Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997TJ0186

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. ροσφυγή ακυρώσεως - Λόγοι - αράβαση ουσιώδους τύπου - Αυτεπάγγελτη εξέταση εκ μέρους του δικαστή

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ)]

    2. Διαδικασία - αρέμβαση - Δικόγραφο με αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων ενός από τους διαδίκους, αλλά στο οποίο αναπτύσσονται άλλα επιχειρήματα - αραδεκτό - Ελευθερία επιλογής μεταξύ των προβαλλομένων ισχυρισμών - Έκταση

    (Κανονισμός Διαδικασίας του ρωτοδικείου, άρθρο 116 § 4)

    3. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιστροφή ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή διαγραφή χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 - Εξουσία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής - Δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία - εριεχόμενο

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13· κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 905)

    4. Κοινοτικό δίκαιο - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Θεμελιώδης αρχή - εδίο εφαρμογής - Τελωνειακός τομέας - Διοικητική διαδικασία για τη διαγραφή χρέους εισαγωγικών δασμών - Έκταση της αρχής

    (Κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 905)

    5. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιστροφή ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή διαγραφή χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - «Ειδική περίπτωση» - Απουσία προφανούς αμελείας και δόλου εκ μέρους του ενδιαφερομένου - Έννοιες

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

    6. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιστροφή ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή διαγραφή χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 - εριεχόμενο - Εξουσία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής - Τρόπος ασκήσεως - «Ειδική περίπτωση» - Έννοια - Σοβαρές παραβάσεις των συμβαλλομένων μερών κατά την εφαρμογή συμφωνίας δεσμεύουσας την Κοινότητα - Σοβαρή παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

    7. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιστροφή ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή διαγραφή χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 - Εκ των υστέρων είσπραξη των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Άρθρο 5 παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1430/79, άρθρο 13, και 1697/79, άρθρο 5 § 2)

    8. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών

    (Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας)

    9. Επιτροπή - Υποχρεώσεις - Εφαρμογή της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 115 (νυν άρθρο 211 ΕΚ)]

    10. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα των πιστοποιητικών κυκλοφορίας των εμπορευμάτων - Υποχρέωση προσφυγής στη διαδικασία επιλύσεως των διαφορών που προβλέπεται στη συμφωνία, πριν από τη λήψη κάθε άλλου μέτρου

    (Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 25)

    11. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνίες της Κοινότητας - Τήρηση, εκ μέρους τρίτης χώρας, των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συμφωνία - Ύπαρξη εντάσεων μεταξύ της Κοινότητας και της εν λόγω χώρας - Υποχρεώσεις της Επιτροπής - εριεχόμενο - Όρια

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 155, (νυν άρθρο 211 ΕΚ)]

    12. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Εκ των υστέρων είσπραξη των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - ροϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 - Σφάλμα της διοικήσεως το οποίο δεν μπορούσε «λογικά να διαπιστωθεί από τον φορολογούμενο» - Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Κανονισμός 1697/79 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 2)

    13. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - Επιστροφή ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή διαγραφή χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών - Άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 - «ροφανής αμέλεια» - Βάρος αποδείξεως

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

    Περίληψη

    1. Δεδομένου ότι πρόκειται για ουσιώδη τύπο, το ρωτοδικείο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον λόγο που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

    ( βλ. σκέψεις 134-135 )

    2. Από το γράμμα του άρθρου 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του ρωτοδικείου προκύπτει ότι ο παρεμβαίνων δεν μπορεί να διευρύνει τα ευρήματα του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, αλλά μπορεί να επιλέξει ελεύθερα τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που επικαλείται υπέρ των εν λόγω αιτημάτων.

    ( βλ. σκέψη 137 )

    3. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας η οποία κινείται έναντι ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι' αυτό πράξη, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και εν απουσία ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε πρόσωπο, κατά του οποίου μπορεί να ληφθεί βλαπτική απόφαση, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του, τουλάχιστον όσον αφορά τα εις βάρος του στοιχεία τα οποία λαμβάνει υπόψιν της η Επιτροπή προς στήριξη της αποφάσεώς της. Λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όταν λαμβάνει απόφαση κατ' εφαρμογήν της γενικής ρήτρας επιεικείας που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγική δασμών, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει κατά μείζονα λόγο να διασφαλίζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που κινούνται κατ' εφαρμογήν του εν λόγω κανονισμού. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ειδικότερα όταν, στο πλαίσιο της αποκλειστικής αρμοδιότητας την οποία διαθέτει δυνάμει του άρθρου 905 του κανονισμού 2454/93, η Επιτροπή έχει την πρόθεση να μην ακολουθήσει την άποψη των εθνικών διοικητικών αρχών όσον αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπει το προμνημονευθέν άρθρο 13, ειδικότερα όσον αφορά το κατά πόσο μπορεί να προσαφθεί στον ενδιαφερόμενο προφανής αμέλεια.

