Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999TJ0013

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση T-13/99

    Pfizer Animal Health SA

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

    «Μεταβίβαση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά από τα ζώα στον άνθρωπο — Οδηγία 70/524/ΕΟΚ — Κανονισμός για την ανάκληση αδείας χρήσεως πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές — Παραδεκτό — Άρθρο 11 της οδηγίας 70/524 — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Αρχή της προφυλάξεως — Αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων — Διαβούλευση με επιστημονική επιτροπή — Αρχή της αναλογικότητας — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαίωμα ιδιοκτησίας — Κατάχρηση εξουσίας»

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2002   II-3318

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Κανονισμός που προβλέπει την ανάκληση της αδείας εμπορίας στην Κοινότητα ορισμένων προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, μεταξύ των οποίων της βιργινιαμυκίνης – Παραδεκτό

      [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4 (vuv, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ) κανονισμός 2821/98 του Συμβουλίου]

    2. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Συνεκτίμηση των επιταγών της προστασίας της υγείας – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως

      [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 130 Ρ §§1 και 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 174 §§1 και 2 ΕΚ) και 129 § 1, εδ. 3 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 152 ΕΚ)]

    3. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων – Δυνατότητα εκδόσεως ανακοινώσεων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

    4. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Χρήση της βιργινιαμυκίνης ως πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές – Επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως – Περιεχόμενο – Όρια

      [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 130 Ρ §§ 1 και 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 174 §§1 και 2 ΕΚ)]

    5. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων – Υποχρέωση διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας – Περιεχόμενο

      [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 129 §1, εδ. 1 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 152 ΕΚ)]

    6. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων – Έκταση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

    7. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως – Περιεχόμενο – Όρια – Τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες

    8. Κοινοτικό δίκαιο – Δικονομία – Διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως ή νομοθετικής πράξεως – Περιεχόμενο από απόψεως διαδικαστικής απόψεως μιας γνωμοδοτήσεως των εμπειρογνωμόνων – Διαβούλευση με επιστημονική επιτροπή – Αντίστοιχοι ρόλοι της επιστημονικής επιτροπής και του αρμόδιου κοινοτικού οργάνου

    9. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εξουσία των κοινοτικών οργάνων – Δυνατότητα ανακλήσεως της άδειας χρήσεως μιας πρόσθετης ύλης, χωρίς προηγούμενη επιστημονική γνώμη των αρμόδιων επιστημονικών επιτροπών – Εξαιρετικός χαρακτήρας

    10. Προσφυγή ακυρώσεως – Προσβαλλομένη πράξη – Εκτίμηση της νομιμότητας με βάση τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ)]

    11. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Κανονισμός που προβλέπει την ανάκληση της αδείας εμπορίας στην Κοινότητα ορισμένων προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, μεταξύ των οποίων της βιργινιαμυκίνης – Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων

      (Κανονισμός2821/98 του Συμβουλίου οδηγία 70/524 του Συμβουλίου, άρθρο 3 Α, στοιχ. ε')

    12. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Αναλογικότητα – Πράξεις των οργάνων – Αναλογικός χαρακτήρας – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διακριτική ευχέρεια του κοινοτικού νομοθέτη στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

      [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 40 και 43 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 34 ΕΚ και 37 ΕΚ)]

    13. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Μη θέσπιση, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων κατά της εισαγωγής κρέατος που παρήχθη με χρήση τηςβιργινιαμυκίνης ως αυξητικού παράγοντα – Παράνομο της απαγορεύσεως χρήσεως αυτού του προϊόντος σε κοινοτικό επίπεδο – Δεν υφίσταται

    14. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Ελεύθερη άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων – Περιορισμοί που επιβάλλονται στο πλαίσιο προστασίας της δημόσιας υγείας – Επιτρέπονται

      (Κανονισμός 2821/98 του Συμβουλίου)

    15. Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Μη απαγόρευση της χρήσεως άλλων ουσιών, εκτός της βιργινιαμυκίνης – Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Δεν υφίσταται

    16. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός στο πλαίσιο των νομοθετικών διαδικασιών – Όρια

    1.  Ένας κανονισμός αφορά ατομικά έναν ιδιώτη όταν, δεδομένων των ειδικών διατάξεων της κάθε υπόθεσης, θίγει συγκεκριμένο δικαίωμα, το οποίο μπορούσε να επικαλεστεί.

