This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61997TJ0141
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 28ης Σεπτεμβρίου 1999
Υπόθεση Τ-141/97
Bernard Yasse
κατά
Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
«Υπάλληλοι — Οριστική παύση — Άρθρα 1, 4 και 40 του Κανονισμού Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων — Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών — Δικαιώματα άμυνας — Ουσιώδης τύπος — Αρχή της αναλογικότητας — Ανταγωγή — Απόρριψη αιτήσεως διεξαγωγής αποδείξεων»
Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα ΙΙ-929
Αντικείμενο:
Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων της 31ης Ιανουαρίου 1997, με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων επαύθη χωρίς να απολέσει το επίδομα αποχωρήσεως, και την επανένταξη του στη θέση εργασίας του και, αφετέρου, την επιδίκαση αποζημιώσεως στον προσψεύγοντα-ενάγοντα από την Τράπεζα.
Απόφαση:
Απορρίπτει την προσφυγή. Απορρίπτει την αγωγή αποζημιώσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αγωγή αποζημιώσεως της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Καταδικάζει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.
Περίληψη
Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Οριστική παύση – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο – Όρια
(Κανονισμός Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 38)
Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Διαδικασία αντιπαράθεσης – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Κοινοποίηση του φακέλου στον ενδιαφερόμενο – Περιεχόμενο – Όρια – Εφαρμογή στον Κανονισμό Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
(Κανονισμός Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρο 40)
Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Αρχή της αναλογικότητας – Έννοια – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως άρθρα 86 έως 89· Κανονισμός Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρα 38 και 39)
Υπάλληλοι – Εφαρμοστέο καθεστώς στους λοιπούς υπαλλήλους – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Σεβασμός του κύρους του αξιώματος – Εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα – Προαπαιτείται έγκριση από την Τράπεζα – Έκταση
(Κανονισμός Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, άρθρα 1 και 4)
Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης – Προϋποθέσεις – Νέος ισχυρισμός – Έννοια
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2, εδ 1)
Προσφυγή ακυρώσεως – Ανταγωγή – Απαράδεκτο
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου)
Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσεως προϋποθέτει κατ' ανάγκην λεπτές εκτιμήσεις εκ μέρους του οργάνου, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών και ανεπανόρθωτων συνεπειών που συνεπάγεται. Συναφώς, το όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην εξακρίβωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και στην έλλειψη πρόδηλου σφάλματος κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.
(βλ. σκέψη 63)
Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Μαΐου 1997, Τ-273/94, Ν κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-289, σκέψη 125
Ο χαρακτήρας αντιπαράθεσης που χαρακτηρίζει μια διαδικασία όπως είναι η ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και τα δικαιώματα άμυνας στη διαδικασία αυτή απαιτούν όπως ο προσφεύγων ή, ενδεχομένως, ο δικηγόρος του μπορούν να λαμβάνουν γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τούτο εγκαίρως ώστε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Ωστόσο, ελλείψει αιτήσεως του ενδιαφερομένου, δεν προκύπτει από τον ΚΥΚ καμία υποχρέωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να κοινοποιήσει ολόκληρο τον φάκελο του υπαλλήλου κατά του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία.
Οι κανόνες αυτοί, εφαρμοζόμενοι mutatis mutandis οτην ερμηνεία του Κανονισμού Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, συνεπάγονται ότι αυτή είναι υποχρεωμένη να κοινοποιήσει στον καθού η ανάκριση τα έγγραφα που αποκαλύπτουν σημαντικά πραγματικά περιστατικά για την άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας, αλλά όχι οπωσδήποτε και περαιτέρω έγγραφα, εφόσον δεν υπάρχει σχετική αίτηση.
Συναφώς, εφόσον η Τράπεζα παρέσχε στον καθού η ανάκριση, με την ανακοίνωση της των πραγματικών περιστατικών που του προσάπτονται, τα πιο κρίσιμα έγγραφα για την απόδειξη των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και εφόσον αυτός δεν ζήτησε πρόσβαση στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία όπως θα μπορούσε να πράξει, η Τράπεζα δεν μπορεί να υποστεί κυρώσεις για το γεγονός ότι δεν του τα κοινοποίησε στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία αυτή.
