Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62000CJ0011

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) - Κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF - Πεδίο εφαρμογής - Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - Εμπίπτει

    (Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3)

    2. Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας - Πράξεις των οποίων μπορεί να προβληθεί η έλλειψη νομιμότητας - Κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) - Κοινοτική κανονιστική πράξη που δεν έχει ως αποδέκτη το κοινοτικό όργανο το οποίο επικαλείται την έλλειψη νομιμότητας - Παραδεκτό

    (Άρθρα 230 ΕΚ και 241 ΕΚ)

    3. Δημοσιονομικές διατάξεις - Οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας - Έννοια - Πόροι και έξοδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας - Περιλαμβάνονται

    (Άρθρο 280 ΕΚ)

    4. Δημοσιονομικές διατάξεις - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας - Άρθρο 280 ΕΚ - Αντικείμενο - Περιεχόμενο - Θέσπιση κανονιστικών μέτρων που έχουν εφαρμογή στο εσωτερικό των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και οργανισμών - Εμπίπτει

    (Άρθρο 280 ΕΚ)

    5. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - Υποχρέωση διαβούλευσης με την Τράπεζα πριν από την έκδοση πράξης που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της - Πεδίο εφαρμογής - Μέτρα με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας - Δεν εμπίπτουν

    (Άρθρο 105 § 4 ΕΚ· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

    6. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - Ανεξαρτησία - Περιεχόμενο - Κανονιστικά μέτρα του κοινοτικού νομοθέτη που μπορούν να εφαρμοστούν στην Τράπεζα - Επιτρέπονται - Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 108 ΕΚ· καταστατικά του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών)

    7. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - Ανεξαρτησία - Εφαρμογή του κανονισμού 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) - Συμβιβαστό

    (Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· απόφαση 1999/352 της Επιτροπής)

    8. Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) - Κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF - Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του - Δεν συντρέχει

    (Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

    9. Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) - Κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF - Παράβαση από την απόφαση 1999/726 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την πρόληψη της απάτης

    (Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· απόφαση 1999/726 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)

    Περίληψη

    1. Ο κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μεταξύ άλλων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συγκεκριμένα ο όρος «θεσμικά όργανα και οργανισμοί που ιδρύθηκαν από τις συνθήκες ή βάσει αυτών» από το άρθρο 1, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι δεν καλύπτει την ΕΚΤ. Ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων του καταστατικού της στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ιδρύθηκε με τη Συνθήκη όπως προκύπτει από το άρθρο 8 ΕΚ. Δεν προκύπτει καθόλου ούτε από το προοίμιο ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού 1073/1999 ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να χαράξει οποιαδήποτε διαχωριστική γραμμή μεταξύ των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών που ιδρύθηκαν από τις συνθήκες ή βάσει αυτών και δη αποκλείοντας από αυτά τα όργανα ή τους οργανισμούς που έχουν πόρους διακριτούς του κοινοτικού προϋπολογισμού. Η έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αντιθέτως υπογραμμίζει ρητά την ανάγκη επεκτάσεως του πεδίου των εσωτερικών ερευνών της OLAF σε «όλα» τα εν λόγω θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς.

    ( βλ. σκέψεις 63-67 )

    2. Ναι μεν αφενός η απόφαση των κοινοτικών οργάνων που δεν προσβλήθηκε από τον αποδέκτη της εντός της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ καθίσταται απρόσβλητη έναντι αυτού και αφετέρου η γενική αρχή, της οποίας το άρθρο 241 ΕΚ αποτελεί την έκφραση και η οποία επιδιώκει να διασφαλίζει ότι κάθε διάδικος έχει ή είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει μια κοινοτική πράξη η οποία αποτελεί το έρεισμα αποφάσεως που ελήφθη εις βάρος του, ουδόλως απαγορεύει ένας κανονισμός να καταστεί απρόσβλητος για έναν ιδιώτη, έναντι του οποίου πρέπει να θεωρείται ατομική απόφαση και ο οποίος αναμφιβόλως θα μπορούσε να ζητήσει την ακύρωσή του δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, πράγμα το οποίο εμποδίζει τον εν λόγω ιδιώτη να προτείνει ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού αυτού, πλην όμως οι αρχές αυτές ουδόλως επηρεάζουν τον κανόνα του άρθρου 241 ΕΚ που προβλέπει ότι κάθε διάδικος μπορεί, στο πλαίσιο διαφοράς κατά την οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση η ισχύς κανονισμού κατά την έννοια της διάταξης αυτής, να επικαλείται τους ισχυρισμούς που προβλέπει το άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και να προβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου το ανεφάρμοστο του κανονισμού αυτού.