      Επιπλέον, ολοκληρώνοντας ή, τουλάχιστον, αναστέλλοντας τη διαδικασία που είχε κινηθεί, κατόπιν αιτήσεως του επιχειρηματία, για τη χορήγηση νέας αδείας χρήσεως της βιργινιαμυκίνης ως πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές και στο πλαίσιο της οποίας απήλαυε διαδικαστικών εγγυήσεων, ο κανονισμός 2821/98, ο οποίος προβλέπει την ανάκληση της αδείας εμπορίας στην Κοινότητα ορισμένων προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, μεταξύ των οποίων της βιρ-γινιαμυκίνης, θίγει τον εν λόγο) επιχειρηματία λόγω νομικής και πραγματικής καταστάσεως που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Το γεγονός αυτό μπορεί επίσης να τον εξατομικεύσει κατά την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ).

      (βλ. σκέψεις 98-100,104)

    2.  Σύμφωνα με το άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 174, παράγραφος 2, ΕΚ), η αρχή της προφυλάξεως αποτελεί μία από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται επίσης όταν τα κοινοτικά όργανα θεσπίζουν, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, μέτρα προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Από το άρθρο 130 Ρ, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης προκύπτει πράγματι ότι η προστασία της υγείας του ανθρώπου εμπίπτει στους στόχους της πολιτικής της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, ότι η πολιτική αυτή, η οποία αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας, στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφυλάξεως και ότι οι απαιτήσεις αυτής της πολιτικής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των άλλων πολιτικών της Κοινότητας. Επιπλέον, όπως προβλέπει το άρθρο 129, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 152 ΕΚ) και κατά πάγια νομολογία, η επιταγή της προστασίας της υγείας αποτελεί συνιστώσα των λοιπών πολιτικών της Κοινότητας και πρέπει, επομένως, τα κοινοτικά όργανα να τη λαμβάνουν υπόψη κατά την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής.

      (βλ. σκέψη 114)

    3.  Τα κοινοτικά όργανα μπορούν να αυτοπροσδιορίζουν τη γραμμή που θα ακολουθήσουν κατά την άσκηση των εξουσιών εκτιμήσεως που διαθέτουν με πράξεις που δεν προβλέπειτο άρθρο 189 της Συνθήκης (νυν άρθρο 249 ΕΚ), μεταξύ άλλων, με ανακοινώσεις, στο μέτρο που αυτές οι ανακοινώσεις περιλαμβάνουν ενδεικτικούς κανόνες ως προς τη γραμμή που θα ακολουθήσουν τα κοινοτικά όργανα και δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης. Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο κοινοτικός δικαστής εξετάζει, κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι σύμφωνη προς τη γραμμή που αυτοδεσμεύτηκαν να ακολουθήσουν τα κοινοτικά όργανα συντάσσοντας και δημοσιεύοντας αυτές τις ανακοινώσεις.

      (βλ. σκέψη 119)

    4.  Οσάκις υφίστανται επιστημονικές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, τα κοινοτικά όργανα μπορούν, δυνάμει, της αρχής της προφυλάξεως, να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως η ύπαρξη και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων.

