This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61999TJ0061
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Οριοθέτηση της αγοράς — Αντικείμενο — Αξιολόγηση του αντικτύπου της συμπράξεως στον ανταγωνισμό και στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο — Συνέπειες ως προς τις διατυπωθείσες κατ ' αυτής αιτιάσεις — [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)]
2. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής — Προσδιορισμός των κολαζομένων παραβάσεων — Υπεροχή του διατακτικού έναντι του αιτιολογικού — [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)]
3. Πράξεις των οργάνων — Αιτιολόγηση — Υποχρέωση — Περιεχόμενο — (Άρθρο 253 ΕΚ)
4. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια — Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά — [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
5. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμμετοχή σε συσκέψεις επιχειρήσεων με αντικείμενο που θίγει τον ανταγωνισμό — Περίσταση επιτρέπουσα, ελλείψει αποστασιοποιήσεως από τις ληφθείσες αποφάσεις, να συναχθεί η συμμετοχή στην επακόλουθη σύμπραξη — [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
6. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της διαρκείας της παραβάσεως — [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
7. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — (Κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 2)
8. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Σοβαρότητα των παραβάσεων — Τήρηση των αρχών της αναλογικότητας και της επιεικείας — (Κανονισμός 4056/86 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 2)
9. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας — Προσφυγή ακυρώσεως — Νέα εκτίμηση του ποσοστού της μειώσεως — Αποκλείεται — (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)
1. Ο ορισμός της σχετικής αγοράς δεν έχει την ίδια σημασία αφενός στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης (νυν άρθρου 81 ΕΚ) και αφετέρου στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ). Όταν πρόκειται για την εφαρμογή του άρθρου 86, ο προσήκων ορισμός της σχετικής αγοράς αποτελεί απαραίτητο και προαπαιτούμενο όρο κάθε κρίσεως αναφερομένης σε συμπεριφορά που θεωρείται αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, αφού, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει προηγουμένως να αποδειχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως εντός συγκεκριμένης αγοράς, πράγμα που σημαίνει ότι η αγορά αυτή πρέπει προηγουμένως να έχει οριοθετηθεί. Όταν πρόκειται για την εφαρμογή του άρθρου 85, σκοπός του ορισμού της σχετικής αγοράς είναι να εξακριβωθεί κατά πόσον η επίμαχη συμφωνία, η απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων ή η εναρμονισμένη πρακτική μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Γι ' αυτόν τον λόγο, οι αιτιάσεις που αφορούν τον ορισμό της αγοράς στον οποίο κατέληξε η Επιτροπή δεν μπορούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, να προσλάβουν αυτοτελή διάσταση σε σχέση με τις αιτιάσεις που αφορούν τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και την προσβολή των όρων του ανταγωνισμού. Συνεπώς, η αμφισβήτηση του ορισμού της σχετικής αγοράς είναι αλυσιτελής, εφόσον η Επιτροπή ορθώς κατέληξε, βάσει των εγγράφων των οποίων γίνεται μνεία στην απόφασή της, ότι η εν λόγω συμφωνία νόθευε τον ανταγωνισμό και μπορούσε να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.
Γεγονός παραμένει ότι οι αιτιάσεις κατά του ορισμού της σχετικής αγοράς μπορεί να αφορούν άλλα στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, όπως είναι η έκταση της εν λόγω συμπράξεως, ο ενιαίος ή συνολικός της χαρακτήρας και η έκταση της ατομικής συμμετοχής εκάστης από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, τα οποία αποτελούν στοιχεία που συνδέονται στενά με την αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ευθύνης για τη διάπραξη συλλογικών παραβάσεων. Συνεπώς, είναι ευκταίο, οσάκις η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύνθετη, συλλογική και αδιάκοπη παράβαση, όπως είναι συχνά τα καρτέλ, πέραν του ελέγχου της τηρήσεως των συγκεκριμένων προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, αν μια τέτοια απόφαση πρέπει να συνεπάγεται την προσωποπαγή ευθύνη εκάστου αποδέκτη της, η ευθύνη αυτή θα αφορά μόνον την αποδεδειγμένη συμμετοχή τους στις κολαζόμενες και ορθώς οριοθετηθείσες συλλογικές συμπεριφορές. Δεδομένου ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στις σχέσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, όχι μόνον προς τις διοικητικές αρχές αλλά και και προς τους τρίτους, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει τη σχετική αγορά ή τις σχετικές αγορές και να τις οριοθετεί στο αιτιολογικό της αποφάσεως με επαρκή ακρίβεια.
βλ. σκέψεις 27, 30-32
2. Στο διατακτικό των αποφάσεων η Επιτροπή εκθέτει τη φύση και την έκταση των παραβάσεων του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) τις οποίες κολάζει. Κατ ' αρχήν, όσον αφορά ακριβώς το περιεχόμενο και τη φύση των κολαζομένων παραβάσεων, εκείνο που έχει σημασία είναι το διατακτικό και όχι το αιτιολογικό. Μόνο σε περίπτωση ελλείψεως σαφηνείας στη διατύπωση του διατακτικού πρέπει αυτό να ερμηνεύεται μέσω του αιτιολογικού. Επομένως, προκειμένου να καθορισθεί αν η Επιτροπή κόλασε μια ενιαία παράβαση ή δύο αυτοτελείς παραβάσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον το διατακτικό αυτής της αποφάσεως, εφόσον το διατακτικό αυτό δεν προκαλεί αμφιβολίες.
