Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996TJ0168

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 21ης Οκτωβρίου 1997

    Υπόθεση Τ-168/96

    Αικατερίνη Πατρώνη

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

    «Υπάλληλοι — Άρνηση προαγωγής — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Αναρρωτικές άδειες λόγω ασθενείας και ατυχήματος — Λαμβάνεται υπόψη η πραγματική εργασία που παρασχέθηκε κατά την περίοδο αναφοράς»

    Πλήρες κείμενο οτη γαλλική γλώσσα   II-833

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή έχουσα ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως αποφάσεως περί αρνήσεως προαγωγής.

    Αποτέλεσμα:

    Απόρριψη.

    Επιτομή της αποφάσεως

    Η προσφεύγουσα εισήλθε στην υπηρεσία του Συμβουλίου στις 16 Μαίου 1980, και ανέλαβε, την 1η Ιουλίου 1980, την οργάνωση και τη διεύθυνση του ελληνικού τμήματος της υπηρεσίας δακτυλογραφήσεων. Την 1η Ιουλίου 1981 διορίστηκε σε θέση βοηθού διοικήσεως με βαθμό Β 3 και, στη συνέχεια, την 1η Ιουλίου 1987, προήχθη στο βαθμό Β 2.

    Η προσφεύγουσα κατείχε την έκτη θέση, κατά σειρά αρχαιότητας, στον πίνακα των τριάντα έξι υπαλλήλων που είχαν την απαιτουμένη, κατά την 1ης Οκτωβρίου 1995, αρχαιότητα προκειμένου να προαχθούν στον βαθμό Β 1, ενόψει των προαγωγών του 1995. Εννέα ήσαν οι θέσεις βαθμού Β 1 που επρόκειτο να πληρωθούν μέσω προαγωγής.

    Στην έκθεση της προς την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ), η συμβουλευτική επιτροπή προαγωγών για την κατηγορία Β (συμβουλευτική επιτροπή) προέτεινε, ομοφώνως, την προαγωγή στον βαθμό Β 1 εννέα υπαλλήλων μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν η προσφεύγουσα. Ο πίνακας αυτός δημοσιεύθηκε στην Ανακοίνωση προς το προσωπικό αριθ. 163/95, της 7ης Δεκεμβρίου 1995.

    Στη συνέχεια, η ΑΔΑ προέβη στην προαγωγή στον βαθμό Β 1 των εννέα υπαλλήλων που είχαν προταθεί από τη συμβουλευτική επιτροπή.

    Στις 7 Μαρτίου 1996, η προσφεύγουσα υπέβαλε κατά της αποφάσεως της ΑΔΑ περί μη προαγωγής της διοικητική ένσταση η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 13 Μαρτίου 1996. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, σχετικά με την οποία η προσφεύγουσα δήλωσε ότι έλαβε γνώση στις 5 Αυγούστου 1996.

    Προς στήριξη της αποφάσεως της περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η ΑΔΑ ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων ότι, «(...) κατόπιν της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων και των εκθέσεων βαθμολογίας, [η συμβουλευτική επιτροπή] όφειλε να επιλέξει μεταξύ των εχόντων τα σχετικά προσόντα υπαλλήλων. Στην αλληλουχία αυτή, ένα από τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη ήταν η πραγματική παροχή υπηρεσιών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι η πραγματική σας παρουσία στην εργασία είχε μειωθεί εξαιτίας των αναρρωτικών αδειών σας λόγω ασθενείας και ατυχήματος, [η συμβουλευτική επιτροπή] έκρινε τελικώς ότι δεν έπρεπε να προαχθείτε».

    Η προσφεύγουσα προήχθη, αργότερα, στον βαθμό Β 1, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1996.

    Επί της ουσίας

    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση τον άρθρον 45 του ΚΥΚ

    Η συμβουλευτική επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι ο αριθμός των ημερών των αναρρωτικών αδειών λόγω ασθενείας και ατυχήματος που είχε λάβει η Πατρώνη κατά την περίοδο αναφοράς είχε σημαντικά μειώσει την πραγματική διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών της και, αφετέρου, ότι οι απουσίες της λόγω ασθενείας και ατυχήματος ήσαν σαφώς πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι αυτές οποιουδήποτε από τους εννέα προαχΟέντες υπαλλήλους (σκέψη 31).