      Επομένως, πρώτον, δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 130 Ρ, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 174, παράγραφος 2, ΕΚ), τα κοινοτικά όργανα μπορούν να θεσπίσουν ένα προληπτικό μέτρο σχετικά με τη χρήση της βιργινιαμυκίνης ως πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές, ακόμη κι αν, λόγω υφισταμένης επιστημονικής αβεβαιότητας, δεν έχει αποδειχθεί πλήρως η ύπαρξη και η σοβαρότητα των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου που συνδέονται με αυτή τη χρήση. Κατά μείζονα λόγο, συνεπάγεται ότι τα κοινοτικά όργανα δεν οφείλουν, για να ενεργήσουν προληπτικά, να αναμείνουν την επέλευση των αρνητικών επιδράσεων της χρήσεως αυτού του προϊόντος ως αυξητικού παράγοντα. Ομοίως, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως, το οποίο εξ ορισμού ανταποκρίνεται σε πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας, δεν μπορεί να προσδοκάται ότι από την αξιολόγηση των κινδύνων θα προκύψουν οπωσδήποτε για τα κοινοτικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς το υποστατό και τη σοβαρότητα των δυνατών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου.

      Εντούτοις, ένα προλητικό μέτρο δεν μπορεί να αιτιολογείται λυσιτελώς με μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου, η οποία στηρίζεται σε απλές επιστημονικές υποθέσεις που δεν έχουν ακόμη εξετασθεί. Αντιθέτως, από την αρχή της προφυλάξεως, όπως ερμηνεύθηκε από τον κοινοτικό δικαστή, προκύπτει ότι ένα προληπτικό μέτρο μπορεί να ληφθεί μόνον αν ο κίνδυνος, χωρίς η ύπαρξη και η σημασία του να έχουν αποδειχτεί «πλήρως» με πειστικά επιστημονικά στοιχεία, στηρίζεται προφανώς σε διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου επιστημονικά στοιχεία.

      Η λήψη μέτρων, ακόμη και προληπτικών, βάσει μιας καθαρά υποθετικής προσέγγισης του κινδύνου, είναι απρόσφορη στον τομέα των προσθέτων υλών στις ζωοτροφές. Συγκεκριμένα, σ' έναν τέτοιο τομέα, δεν υπάρχει επίπεδο «μηδενικού κινδύνου», εφόσον η ολική έλλειψη του παραμικρού ενεστώτος ή μελλοντικού κινδύνου που συνδέεται με την προσθήκη αντιβιοτικών στις ζωοτροφές δεν μπορεί να αποδειχτεί επιστημονικώς. Εξάλλου, μια τέτοια προσέγγιση είναι ακατάλληλη σε μια κατάσταση, στην οποία η νομοθεσία προβλέπει ήδη, ως μία από τις δυνατές εκφράσεις της αρχής της προφυλάξεως, μια διαδικασία προηγούμενης αδείας χρήσεως των οικείων προϊόντων.

      Η αρχή της προφυλάξεως μπορεί, επομένως, να εφαρμοστεί μόνον σε καταστάσεις κινδύνου, ιδίως για την υγεία του ανθρώπου, ol οποίες, χωρίς να στηρίζονται σε απλές υποθέσεις που δεν έχουν ελεγχθεί επιστημονικά, δεν έχουν πλήρως αποδειχθεί.

      Σ' αυτό το πλαίσιο, η έννοια του «κινδύνου» ανταποκρίνεται, επομένως, στη λειτουργία της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω χρήσεως ενός προϊόντος ή μιας διαδικασίας.

      Συνεπώς, η αξιολόγηση των κινδύνων έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση του βαθμού της πιθανότητας των αρνητικών επιδράσεων ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή διαδικασίας στην υγεία του ανθρώπου και τη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων.

      (βλ. σκέψεις 139-148)

    5.  Στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, απόκειται στα κοινοτικά όργανα να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας — δηλαδή το κρίσιμο όριο πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για την υγεία του ανθρώπου και τη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων — που θεωρούν αποδεκτό για την κοινωνία και σε περίπτωση υπερβάσεως του οποίου επιβάλλεται η λήψη προληπτικών μέτρων, προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας του ανθρώπου, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα.

      Καίτοι τα κοινοτικά όργανα δεν μπορούν να υιοθετήσουν μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου και να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους προς ένα επίπεδο «μηδενικού κινδύνου», οφείλουν εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 129, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 152 ΕΚ), να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, το οποίο, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ' ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη.

