Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999TO0342

    Περίληψη της διατάξεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Διαδικασία – Έξοδα – Καθορισμός – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Έννοια

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β΄)

    2. Διαδικασία – Έξοδα – Καθορισμός – Στοιχεία δυνάμενα να λαμβάνονται υπόψη

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β΄)

    3. Διαδικασία – Έξοδα – Καθορισμός – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Έννοια – Παρέμβαση περισσοτέρων του ενός δικηγόρων

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β΄)

    4. Διαδικασία – Έξοδα – Καθορισμός – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Έννοια – Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι – Παρέμβαση περισσοτέρων του ενός δικηγόρων – Σώρευση αμοιβών barrister και solicitor – Επιτρέπεται – Όρια

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β΄)

    5. Διαδικασία – Έξοδα – Καθορισμός – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Έννοια – Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι – Αμοιβές οικονομολόγου – Επιτρέπεται η αναζήτηση στο πλαίσιο διαφορών που αφορούν κατ’ ουσίαν οικονομικές εκτιμήσεις

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β΄)

    6. Διαδικασία – Έξοδα – Καθορισμός – Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν – Έννοια – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Αποκλείεται στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχ. β΄)

    Περίληψη

    1. Από το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου απορρέει ότι τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν περιορίζονται, αφενός, σ’ αυτά στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας και, αφετέρου, σ’ αυτά που ήσαν αναγκαία για τον σκοπό αυτό.

    Κατ’ εφαρμογήν των αρχών αυτών, το ποσό των δυναμένων να αναζητηθούν εξόδων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος των αναγκαίων εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο αιτών για τους σκοπούς της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας. Επομένως, δεν μπορεί ο αιτών να προβάλλει το περιεχόμενο της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, τις θέσεις που έλαβε η Επιτροπή ή εθνική αρχή κατόπιν της αποφάσεως αυτής ή, γενικότερα, την ανάγκη υπάρξεως αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προκειμένου να λάβει περισσότερα από όσα δικαιούται βάσει του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Εξάλλου, οι ισχύοντες επί του καθορισμού του ύψους των δυναμένων να αναζητηθούν εξόδων κανόνες είναι αυτοί που έχουν θεσπισθεί από τον Κανονισμό Διαδικασίας και δεν μπορούν να συναχθούν, κατ’ αναλογίαν, από το προβαλλόμενο από τον αιτούντα εθνικό δικονομικό δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 13-15)

    2. Ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει την ευχέρεια να καθορίζει τις οφειλόμενες από τους διαδίκους στους δικούς τους δικηγόρους αμοιβές αλλά να προσδιορίζει το ποσό μέχρι το ύψος του οποίου μπορούν να αποδίδονται οι αμοιβές αυτές από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα διάδικο. Αποφαινόμενο επί αιτήσεως καθορισμού των εξόδων, το Πρωτοδικείο δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη εθνικά τιμολόγια σχετικά με τις αμοιβές των δικηγόρων ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του.

    Ελλείψει σχετικών με τιμές κοινοτικών διατάξεων, το Πρωτοδικείο οφείλει να εκτιμά ελευθέρως τα δεδομένα της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου καθώς και τις δυσχέρειες της υποθέσεως, τον όγκο της εργασίας που η ένδικη διαδικασία προκάλεσε στους παρεμβάντες εκπροσώπους και συμβούλους καθώς και τα οικονομικά συμφέροντα που η διαφορά αντιπροσώπευε για τους διαδίκους.

    (βλ. σκέψεις 17-18)

    3. Προκειμένου περί του όγκου της εργασίας που η σχετική διαδικασία προκάλεσε στους συμβούλους του αιτούντος, στον δικαστή εναπόκειται να λάβει κυρίως υπόψη τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που μπορεί αντικειμενικώς να κριθούν απαραίτητες για τον σκοπό της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, και τούτο ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκαν οι παρασχεθείσες εργασίες. Συναφώς, η δυνατότητα που έχει ο κοινοτικός δικαστής να εκτιμήσει την αξία της πραγματοποιηθείσας εργασίας εξαρτάται από την ακρίβεια των παρασχεθέντων στοιχείων.