    Συνεπώς, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως κοινοτικού οργάνου στηριζομένης στην παράβαση εκ μέρους αυτού του κανονισμού 1073/1999 σχετικά με τις έρευνας που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF), δεν μπορεί να αποκλειστεί το δικαίωμα του οργάνου αυτού να επικαλεστεί την ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότηος του εν λόγω κανονισμού δεδομένου ότι ο κανονιστικός χαρακτήρας του δεν αμφισβητήθηκε από κανένα διάδικο και ειδικότερα δεν υποστηρίχθηκε ούτε ότι ο κανονισμός πρέπει να εξομοιωθεί με απόφαση ούτε ότι στην περίπτωση αυτή το εν λόγω όργανο είναι ο αποδέκτης του.

    ( βλ. σκέψεις 74-78 )

    3. Η έκφραση «οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας» που απαντά στο άρθρο 280 ΕΚ έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει όχι μόνο τα έσοδα και τα έξοδα του κοινοτικού προϋπολογισμού αλλά, καταρχήν, και αυτά που αφορούν τον προϋπολογισμό άλλων οργάνων και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί με τη Συνθήκη. Η έκφραση αυτή είναι χαρακτηριστική του άρθρου 280 ΕΚ και διαφέρει από την ορολογία που χρησιμοποιούν άλλες διατάξεις του τίτλου ΙΙ του πέμπτου τμήματος της Συνθήκης ΕΚ που αναφέρονται ανεξαιρέτως στον «προϋπολογισμό» της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η έκφραση αυτή εμφανίζεται ευρύτερη από την έκφραση «έσοδα και [...] έξοδα της Κοινότητας» που απαντά μεταξύ άλλων στο άρθρο 268 ΕΚ. Αυτό τούτο το γεγονός ότι ένα όργανο ή οργανισμός έλκει την καταγωγή του από τη Συνθήκη υποδηλώνει, τέλος, ότι σχεδιάστηκε για να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το εντάσσει στο κοινοτικό πλαίσιο έτσι ώστε τα μέσα τα οποία διαθέτει κατ' εφαρμογήν της εν λόγω συνθήκης αντιπροσωπεύουν εκ φύσεως οικονομικό συμφέρον ίδιο και άμεσο γι' αυτήν.

    Βάσει της Συνθήκης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εντάσσεται στο κοινοτικό πλαίσιο και οι πόροι της και η χρησιμοποίησή τους εμφανίζουν πρόδηλο οικονομικό συμφέρον για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τους στόχους της. Για τον λόγο αυτό ο όρος «οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας» κατά την έννοια του άρθρου 280 ΕΚ καλύπτει επίσης τα έσοδα και τα έξοδα της τράπεζας αυτής.

    ( βλ. σκέψεις 89-93, 95 )

    4. Προσθέτοντας στο άρθρο 280 ΕΚ τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4, σαφώς οι συντάκτες της Συνθήκης του Άμστερνταμ θέλησαν να ενισχύσουν την καταπολέμηση της απάτης και των παρατυπιών κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ιδίως αναθέτοντας ρητά σ' αυτήν ίδια αποστολή της «καταπολέμησης», όπως και στην περίπτωση των κρατών μελών, της απάτης και των παρατυπιών με τη λήψη μέτρων «αποτρεπτικού» χαρακτήρα που θα προσφέρουν «αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη». Το γεγονός ότι το άρθρο 280, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό ουδόλως σημαίνει ότι παραπέμπει μόνο στις επόμενες παραγράφους και ιδίως στην παράγραφο 4 για να προσδιορίσει την έκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας σ' αυτόν τον τομέα. Πράγματι, το άρθρο 280, παράγραφος 4, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι συμπληρώνει την οριοθέτηση της κοινοτικής αρμοδιότητας και διευκρινίζει ορισμένους όρους της ασκήσεώς της.

    Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι το άρθρο 280, παράγραφος 4, ΕΚ αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανάγκη συμβολής στην εξασφάλιση προστασίας αποτελεσματικής και ισοδύναμης στα κράτη μέλη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη της σιωπηρής βούλησης των συντακτών της Συνθήκης του Άμστερνταμ να επιβάλλουν στη δράση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ένα πρόσθετο όριο, τόσο βασικό όσο η απαγόρευση καταπολέμησης της απάτης και των λοιπών παρατυπιών που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντά της με τη λήψη κανονιστικών μέτρων αφορώντων τα θεσμικά όργανα, τα όργανα και τους οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ή βάσει αυτών. Εκτός του ότι ένας τέτοιος περιορισμός της κοινοτικής αρμοδιότητας δεν προκύπτει από το άρθρο 280 ΕΚ, δεν θα συμβιβαζόταν καθόλου με τους στόχους που εξυπηρετεί η διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα για να είναι αποτελεσματική η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πρέπει οπωσδήποτε η αποτροπή και η καταπολέμηση της απάτης και των λοιπών παρατυπιών να καλύπτουν όλα τα επίπεδα στα οποία ενδέχεται να θιγούν τα συμφέροντα αυτά από τέτοιου είδους φαινόμενα και συχνά μπορεί να συμβεί ότι σ' αυτά τα υπό καταπολέμηση φαινόμενα εμπλέκονται συγχρόνως παράγοντες από διάφορα επίπεδα.

    ( βλ. σκέψεις 100-104 )

    5. Η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 105, παράγραφος 4, ΕΚ, της διαβουλεύσεως με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οσάκις επίκειται η έκδοση πράξης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της, σκοπεί, κυρίως να εξασφαλίσει ότι ο συντάκτης της πράξεως θα εκδώσει την πράξη αφού ακούσει τον οργανισμό ο οποίος, λόγω των ειδικών αρμοδιοτήτων που ασκεί στο κοινοτικό πλαίσιο και στον συγκεκριμένο τομέα και λόγω του υψηλού βαθμού ειδίκευσης που τον χαρακτηρίζει είναι ιδιαίτερα σε θέση να συμβάλει επωφελώς στην προτεινόμενη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως.

    Αυτό όμως δεν ισχύει για τον τομέα της καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, στον οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει αναλάβει ειδική αποστολή. Το γεγονός ότι ο κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνας που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF), μπορεί να επηρεάσει την εσωτερική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν επιτρέπει τη διάκριση της τελευταίας σε σχέση με τα λοιπά θεσμικά όργανα, όργανα ή οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες.

    ( βλ. σκέψεις 110-111 )

    6. Από το γράμμα του άρθρου 108 ΕΚ, προκύπτει ότι οι εξωτερικές επιρροές από τις οποίες η διάταξη αυτή επιδιώκει να προστατεύσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα οικεία όργανα λήψεως αποφάσεων είναι αυτές που είναι ικανές να επηρεάσουν την εκτέλεση των «καθηκόντων» που αναθέτουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η Συνθήκη ΕΚ και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Η διάταξη αυτή σκοπεί στην ουσία να προστατεύσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από κάθε πολιτική πίεση προκειμένου να της δώσει τη δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά τους στόχους που εξυπηρετούν τα καθήκοντά της χάρη στην ανεξάρτητη άσκηση των ειδικών εξουσιών που έχει προς τούτο, δυνάμει της Συνθήκης και του εν λόγω καταστατατικού. Αντίστοιχα, η αναγνώριση υπέρ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μιας τέτοιας ανεξαρτησίας δεν έχει ως συνέπεια να την αποσπάσει εξ ολοκλήρου από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και να την εξαιρέσει από κάθε κανόνα κοινοτικού δικαίου. Κανένα στοιχείο δεν στηρίζει την άποψη ότι αποκλείεται εκ των προτέρων η δυνατότητα του κοινοτικού νομοθέτη, στο πλαίσιο των εξουσιών που έχει δυνάμει της Συνθήκης και υπό τους όρους που προβλέπει αυτή, να λαμβάνει μέτρα που μπορούν να έχουν εφαρμογή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

    ( βλ. σκέψεις 134-136 )

    7. Ούτε το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) ιδρύθηκε από την Επιτροπή και εντάσσεται στη διοικητική και δημοσιονομική δομή της υπό τους όρους που προβλέπει η απόφαση 1999/352 ούτε το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης ανέθεσε σ' αυτό το εξωτερικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όργανο εξουσίες έρευνας υπό τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) είναι αφ' εαυτών ικανά να θίξουν την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