      Ο καθορισμός του βαθμού κινδύνου που κρίνεται μη αποδεκτός εξαρτάται από την εκτίμηση της αρμόδιας δημόσιας αρχής για τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιπτώσεως. Συναφώς, η δημόσια αυτή αρχή μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αντίκτυπου της επέλευσης αυτού του κινδύνου για την υγεία του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της εκτάσεως των αρνητικών επιδράσεων, της εμμονής, της αντιστρεψιμότητας ή του πιθανώς καθυστερημένου αποτελέσματος αυτών των ζημιών, καθώς και της περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένης αντιλήψεως του κινδύνου σε σχέση με τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις.

      Στον τομέα των προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, τα κοινοτικά όργανα καλούνται να πραγματοποιήσουν πολύπλοκές αξιολογήσεις τεχνικής ή επιστημονικής φύσεως. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να προηγείται της οποιασδήποτε λήψεως προληπτικού μέτρου.

      Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων ορίζεται κοινώς, τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, ως μια επιστημονική διαδικασία για τον καθορισμό και τον χαρακτηρισμό ενός κινδύνου, για την αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου.

      Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει, στο πλαίσιο των ισχυουσών διατάξεων, να ανατεθεί από την αρμόδια δημόσια αρχή σε εμπειρογνώμονες, οι οποίοι θα παράσχουν, μετά την ολοκλήρωση αυτής της επιστημονικής διαδικασίας, επιστημονικές γνωμοδοτήσεις στην αρχή αυτή.

      Οι γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων είναι καθοριστικής σημασίας σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού και διαχείρισης της νέας νομοθεσίας και της εκτέλεσης της ισχύουσας νομοθεσίας. Η υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, το οποίο προβλέπει το άρθρο 129, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, συνεπάγεται πράγματι ότι τα όργανα αυτά πρέπει να διασφαλίζουν óτι οι αποφάσεις τους λαμβάνονται κατόπιν πλήρους συνεκτιμήσεως των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και στηρίζονται στα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας.

      Ομοίως, προς εκπλήρωση της αποστολής τους, οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για ζητήματα σχετικά με την υγεία των καταναλωτών πρέπει, προς όφελος των καταναλωτών και της βιομηχανίας, να στηρίζονται στις αρχές της εμπειρογνωμοσύνης, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας.

      Στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως, η πραγματοποίηση πλήρους επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων μπορεί να αποδειχθεί αδύνατη λόγω ανεπάρκειας των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων. Η ολοκλήρωση μιας τέτοιας πλήρους επιστημονικής αξιολογήσεως μπορεί πράγματι να καταστήσει αναγκαία την πραγματοποίηση εμπεριστατωμένης και μακρόχρονης επιστημονικής έρευνας. Για να μην καταστεί η αρχή της προφυλάξεως άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, η αδυναμία πραγματοποιήσεως πλήρους επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων δεν μπορεί να εμποδίσει την αρμόδια δημόσια αρχή να λάβει προληπτικά μέτρα, αν είναι αναγκαίο λίαν βραχυπροθέσμως, όταν τα μέτρα αυτά κρίνονται απαραίτητα ενόψει του βαθμού επικινδυνότητας για την υγεία του ανθρώπου που η δημόσια αυτή αρχή καθορίζει ως μη αποδεκτό για την κοινωνία.

      Απόκειται στην αρμόδια δημόσια αρχή να σταθμίσει τις υποχρεώσεις που τη βαρύνουν και να αποφασίσει είτε να αναμείνει μέχρις ότου συναχθούν τα πορίσματα μιας πιο εμπεριστατωμένης επιστημονικής έρευνας, είτε να ενεργήσει βάσειτων διαθέσιμων επιστημονικών γνώσεων. Όσον αφορά τα μέτρα προστασίας της υγείας, αυτή η στάθμιση των συμφερόντων εξαρτάται, ενόψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε περιπτώσεως, από τον βαθμό επικινδυνότητας που καθόρισε η δημόσια αυτή αρχή ως μη αποδεκτό για την κοινωνία.

      Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων από ειδικούς επιστήμονες πρέπει να παρέχει στην αρμόδια δημόσια αρχή επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει όλη τη σημασία του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της καταστάσεως. Συνεπώς, η αρμόδια δημόσια αρχή, προκειμένου να αποφύγει τη λήψη αυθαίρετων μέτρων, μη δυνάμενων σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθούν από την αρχή της προ-φυλάξεως, οφείλει να μεριμνά ώστε τα μέτρα που λαμβάνει, ακόμη και όταν πρόκειται για προληπτικά μέτρα, να στηρίζονται σε κατά το δυνατό εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων, δεδομένων των ιδιαιτέρων εν προκειμένω περιστάσεων. Παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα, η αρμόδια δημόσια αρχή, με αυτή την επιστημονική αξιολόγηση, πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει, με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας, αν συντρέχει υπέρβαση βαθμού επικινδυνότητας τον οποίο κρίνει αποδεκτό για την κοινωνία. Επ' αυτής της βάσεως η εν λόγω αρχή οφείλει να αποφασίσει αν επιβάλλεται η λήψη μέτρων προφυλάξεως και, ενδεχομένως, να καθορίσει ποια μέτρα θεωρεί κατάληλα και αναγκαία για να αποφευχθεί η επέλευση του κινδύνου.

      (βλ. σκέψεις 151-163)

    6.  Τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν, στον τομέα της γεωργικής πολιτικής τους, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον προσδιορισμό των επιδιωκομένων σκοπών και την επιλογή των καταλλήλων μέσων ενεργείας. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή σχετικά με την ουσία πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η άσκηση της εξουσίας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως.

      Τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται ως μη αποδεκτός.

      Οσάκις μια κοινοτική αρχή καλείται, στο πλαίσιο της αποστολής της, να πραγματοποιήσει πολύπλοκες εκτιμήσεις, η ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει εφαρμόζεται, σε ορισμένο βαθμό, και στη διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η ενέργεια της.

      Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος σχετικά με την εκπλήρωση αυτής της αποστολής από τα κοινοτικά όργανα είναι περιορισμένος. Σ' αυτό το πλαίσιο, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την επί των πραγματικών στοιχείων εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων, στα οποία και μόνον απόκειται κατά τη Συνθήκη αυτή η αποστολή. Κατά τον έλεγχο πρέπει απλώς να εξετάζεται αν η άσκηση από τα κοινοτικά όργανα της εξουσίας εκτιμήσεως, σ' αυτό το πλαίσιο, πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν προδήλως τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως.

      (βλ. σκέψεις 166-169)

    7.  Η αρχή της προφυλάξεως επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να λαμβάνουν, προς το συμφέρον της υγείας του ανθρώπου, αλλά βάσει ακόμη ελλειπτικής επιστημονικής γνώσεως, μέτρα προστασίας ικανά να θίξουν, ακόμη και σοβαρά, προστατευόμενες έννομες θέσεις και παρέχει, προς τούτο, στα κοινοτικά όργανα σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως.

      Υπ' αυτές τις συνθήκες, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες είναι θεμελιώδους σημασίας. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

      Επομένως, η κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων βάσει επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που βασίζονται στις αρχές της εμπειρογνωμοσύνης, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας συνιστά σημαντική επιστημονική εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και προς αποφυγή της λήψεως αυθαίρετων μέτρων.

      (βλ. σκέψεις 170-172)

    8.  Στο νομοθετικό πλαίσιο, στο οποίο το κοινοτικό όργανο δεν δεσμεύεται από την επιστημονική γνωμοδότηση της αρμόδιας επιστημονικής επιτροπής, ο ρόλος μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων, όπως η επιστημονική επιτροπή ζωοτροφών, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως ή νομοθετικής πράξεως, περιορίζεται, απαντώντας στα ερωτήματα που υπέβαλε το αρμόδιο κοινοτικό όργανο, στην αιτιολογημένη εξέταση των πρόσφορων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, βάσει των διαθεσίμων σχετικώς γνώσεων, προκειμένου να παράσχει στο κοινοτικό όργανο τα πραγματικά στοιχεία με βάση τα οποία θα λάβει την απόφαση του, έχοντας ενημερωθεί προσηκόντως.