    (βλ. σκέψη 30)

    4. Στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να καθορίσει αν, και σε ποιο βαθμό, οι αμοιβές των οποίων ένας διάδικος ζητεί την απόδοση αποτελούν έξοδα που υπήρξαν αναγκαία για την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Προκειμένου περί των ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων διαφορών, δεν υφίσταται νομικό ή δεοντολογικό εμπόδιο στη δυνατότητα που έχει ένας διάδικος να εκπροσωπηθεί αποκλειστικώς, είτε από solicitor είτε από barrister Αγγλίας και Ουαλίας τόσο στο πλαίσιο της έγγραφης όσο και σε αυτό της προφορικής διαδικασίας. Ωστόσο, εξ αυτού δεν έπεται ότι, όταν ένας πελάτης αποφασίσει να εκπροσωπηθεί ταυτόχρονα και από solicitor και από barrister, οι οφειλόμενες και στον ένα και στον άλλο αμοιβές θεωρούνται ως έξοδα αναγκαία για τη διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Προκειμένου περί του καθορισμού των εξόδων υπό τις περιστάσεις αυτές, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να εξετάσει τον βαθμό στον οποίο οι παρασχεθείσες από το σύνολο των σχετικών συμβούλων υπηρεσίες ήσαν αναγκαίες για τη διεξαγωγή της ένδικης διαδικασίας και να βεβαιωθεί ότι η πρόσληψη των δύο κατηγοριών συμβούλων δεν είχε ως συνέπεια αδικαιολόγητο διπλασιασμό των εξόδων. Όταν ένας προσφεύγων επιδιώκει, με την προσφυγή του, να πετύχει την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής ληφθείσας μετά το πέρας διοικητικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ο εν λόγω προσφεύγων εκπροσωπούνταν από την ίδια ομάδα νομικών συμβούλων, τα αναγκαία έξοδα όσον αφορά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία αφορούν, κατ’ ουσίαν, αυτά που έχουν σχέση με την προετοιμασία και τη σύνταξη των υπομνημάτων και των απαντήσεων στα διατασσόμενα από το Πρωτοδικείο μέτρα οργανώσεως και διεξαγωγής των αποδείξεων και με τη συμμετοχή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Εξ αυτού έπεται ότι, π.χ., όταν ένας πελάτης αποφασίσει, μετά από συμβουλή του solicitor του, να προσφύγει στις υπηρεσίες ενός barrister προκειμένου ο τελευταίος να τον συμβουλεύσει σχετικά με την τυχόν άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, αυτός δε ο barrister εντέλλεται να συντάξει τα σχετικά έγγραφα και να εκπροσωπήσει τον πελάτη κατά την προφορική διαδικασία, τα αναγκαία έξοδα του solicitor περιορίζονται στα έξοδα τα σχετικά με την παροχή της σχετικής εντολής στον barrister, στην εκτέλεση των πράξεων που υποδεικνύει ο τελευταίος, στο γεγονός της τελειοποιήσεως και της καταθέσεως των υπομνημάτων και στη συμμετοχή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση

    (βλ. σκέψεις 41-45)

    5. Ενόψει της ουσιωδώς οικονομικής φύσεως των εκτιμήσεων της Επιτροπής στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως, η παρέμβαση συμβούλων ή οικονομικών εμπειρογνωμόνων ειδικευμένων στον τομέα αυτό προκειμένου να συμπληρωθεί η εργασία των νομικών συμβούλων είναι δυνατόν ενίοτε να αποδειχθεί απαραίτητη, οπότε οι σχετικές δαπάνες δύνανται να αναζητηθούν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    (βλ. σκέψη 55)

    6. Όταν ο αιτών υπόκειται στον φόρο προστιθεμένης αξίας, δικαιούται να ανακτήσει από τις φορολογικές αρχές τον καταβληθέντα επί των αγορασθέντων αγαθών και υπηρεσιών φόρο προστιθεμένης αξίας, ενώ ο φόρος προστιθεμένης αξίας δεν συνιστά γι’ αυτόν δαπάνη. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να ζητήσει την απόδοση του φόρου προστιθεμένης αξίας που καταβλήθηκε επί των εξόδων που μπορεί να αναζητήσει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    (βλ. σκέψη 79)

    Top