(βλ. σκέψεις 91 έως 93)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 11 Ιουλίου 1985, 255/83 και 256/83, R. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2473, σκέψη 17· ΠΕΚ, 17 Οκτωβρίου 1991, Τ-26/89, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, α. ΙΙ-781, σκέψη 122· προαναφερθείσα απόφαση Ν κατά Επιτροπής, σκέψεις 88 και 89· ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 1998, Τ-74/96, Τζοάνος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. ΙΙ-343, σκέψη 337
Η εφαρμογή σε πειθαρχικά ζητήματα της αρχής της αναλογικότητας έχει δύο όψεις. Αφενός, η επιλογή της κατάλληλης ποινής εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, εφόσον αποδεικνύεται το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που καταλογίζονται εις βάρος του υπαλλήλου, και ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι δυνατό να αμφισβητήσει την ορθότητα της επιλογής αυτής, εκτός αν η επιβληθείσα ποινή είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που καταλογίζονται εις βάρος του υπαλλήλου.
Αφετέρου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθορίζει την ποινή βάσει μιας συνολικής εκτιμήσεως όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε ατομικής περιπτώσεως, δεδομένου ότι τα άρθρα 86 έως 89 του ΚΥΚ, όπως ακριβώς ο Κανονισμός Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων όσον αφορά τους υπαλλήλους της, δεν προβλέπουν σταθερή σχέση μεταξύ των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών και των διαφόρων ειδών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι και δεδομένου ότι δεν διευκρινίζουν σε ποιο βαθμό η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να επηρεάζει την επιλογή της ποινής.
Επομένως, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται στο ζήτημα του κατά πόσον η στάθμιση των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών περιστάσεων, στην οποία προέβη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο αναλογικό, ενώ ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εν λόγω αρχή στις σχετικές αξιολογικές εκτιμήσεις της.
(βλ. σκέψεις 105 έως 107)
Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1970, 13/69, Van Eick, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 239 [συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά], σκέψεις 24 και 25· ΔΕΚ, 30 Μαίου 1973, 46/72, De Greef κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 547 [συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά], σκέψεις 43 έως 46· ΔΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1985, 228/83, F. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 275, σκέψη 34· ΔΕΚ, 5 Φεβρουαρίου 1987, 403/85, F. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 645, σκέψη 26· ΠΕΚ, 7 Μαρτίου 1996, Τ-146/94, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-329, σκέψεις 107 και 108· προαναφερθείσα απόφαση Τζοάνος κατά Επιτροπής
Οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στα άρθρα 1 και 4 του Κανονισμού Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, κατά τις οποίες τα μέλη του προσωπικού οφείλουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και εκτός υπηρεσίας, να τηρούν συμπεριφορά σύμφωνη με τον διεθνή χαρακτήρα της Τράπεζας και των καθηκόντων τους, να αφιερώνουν τη δραστηριότητα τους στην υπηρεσία της Τράπεζας και δεν μπορούν, χωρίς προηγούμενη άδεια, να ασκούν καμία, ιδίως εμπορικής φύσεως, επαγγελματική δραστηριότητα εκτός Τράπεζας, έχουν όλως ουσιώδη σημασία για την επίτευξη των στόχων του τραπεζικού οργάνου και συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της συμπεριφοράς που το προσωπικό της Τράπεζας οφείλει να επιδεικνύει για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και του κύρους της.
Η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας για την οποία δεν έχει δοθεί άδεια είναι τελείως ασυμβίβαστη με την τήρηση των αρχών αυτών.
Συναφώς, η υποχρέωση να εξαρτάται η άσκηση εξωυπηρεσιακής δραστηριότητας από προηγούμενη άδεια της Τράπεζας επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό, άνευ διακρίσεως ως προς τη φύση της δραστηριότητας, τη σημασία ή τη θέση του οικείου μέλους του προσωπικού.
(βλ. σκέψεις 109 έως 111 και 113)
Παραπομπή: προαναφερθείσα απόφαση Τζοάνος κατά Επιτροπής, σκέψη 66
Το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.
Βάσει αυτού, πρέπει να επιτρέπεται η προβολή επιχειρήματος εφόσον τα πραγματικά δεδομένα στα οποία στηρίζεται ήλθαν στο φως από ένα διάδικο κατά τη μελέτη του υπομνήματος αντικρούσεως και εφόσον ο διάδικος αυτός δεν μπορούσε να λάβει γνώση των δεδομένων αυτών με άλλο τρόπο.
(βλ. σκέψεις 126 έως 128)
Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως ανταγωγής από τον καθού οτο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.
Επομένως, είναι απαράδεκτη η αγωγή αποζημιώσεως που ασκεί ο καθού με το υπόμνημά του ανταπαντήσεως.
(βλ. σκέψεις 143 και 144)