      Αντιθέτως, απόκειται στο αρμόδιο κοινοτικό όργανο, πρώτον, να θέσει, στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων, τα πραγματικά ζητήματα που είναι αναγκαία για την έκδοση αποφάσεως αυτού του οργάνου και, στη συνέχεια, να εκτιμήσει την αποδεικτική ισχύ της γνώμης της εν λόγω επιτροπής. Προς τούτο το κοινοτικό όργανο πρέπει να εξετάσει αν η συλλογιστική της γνώμης αυτής είναι πλήρης, συνεκτική και πρόσφορη.

      Αν το κοινοτικό όργανο προτιμήσει να αποκλίνει από τη γνώμη, οφείλει να αιτιολογήσει ειδικώς την εκτίμηση του σε σχέση με τη διατυπωθείσα στη γνώμη εκτίμηση και στην αιτιολογία του να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους αποκλίνει από τη γνώμη αυτή. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να είναι επιστημονικού επιπέδου τουλάχιστον ισότιμου με αυτό της εν λόγω γνώμης.

      (βλ. σκέψεις 197-199)

    9.  Παρότι, δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας, τα κοινοτικά όργανα μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια χρήσεως μιας πρόσθετης ύλης, χωρίς να λάβουν προηγουμένως επιστημονική γνώμη των αρμόδιων επιστημονικών επιτροπών, κρίνεται ότι μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον διασφαλίζεται ότι υφίστανται οι κατάλληλες εγγυήσεις επιστημονικής αντικειμενικότητας, τα κοινοτικά όργανα μπορούν, όταν καλούνται να αξιολογήσουν πραγματικά τεχνικά και επιστημονικά στοιχεία εξαιρετικά πολύπλοκα, να λάβουν το προληπτικό μέτρο της ανακλήσεως της αδείας χρήσεως μιας πρόσθετης ύλης, χωρίς τη γνώμη της προς τούτο συσταθείσας σε κοινοτικό επίπεδο επιστημονικής επιτροπής σχετικά με τα κρίσιμα επιστημονικά στοιχεία.

      (βλ. σκέψεις 265,270)

    10.  Στο πλαίσιο ασκήσεως προσφυγής περί ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), η εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον εφόσον προκύπτει ότι είναι εσφαλμένη ενόψει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που τα κοινοτικά όργανα διέθεταν κατά τον χρόνο θεσπίσεως της προσβαλλόμενης πράξης.

      (βλ. σκέψη 324)

    11.  Στο πλαίσιο προσφυγής περί ακυρώσεως κατά του κανονισμού 2821/98, ο οποίος προβλέπει την ανάκληση της αδείας εμπορίας στην Κοινότητα ορισμένων προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, μεταξύ των οποίων της βιργινιαμυκίνης, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει το βάσιμο της μιας ή της άλλης επιστημονικής θέσεως που υποστηρίχθηκε ενώπιόν του και να υποκαταστήσει την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων, στα οποία μόνον η Συνθήκη αναθέτει αποκλειστικώς την αποστολή αυτή. Εφόσον, όμως, τα κοινοτικά όργανα θεώρησαν εγκύρως ότι διέθεταν επαρκές επιστημονικό έρεισμα ως προς το υποστατό της σχέσεως μεταξύ της χρήσεως της βιργινιαμυκίνης ως πρόσθετης ύλης στις ζωοτροφές και της αναπτύξεως στον άνθρωπο ανθεκτικότητας στις στρεπτογραμίνες, η ύπαρξη απλώς αντιθέτων επιστημονικών ενδείξεων δεν αποδεικνύει ότι τα κοινοτικά όργανα υπερέβησαν τα όρια της εξουσίας τους εκτιμήσεως κρίνοντας ότιυπήρχε κίνδυνοςγια την υγεία του ανθρώπου.