    ( βλ. σκέψεις 151 έως 153 και 155 )

    4. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία επιτάσσει όχι μόνο να παρέχεται η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να καθιστά γνωστή λυσιτελώς την άποψή του ως προς την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, αλλά και να μπορεί να λάβει θέση, τουλάχιστον, επί των εγγράφων που έλαβε υπόψη του το κοινοτικό όργανο.

    Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να έχει τη δυνατότητα ο αιτών τη διαγραφή χρέους εισαγωγικών δασμών να λάβει θέση επί των εγγράφων στα οποία η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση.

    Δεν απόκειται στην Επιτροπή να αποφανθεί επί του λυσιτελούς χαρακτήρα ή του ενδιαφέροντος που θα μπορούσαν να παρουσιάζουν ορισμένα έγγραφα για την άμυνα ενός διαδίκου. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον προσφεύγοντα τα έγγραφα που η Επιτροπή έκρινε επουσιώδη. Αν η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποκλείει μονομερώς από τη διοικητική διαδικασία έγγραφα τα οποία ενδεχομένως είναι επιβλαβή γι' αυτή, τούτο θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του αιτούντος τη διαγραφή χρέους εισαγωγικών δασμών.

    ( βλ. σκέψεις 179, 185 )

    5. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, εξαρτά την εν λόγω επιστροφή ή τη διαγραφή από την πλήρωση, σωρευτικώς, δύο προϋποθέσεων, ήτοι την ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως και την απουσία προφανούς αμελείας και δόλου εκ μέρους του ενδιαφερόμενου.

    Η ύπαρξη ειδικής περιπτώσεως είναι αποδεδειγμένη όταν από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως προκύπτει ότι ο υπόχρεος βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα και ότι, αν δεν συνέτρεχαν οι συνθήκες αυτές, δεν θα είχε υποστεί τη ζημία η οποία συνδέεται με τον εκ των υστέρων καταλογισμό των δασμών.

    _Οσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την απουσία προφανούς αμελείας ή δόλου εκ μέρους του ενδιαφερομένου, διευκρινίζεται ότι η δυνατότητα διαγνώσεως του σφάλματος, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, αντιστοιχεί προς την προφανή αμέλεια ή τον δόλο, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, και επομένως οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής του κανονισμού 1430/79 πρέπει να εξετάζονται υπό το φως των προϋποθέσεων του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79.

    ( βλ. σκέψεις 217-220 )

    6. Το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79, το οποίο προβλέπει ότι μπορεί να διενεργηθεί επιστροφή ή διαγραφή χρέους των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών σε ειδικές περιπτώσεις οι οποίες προκύπτουν από περιστάσεις κατά της οποίας δεν υπήρξε ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου, συνιστά γενική ρήτρα επιεικείας.

    Για να καθορίσει αν οι συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούν ειδική περίπτωση κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει το σύνολο των σχετικών πραγματικών στοιχείων. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι, σε περιπτώσεις στις οποίες γίνεται επίκληση, προς στήριξη των αιτήσεων διαγραφής χρέους, η ύπαρξη σοβαρών πλημμελειών των συμβαλλομένων μερών κατά την εφαρμογή συμφωνίας δεσμεύουσας την Κοινότητα, η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των αιτήσεων αυτών πρέπει να εκτείνεται στο σύνολο των σχετικών με τις επίμαχες εισαγωγές πραγματικών στοιχείων των οποίων η Επιτροπή έλαβε γνώση στο πλαίσιο του καθήκοντος επιτηρήσεως και ελέγχου της εφαρμογής της συμφωνίας αυτής. Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τις σχετικές πληροφορίες των οποίων έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων της και οι οποίες, αν και δεν περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών αρχών, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν τη διαγραφή χρέους έναντι των ενδιαφερομένων.

