεως διακεκριμένος εκείνου ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

    (Άρθρο 230 ΕΚ)

    3. Πράξεις των οργάνων - Κανονισμοί - Βασικοί και εκτελεστικοί κανονισμοί - Εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται από το Συμβούλιο - Αρχές και κανόνες για την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στη δεύτερη απόφαση περί επιτροπών - Μη δεσμευτικός χαρακτήρας των κριτηρίων επιλογής μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών που θεσπίζει η απόφαση

    (Άρθρο 202 ΕΚ· απόφαση 1999/468 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

    4. Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Πράξη που αφίσταται από ενδεικτικό κανόνα συμπεριφοράς

    (Άρθρο 253 ΕΚ· απόφαση 1999/468 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

    5. Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Περιεχόμενο

    (Άρθρο 253 ΕΚ)

    Περίληψη

    1. Το άρθρο 230 ΕΚ παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να αμφισβητεί, ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα οιασδήποτε πράξεως που εκδίδεται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη θέση που έλαβε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία θεσπίσεως της επίμαχης πράξεως.

    ( βλ. σκέψη 28 )

    2. Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως διακεκριμένο εκείνου ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως και συνίσταται στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, κατά την έννοια του ιδίου άρθρου.

    ( βλ. σκέψη 34 )

    3. Δεδομένου ότι η απόφαση 1999/468 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (δεύτερη απόφαση περί επιτροπών) αποτελεί πράξη παραγώγου δικαίου, δεν μπορεί να προσθέσει τίποτε στους κανόνες της Συνθήκης.

    Εντούτοις, από το άρθρο 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, βάσει του οποίου εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, προκύπτει ότι το Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει αρχές και κανόνες στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται οι όροι ασκήσεως των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή. Επομένως, οι ως άνω αρχές και κανόνες πρέπει να τηρούνται κατά την έκδοση των πράξεων που αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή, είτε πρόκειται για πράξεις που εκδίδονται από το Συμβούλιο μόνο του είτε για πράξεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της συναποφάσεως με το Κοινοβούλιο. Βάσει των εν λόγω αρχών και κανόνων, το Συμβούλιο μπορεί να καθορίσει τον τρόπο επιλογής μεταξύ των διαφόρων διαδικασιών στις οποίες μπορεί να υπαχθεί η εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται, με τη διευκρίνιση ότι το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίσει δεσμευτικά κριτήρια ή να περιοριστεί στη θέσπιση ενδεικτικών κριτηρίων.

    Από τη διατύπωση του άρθρου 2 της προαναφερθείσας αποφάσεως και από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προκύπτει ότι το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως θεσπίζει απλώς ενδεικτικά κριτήρια, πράγμα που επιβεβαιώνεται, επιπλέον, από μια κοινή δήλωση την οποία διατύπωσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της αποφάσεως.

    ( βλ. σκέψεις 39-47 )

    4. Έστω και αν πράξη εκδοθείσα από κοινοτικό θεσμικό όργανο δεν θεσπίζει κανόνα δικαίου που το εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρεούται εν πάση περιπτώσει να τηρήσει, αλλά θεσπίζει απλώς ενδεικτικό κανόνα συμπεριφοράς για την ακολουθητέα πρακτική, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν μπορεί να αποστεί από τον κανόνα αυτό χωρίς να παρέχει τους λόγους που το οδήγησαν σ' αυτό.

    Τούτο ισχύει για το άρθρο 2 της αποφάσεως 1999/468 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (δεύτερη απόφαση περί επιτροπών), λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η ως άνω διάταξη. Επομένως, οσάκις ο κοινοτικός νομοθέτης αποκλίνει, κατά την επιλογή διαδικασίας επιτροπής, από τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως, οφείλει να αιτιλογήσει την επιλογή του αυτή. Συγκεκριμένα, από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως προκύπτει ότι τα κριτήρια για την επιλογή της διαδικασίας επιτροπής καθορίστηκαν προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνοχή και προβλεψιμότητα στην επιλογή επιτροπής. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν ο κοινοτικός νομοθέτης μπορούσε, κατά την έκδοση βασικής πράξεως που αναθέτει αρμοδιότητες εκτελέσεως στην Επιτροπή, να αποκλίνει από τα κριτήρια που καθορίζονται στη δεύτερη απόφαση περί επιτροπών, χωρίς να υποχρεούται να εκθέσει τους λόγους που τον οδήγησαν σ' αυτό.

    ( βλ. σκέψεις 51-55 )

    5. Η αιτιολογία κοινοτικής πράξεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της πράξεως και πρέπει να εγκρίνεται από τον ίδιο τον συντάκτη της πράξεως, οπότε δήλωση διατυπωθείσα από το Συμβούλιο μόνο του δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποτελέσει την αιτιολογία κανονισμού που εκδόθηκε από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπως είναι ο κανονισμός 1655/2000 σχετικά με το χρηματοδοτικό μέσον για το περιβάλλον (LIFE).

    ( βλ. σκέψη 66 )

    Top