    Πράγματι, το σύστημα που καταρτίζει ο κανονισμός αυτός μεταφράζει τη σταθερή βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να υπαγάγει τη χορήγηση των εξουσιών που αναθέτει στην OLAF, αφενός, στην ύπαρξη εγγυήσεων που θα εξασφαλίζουν την απόλυτη ανεξαρτησία της υπηρεσίας αυτής ιδίως έναντι της Επιτροπής και, αφετέρου, να εξαρτήσει τις εξουσίες αυτές από την πλήρη τήρηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το πρωτόκολλο των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες καθώς και τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό τους. Η άσκηση των εξουσιών αυτών υπόκειται σε διάφορους κανόνες και ειδικές εγγυήσεις ενώ το αντικείμενό τους οριοθετείται σαφώς. Το σύστημα ερευνών που θεσπίζει ο κανονισμός 1073/1999 σκοπεί ειδικότερα να καταστήσει δυνατή τη διερεύνηση υπονοιών απάτης, δωροδοκίας ή άλλης παράνομης δραστηριότητας κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και η απόφαση του διευθυντή της OLAF να αρχίσει έρευνα, δεν χωρεί αν δεν υπάρχουν αρκούντως σοβαρές υπόνοιες. Οι εσωτερικές έρευνες που μπορεί να διεξάγει η OLAF πρέπει, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, να διεξάγονται υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι αποφάσεις που λαμβάνει το κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός, οπότε δεν αποκλείεται ενδεχόμενες ιδιαιτερότητες αναγόμενες στην εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ληφθούν υπόψη από την τελευταία σε περίπτωση που λάβει τέτοια απόφαση με την επιφύλαξη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα οφείλει να αποδείξει την ανάγκη των περιορισμών που θα προβλέψει προς τούτο.

    ( βλ. σκέψεις 138-141, 143 )

    8. Ο κανονισμός 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) δεν μπορεί να κριθεί ανεφάρμοστος έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

    Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι, είναι αναγκαίο, προκειμένου να ενισχυθεί η πρόληψη και η καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και των άλλων παρατυπιών κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να καταρτιστεί ένας μηχανισμός ελέγχου που θα είναι συγχρόνως κεντρικός εντός ενός και του αυτού οργάνου, εξειδικευμένος και θα ασκείται κατά τρόπο ανεξάρτητο και ομοιόμορφο σε σχέση με τα εν λόγω θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ή βάσει αυτών και δη παρά το ότι τα εν λόγω θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί έχουν τους δικούς τους μηχανισμούς ελέγχου. Συναφώς, αφενός τα καθήκοντα έρευνας που ανατίθενται στην OLAF διαφέρουν εκ της φύσεώς τους και του ειδικοτέρου αντικειμένου τους, από τα καθήκοντα γενικού ελέγχου όπως αυτά που έχουν ανατεθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο όσον αφορά την εξέταση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στους εξωτερικούς ελεγκτές όσον αφορά τον έλεγχο των λογαριασμών της. Όσον αφορά εξάλλου τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης και στην επιτροπή καταπολέμησης της απάτης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με την απόφαση 1999/726 σχετικά με την πρόληψη της απάτης, ο κοινοτικός νομοθέτης θεωρεί ενδεχομένως ότι οι χωριστοί μηχανισμοί ελέγχου που καταρτίζονται στο επίπεδο των θεσμικών οργάνων, οργάνων ή οργανισμών που έχουν ιδρυθεί με τις συνθήκες ή βάσει αυτών και των οποίων τόσο η ύπαρξη όσο και τα επιμέρους ζητήματα απόκεινται στην εκτίμηση εκάστου οργάνου δεν συνιστούν, λύση που παρουσιάζει βαθμό αποτελεσματικότητας ισοδύναμο με αυτήν που μπορεί να έχει ένα σύστημα συγκεντρώσεως της αρμοδιότητας έρευνας στους κόλπους ενός και του αυτού οργάνου, εξειδικευμένου και ανεξαρτήτου.

    ( βλ. σκέψεις 158-160, 164 )

    9. Η απόφαση 1999/726 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με την πρόληψη της απάτης συνιστά παράβαση του κανονισμού 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) και ιδίως του άρθρου 4 και υπέρβαση του περιθωρίου οργανωτικής αυτονομίας που διατηρεί η τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης διότι, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων και του διατακτικού της, η απόφαση αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο κανονισμός 1073/1999 δεν έχει εφαρμογή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και απηχεί κατά συνέπεια τη βούληση της τελευταίας να οργανώσει κατά τρόπο αποκλειστικό την καταπολέμηση της απάτης στους κόλπους της, αποκλείοντας την εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός και αντικαθιστώντας την απόφαση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1, δεύτερο εδάφιο, και 6, του κανονισμού αυτού με την κατάρτιση ενός συστήματος διακριτού και ιδίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

    ( βλ. σκέψεις 173, 176, 181-182 )

    Top