    Επί πλέον, μολονότι η Επιτροπή έχει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του προμνημονευθέντος άρθρου 13, υποχρεούται να ασκεί την εξουσία αυτή σταθμίζοντας πράγματι, αφενός, το συμφέρον της Κοινότητας να διασφαλίσει την τήρηση των τελωνειακών διατάξεων και, αφετέρου, το συμφέρον του καλόπιστου εισαγωγέα να μην υποστεί ζημίες υπερβαίνουσες τον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο. Στη συνέχεια, κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα μιας αιτήσεως διαγραφής χρέους, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στο να λάβει υπόψη τη συμπεριφορά των εισαγωγέων. Οφείλει επίσης να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της δικής της, ενδεχομένως πλημμελούς, συμπεριφοράς επί της δημιουργηθείσας καταστάσεως.

    ( βλ. σκέψεις 216, 222 έως 225 )

    7. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να μην προβαίνουν σε ενέργειες εισπράξεως εκ των υστέρων ποσού εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν καταβλήθηκε συνεπεία λάθους αυτών των ιδίων των αρμοδίων αρχών που λογικά δεν ηδύνατο να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο ο οποίος, από μέρους του, ενήργησε καλοπίστως και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την κατάθεση της τελωνειακής διασαφήσεως. Επομένως, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υποχρέου χρήζει της προστασίας η οποία προβλέπεται στη διάταξη αυτή μόνον αν οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές δημιούργησαν το έρεισμα της εμπιστοσύνης του υποχρέου. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν οι αρμόδιες αρχές οδηγούνται σε πλάνη, ιδίως ως προς την καταγωγή του εμπορεύματος, από τις ανακριβείς δηλώσεις του υποχρέου, την ακρίβεια των οποίων δεν έχουν την υποχρέωση να ελέγξουν ή να εκτιμήσουν. Σε τέτοια περίπτωση, ο υπόχρεος φέρει τον κίνδυνο που προέρχεται από εμπορικό έγγραφο το οποίο αποδεικνύεται ψευδές κατόπιν μεταγενεστέρου ελέγχου.

    Αν και το άρθρο 5, παράγραφος 2, του προμνημονευθέντος κανονισμού και το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79, το οποίο προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβούν στην επιστροφή ή στη διαγραφή χρέους των εισαγωγικών δασμών σε ειδικές περιπτώσεις που προκύπτουν από περιστάσεις κατά τις οποίες δεν υπήρξε ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου, έχουν τον ίδιο στόχο, οι διατάξεις αυτές δεν συμπίπτουν. Συγκεκριμένα, η πρώτη έχει στόχο πιο περιορισμένο από τη δεύτερη, καθόσον αποσκοπεί μόνον στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υποχρέου ως προς το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στην απόφαση για την είσπραξη ή μη των δασμών, ενώ η δεύτερη συνιστά γενική ρήτρα επιεικείας.

    Επομένως, όταν οι αρμόδιες αρχές δεν επέβαλαν δασμούς λόγω του ότι οδηγήθηκαν σε πλάνη από τις τελωνειακές διασαφήσεις των εξαγωγέων, ο υπόχρεος δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79. Ομοίως, όπως προκύπτει από τα άρθρα 4, σημείο 2, στοιχείο γ_, του κανονισμού 3799/86 και 904, στοιχείο γ_, του κανονισμού 2454/93, ο υπόχρεος δεν μπορεί να προβάλει ότι η προσκόμιση μη εγκύρων πιστοποιητικών και, συνακόλουθα και, το σφάλμα των εν λόγω αρμόδιων αρχών συνιστούν, καθεαυτά, ειδική περίπτωση κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79. Απεναντίας, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τον υπόχρεο να επικαλεστεί άλλες περιστάσεις προς στήριξη της αιτήσεως διαγραφής χρέους βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί, παραδείγματος χάριν, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συνέβαλε στο σφάλμα των αρμόδιων αρχών ο πλημμελής έλεγχος εκ μέρους της Επιτροπής ως προς την εφαρμογή των διατάξεων μιας συμφωνίας συνδέσεως, δεδομένου ότι τέτοιο γεγονός μπορεί να συνιστά ειδική περίπτωση.

    ( βλ. σκέψεις 231 έως 235 )

    8. Σύμφωνα με το άρθρο 7 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα γενικά ή ειδικά μέτρα για να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία και να απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της συμφωνίας. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση της αρχής pacta sunt servanda καθώς και της αρχής της καλής πίστεως η οποία πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά των συμβαλλομένων μερών σε συμφωνία δημοσίου διεθνούς δικαίου.