      Προκύπτει, αντιθέτως, ότι τα κοινοτικά όργανα εγκύρως μπορούσαν να θεωρήσουν ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι, αναγόμενοι στην ανθρώπινη υγεία κατά την έννοια του άρθρου 3 Α, στοιχείο ε', της οδηγίας 70/524, περί των προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, επιβάλλοντες τη χρήση στρεπτογραμινών μόνο στον ιατρικό τομέα.

      (βλ. σκέψεις 393, 402)

    12.  Η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και του αναγκαίου για την επίτευξη των νόμιμων σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και ότι τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς.

      Ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής διακριτική ευχέρεια αντίστοιχη προς τις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 40 και 43 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 34 ΕΚ και 37 ΕΚ). Κατά συνέπεια, η νομιμότητα μέτρου θεσπιζόμενου στον τομέα αυτό μπορεί να επηρεαστεί μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από το αρμόδιο όργανο σκοπού.

      (βλ. σκέψεις 411-412)

    13.  Το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν, σε διεθνές επίπεδο, μέτρα κατά της εισαγωγής κρέατος που παρήχθη με χρήση της βιργινιαμυκίνης ως αυξητικού παράγοντα δεν επηρεάζει αυτό καθαυτό το έγκυρο της απαγορεύσεως χρήσεως αυτού του προϊόντος σε κοινοτικό επίπεδο. Θα έπρεπε ακόμη να αποδειχτεί ότι, ελλείψει τέτοιας ενέργειας, ο προσβαλλόμενος κανονισμός καθίσταται μέτρο προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

      (βλ. σκέα|)η 433)

      14.Η σπουδαιότητα των επιδιωκομένου από τον κανονισμό 2821/98 σκοπού, ο οποίος προβλέπει την ανάκληση της αδείας εμπορίας στην Κοινότητα ορισμένων προσθέτων υλών στις ζωοτροφές, μεταξύ των οποίων της βιργι-νιαμυκίνης, σκοπός που συνίσταται στην προστασία της υγείας του ανθρώπου, μπορεί να δικαιολογήσει αρνητικές, ακόμη και πολύ σημαντικές για ορισμένους επιχειρηματίες, συνέπειες. Σ' αυτό το πλαίσιο, η προστασία της δημόσιας υγείας στη διασφάλιση της οποίας σκοπεί ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα υπέρτερη σπουδαιότητα σε σχέση με οικονομικής φύσεως θεωρήσεις.

      Εξάλλου, παρότι το δικαίωμα προς ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, η αρχή αυτή ωστόσο δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τον ρόλο που επιτελεί στην κοινωνία. Κατά συνέπεια, είναι δυνατό να επιβληθούν σ' αυτό περιορισμοί, εφόσον ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπέρμετρη και αφόρητη παρέμβαση θίγουσα την ίδια την ουσία του ατοχυρωμένου δικαιώματος.

      (βλ. σκέψεις 456-457)

    14.  Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου, απαγορεύει μόνον να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται καθ' όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Η μη απαγόρευση της χρήσεως άλλων ουσιών, ακόμη κι αν ήταν νόμιμη, δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της απαγορεύσεως της βιργινιαμυκίνης. Ακόμη κι αν είχε αποδειχθεί ότι οι άδειες άλλων προϊόντων έπρεπε επίσης να ανακληθούν, δεν θα είχε ωστόσο αποδειχθεί το παράνομο του προσβαλλόμενου κανονισμού λόγω παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεδομένου óu δεν υφίσταται ισότητα στην παρανομία, καθόσον η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν μπορεί να στηρίξει δικαίωμα για την άνευ δυσμενών διακρίσεων εφαρμογή μιας παράνομης συμπεριφοράς.

      (βλ. σκέψεις 478-479)

    15.  Το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας που κινείται κατά προσώπου και η οποία πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και εν απουσία ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας που καταλήγει, όπως στην εν προκειμένω περίπτωση, στη λήψη μέτρων γενικής ισχύος. Το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα και ατομικά έναν επιχειρηματία δεν επηρεάζει τη διαπίστωση αυτή.

      (βλ. σκέψη 487)

    Top