βλ. σκέψεις 43, 45
3. H αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να επιτρέπει την αποτελεσματική άσκηση του ελέγχου της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα στοιχεία που του είναι αναγκαία προκειμένου να κρίνει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι. Η επάρκεια της αιτιολογίας αυτής πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της επίμαχης πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες.
βλ. σκέψη 47
4. Για να υπάρχει συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο.
Τα κριτήρια του συντονισμού και της συνεργασίας, τα οποία ουδόλως απαιτούν την επεξεργασία ενός πραγματικού " σχεδίου" , πρέπει να νοηθούν υπό το φως της αντιλήψεως που εμπεριέχεται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού της Συνθήκης και σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή την πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Αυτή η απαίτηση περί αυτοτέλειας δεν αποκλείει μεν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εμποδίζει όμως αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σ ' έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ένας επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει ο ίδιος στην αγορά.
βλ. σκέψεις 88-89
5. Άπαξ έχει αποδειχθεί ότι μια επιχείρηση συμμετείχε σε συνεδριάσεις επιχειρήσεων που στρέφονταν κατάφωρα κατά του ανταγωνισμού, εναπόκειται στην επιχείρηση αυτή να προβάλει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συνεδριάσεις στερούνταν κάθε πνεύματος στρεφομένου κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συνεδριάσεις αυτές υπό διαφορετικό πρίσμα απ ' ό,τι αυτοί. Ελλείψει μιας τέτοιας αποδείξεως περί αποστασιοποιήσεως, το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή δεν συμμορφώνεται προς τα αποτελέσματα των εν λόγω συναντήσεων ουδόλως μειώνει την ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.
Η δε έννοια της δημόσιας αποστασιοποιήσεως ως απαλλακτικού από την ευθύνη στοιχείου πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
Συναφώς, η υιοθέτηση εσωτερικών οδηγιών, οι οποίες καθιστούν σαφή τη βούληση της επιχειρήσεως να μην ευθυγραμμιστεί προς τους μετέχοντες σε σύμπραξη ανταγωνιστές της, αποτελεί μέτρο εσωτερικής οργανώσεως και, συνεπώς, ελλείψει αποδείξεων της εξωτερικεύσεως αυτών των εσωτερικών οδηγιών, δεν επαρκεί για να αποδειχθεί η αποστασιοποίηση.
βλ. σκέψεις 91, 112, 118, 135-136
6. Όσον αφορά την προβαλλόμενη διάρκεια μιας παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η αρχή της ασφαλείας δικαίου επιβάλλει στην Επιτροπή, όταν δεν έχει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει άμεσα η διάρκεια της παραβάσεως, να επικαλείται, τουλάχιστον, στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.
βλ. σκέψη 125
7. Η Επιτροπή διαθέτει, στο πλαίσιο του κανονισμού 4056/86, για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές, περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιμέτρηση των προστίμων, προκειμένου να προσανατολίζει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού.
βλ. σκέψη 170
8. Εφόσον, με μια ενιαία απόφαση η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις για δύο αυτοτελείς παραβάσεις, λόγοι επιείκειας και αναλογικότητας επιβάλλουν όπως μια επιχείρηση η οποία μετέσχε σε μία μόνο παράβαση τιμωρηθεί λιγότερο αυστηρά από αυτές που μετέσχαν και στις δύο. Επομένως, η Επιτροπή, υπολογίζοντας τα πρόστιμα με βάση ένα ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις βασικό ποσό, προσαρμοσμένο βάσει του μεγέθους εκάστης, χωρίς όμως άλλη διάκριση αναλόγως της συμμετοχής τους σε μία ή σε δύο από τις κολασθείσες παραβάσεις επέβαλε στην επιχείρηση που κρίθηκε υπεύθυνη μόνο για τη συμμετοχή της σε μία σύμπραξη πρόστιμο δυσανάλογο σε σχέση με τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως.
βλ. σκέψεις 189-192
9. O κίνδυνος μια επιχείρηση, που, χάρη στη συνεργασία της, έτυχε μειώσεως του προστίμου, να ασκήσει μεταγενεστέρως προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και τιμωρείται η ευθυνόμενη γι ' αυτήν επιχείρηση, και να δικαιωθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου ή, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελεί φυσιολογική συνέπεια της ασκήσεως των προβλεπομένων από τη Συνθήκη και τον Οργανισμό του Δικαστηρίου ενδίκων βοηθημάτων. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι η συνεργασθείσα με την Επιτροπή και τυχούσα, γι ' αυτό, μειώσεως του προστίμου της επιχείρηση δικαιώθηκε δεν δικαιολογεί νέα εκτίμηση της εκτάσεως της μειώσεως που της παραχωρήθηκε.
βλ. σκέψη 209