    ( βλ. σκέψη 237 )

    9. Δυνάμει του άρθρου 155 της Συνθήκης (νυν άρθρο 211 ΕΚ) και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και του πρόσθετου πρωτοκόλλου.

    ( βλ. σκέψη 257 )

    10. Κατά το πνεύμα της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, η Επιτροπή οφείλει, σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς την εγκυρότητα των πιστοποιητικών κυκλοφορίας των εμπορευμάτων A.TR.1 που χορηγούν οι τουρκικές τελωνειακές αρχές, να προσφύγει στη διαδικασία επιλύσεως των διαφορών που προβλέπεται στο άρθρο 25 της εν λόγω συμφωνίας πριν δηλώσει ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά είναι ανίσχυρα. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο διότι η Συμφωνία δεν προβλέπει τη δυνατότητα συμβαλλόμενου μέρους να κηρύξει ανίσχυρα τα πιστοποιητικά τα οποία εκδίδονται από τις τελωνειακές αρχές του εταίρου συμβαλλομένου μέρους. Επί πλέον, αυτό ο τρόπος ενέργειας δύσκολα συμβιβάζεται με το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των τελωνειακών αρχών των συμβαλλομένων μερών και με την αρχή κατά την οποία η τελωνειακή διοίκηση του κράτους εισαγωγής αναγνωρίζει τις εκτιμήσεις οι οποίες διατυπώνονται νομίμως από τις αρχές του κράτους εξαγωγής.

    ( βλ. σκέψη 270 )

    11. Η ύπαρξη εντάσεων μεταξύ της Κοινότητας και τρίτης χώρας δεν απαλλάσσει την Επιτροπή, ως φύλακα της Συνθήκης και των συναπτομένων δυνάμει αυτής συμφωνιών, από την υποχρέωσή της να βεβαιωθεί σχετικά με την ορθή εφαρμογή των υποχρεώσεων που ανέλαβε η εν λόγω τρίτη χώρα δυνάμει συμφωνίας συναφθείσας με την Κοινότητα, με τα μέσα που προβλέπονται από τη συμφωνία ή από τις ληφθείσες δυνάμει αυτής αποφάσεις. Αν, λόγω των εντάσεων αυτών, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, ιδίως διότι τα τιθέμενα στη διάθεσή της μέσα αποδεικνύονται αλυσιτελή ή αναποτελεσματικά, οφείλει, τουλάχιστον, να ενημερώσει το ταχύτερο δυνατό τα κράτη μέλη σχετικά με τα ληπτέα μέτρα για να αποφευχθεί ενδεχόμενη ζημία εις βάρος της Κοινότητας και των κοινοτικών επιχειρηματιών. Η Επιτροπή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιήσει την αποκλειστική αρμοδιότητα την οποία διαθέτει όσον αφορά την είσπραξη και τη διαγραφή χρέους των εισαγωγικών δασμών για να συγκαλύψει τις πλημμέλειες κατά την εφαρμογή συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ της Κοινότητας και τρίτης χώρας.

    ( βλ. σκέψεις 271-272 )

    12. Για να εκτιμηθεί αν το σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν οι αρμόδιες αρχές «μπορούσε λογικά να διαγνωσθεί από τον φορολογούμενο» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79, περί της εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφηνίσθηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών, πρέπει να ληφθούν ιδίως υπόψη η ακριβής φύση του σφάλματος, η επαγγελματική πείρα και η επιμέλεια του οικείου επιχειρηματία. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να διενεργείται ενόψει των ιδιαιτέρων συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η φύση του σφάλματος εκτιμάται λαμβανομένου ιδίως υπόψη του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο οι αρμόδες αρχές εξακολούθησαν να σφάλλουν και του περίπλοκου χαρακτήρα των οικείων διατάξεων.

    ( βλ. σκέψεις 279, 282 )

    13. Το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 προβλέπει ότι ή η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε ειδικές περιπτώσεις οι οποίες προκύπτουν από περιστάσεις κατά τις οποίες δεν υπήρξε ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου. Στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη προφανούς αμέλειας σε μια κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι ο τρόπος κατά τον οποίο οι προσφεύγουσες συνήψαν τις συμβάσεις αγοράς και πραγματοποίησαν τις επίδικες εισαγωγές είναι σύμφωνος με τη συνήθη εμπορική πρακτική.

    ( βλ. σκέψη 297 )

    Top