This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61999CJ0267
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. ροδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Ερωτήματα προδήλως άσχετα και ερωτήματα υποθετικής φύσεως, υποβαλλόμενα υπό συνθήκες που αποκλείουν μια λυσιτελή απάντηση - Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης
(Άρθρο 234 ΕΚ)
2. ροδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Ερμηνεία που ζητείται λόγω της χρησιμοποιήσεως όρου που περιέχεται σε διάταξη κοινοτικού δικαίου από νομοθεσία που εκδόθηκε ενόψει μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές που προβλέπει η αντίστοιχη κοινοτική διάταξη - Αρμοδιότητα για την παροχή της ερμηνείας αυτής
(Άρθρο 234 ΕΚ)
3. Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας - Ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόσουν μειωμένο συντελεστή - Άσκηση - Όρια - Σεβασμός της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρα 12 § 4 και 28 § 2, στοιχ. ε_)
4. Φορολογικές διατάξεις - Εναρμόνιση των νομοθεσιών - Φόροι κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας - Απαλλαγές που προβλέπει η έκτη οδηγία - Ελευθέρια επαγγέλματα κατά το σημείο 2 του παραρτήματος ΣΤ - Έννοια - Κριτήρια - Δραστηριότητα του διαχειριστή ακινήτων υπό συνιδιοκτησία - Εκτίμηση από τον εθνικό δικαστή
(Οδηγία 77/388 του Συμβουλίου, άρθρο 28 § 3β, και παράρτημα ΣΤ, σημ. 2)
1. Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 234 ΕΚ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει.
Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δικαστήριο πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει. Δεν είναι δυνατόν να προβληθεί άρνηση απαντήσεως σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.
( βλ. σκέψεις 23-24 )
2. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν διατάξεις του κοινοτικού δικαίου όταν η εθνική νομοθεσία έχει εναρμονίσει τις λύσεις που προβλέπει για για κάποια εσωτερική κατάσταση με αυτές που γίνονται δεκτές στο κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου να εφαρμόζεται ενιαία διαδικασία σε παρόμοιες καταστάσεις. ράγματι υπάρχει αναμφισβήτητο κοινοτικό συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών έχουν ληφθεί από το κοινοτικό δίκαιο, ανεξάρτητα από τις συνθήκες υπό τις οποίες εφαρμόζονται, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις. Η διαπίστωση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο οσάκις η εθνική νομοθεσία που χρησιμοποιεί έννοια η οποία περιέχεται σε διάταξη του κοινοτικού δικαίου, εκδόθηκε ενόψει μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας στην οποία ανήκει η διάταξη αυτή.
Συνεπώς, σε μια τέτοια περίπτωση, το γεγονός ότι η έννοια κοινοτικού δικαίου, της οποίας ζητείται η ερμηνεία πρόκειται να εφαρμοστεί, στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, υπό συνθήκες διαφορετικές των προβλεπομένων από την αντίστοιχη κοινοτική διάταξη, δεν αποκλείει κάθε σχέση μεταξύ της ζητουμένης ερμηνείας και του αντικειμένου της κύριας δίκης.
( βλ. σκέψεις 27-29 )
3. Στο κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να προσδιορίσει και να ορίσει τις πράξεις που μπορούσαν να υπαχθούν σε μειωμένο συντελεστή φόρου προστιθεμένης αξίας βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 4, της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992, και βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο ε_, της οδηγίας αυτής, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος του φόρου προστιθεμένης αξίας και την τροποποίηση της οδηγίας 77/388 (προσέγγιση των συντελεστών ΦΑ), από 1ης Ιανουαρίου 1993, υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή της ουδετερότητας του ΦΑ.
Η αρχή αυτή δεν επιτρέπει μεταξύ άλλων να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από πλευράς φόρου προστιθεμένης αξίας εμπορεύματα ή υπηρεσίες παρόμοια, δηλαδή ανταγωνιστικά τα μεν με τα δε, οπότε τα εν λόγω εμπορεύματα ή οι εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να υπόκεινται σε ενιαίο συντελεστή.
( βλ. σκέψεις 36, 41 )
4. Το παράρτημα ΣΤ της έκτης οδηγίας 77/388, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών, προβλέπει τον κατάλογο των πράξεων που απαλλάσσονται από τον φόρο προστιθεμένης αξίας βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 3, β_ της οδηγίας. Τα ελευθέρια επαγγέλματα που μνημονεύονται στο σημείο 2 του παραρτήματος αυτού είναι δραστηριότητες που παρουσιάζουν έντονο πνευματικό χαρακτήρα, απαιτούν υψηλού επιπέδου προσόντα και συνήθως υπόκεινται σε συγκεκριμένη και αυστηρή επαγγελματική ρύθμιση. Κατά την άσκηση τέτοιας δραστηριότητας το προσωπικό στοιχείο έχει ιδιαίτερη σημασία, η δε άσκηση αυτή προϋποθέτει εν πάση περιπτώσει μεγάλη αυτονομία στη διενέργεια επαγγελματικών πράξεων. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να κρίνει αν, βάσει αυτών των κριτηρίων, η δραστηριότητα του διαχειριστή ακινήτων υπό συγκυριότητα, όπως προβλέπεται από την σχετική εθνική ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ως συνιστώσα ελευθέριο επάγγελμα.
( βλ. σκέψεις 39-41 )