    Έστω και αν δεν προέβη σε συστηματικό έλεγχο όλων των αναρρωτικών αδειών λόγω ασθενείας και ατυχήματος που είχαν υπολογιστεί αναφορικά με όλους τους υποτμηφίους για προαγωγή, η συμβουλευτική επιτροπή δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα της υπάρξεως μιας σημαντικής διαφοράς μεταξύ του αριθμού των απουσιών λόγω ασθενείας και ατυχήματος της Πατρώνη και αυτού των εννέα προαχΟέντων υποψηφίων (σκέψη 32).

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ενόψει του μικρού αριθμού των θέσεων προϋπολογισμού που ήσαν διαθέσιμες καθώς και της παραγράφου 1 των κατευθυντήριων γραμμών για τους εκπροσώπους του προσωπικού εντός των επιτροπών προαγωγών, που θεσπίστηκαν από την επιτροπή προσωπικού στις 17 Νοεμβρίου 1994 (κατευθυντήριες γραμμές), όπου προβλέπεται ότι, σε περίπτωση ισότητας προσόντων, μπορεί επίσης να ληφθεί υπόιμη η πραγματική παρουσία στην εργασία, το Συμβούλιο νομίμως έλαβε υπόψη, επικουρικώς, την περίοδο πραγματικής επαγγελματικής δραστηριότητας της Πατρώνη και προήγαγε κατά προτεραιότητα, καθώς όλα τα λοιπά προσόντα ήσαν τα ίδια, τους υπαλλήλους οι οποίοι, επιπλέον, είχαν παράσχει τις υπηρεσίες τους κατά τρόπο αντικειμενικώς συνεπέστερο και, έτσι, είχαν εξυπηρετήσει, σε βαθμό σαφώς μεγαλύτερο απ' ό,τι η ενδιαφερόμενη, τη συνέχιση και, ως εκ τούτου, το συμφέρον της υπηρεσίας κατά την περίοδο αναφοράς (σκέψη 34).

    Πράγματι, μια συμβουλευτική επιτροπή προαγωγών δεν υποχρεούται να στηρίζεται αποκλειστικώς στις εκθέσεις βαθμολογίας των υποι|)ηφίων αλλά μπορεί επίσης να βασίζεται στην εκτίμηση της όσον αφορά άλλες πτυχές των προσόντων τους, όπως έτερα στοιχεία, σχετικά με τη διοικητική και προσωπική τους κατάσταση, ικανά να σχετικοποιήσουν την εκτίμηση που έχει γίνει αποκλειστικώς βάσει των εκθέσεων βαθμολογίας (σκέψη 35).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 25 Νοεμβρίου 1993, Τ-89/91, Τ-21/92 και Τ-89/92, Χ κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, α II-1235, σκέψεις 49 και 50

    Η ερμηνεία που το όργανο έχει νομίμως δώσει στο άρθρο 45 του ΚΥΚ δεν μπορεί να τεθεί, δυνάμει της αρχής του σεβασμού της ιεραρχίας των κανόνων, υπό αμφισβήτηση ούτε από τη γνώμη της Επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές (σκέψη 36).

    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογίας

    Στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως εκτίθεται εν συντομία, αλλά κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο απέρριψε την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας για προαγωγή και του οποίου το βάσιμο αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως (σκέψη 41).

    Εξ αυτού έπεται ότι η αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, αφενός, παρέσχε στην ενδιαφερόμενη τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για τη λυσιτελή άσκηση της υπό κρίση προσφυγής και, αφετέρου, επέτρεψε στο Πρωτοδικείο να ασκήσει τον έλεγχο του επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως (σκέψη 42).

    Παραπομπή: ΔΕΚ. 1 Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Selon κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1789, σκέψεις 47 και 48· ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, Τ-80/92, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-1465, σκέψη 62

    Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 26 του ΚΥΚ

    Το άρθρο 26 του ΚΥΚ σκοπεί στη διασφάλιση της ασκήσεως από τους υπαλλήλους των δικαιωμάτων τους άμυνας καθώς αποφεύγεται οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την ΑΔΑ και θίγουν τη διοικητική κατάσταση και τη σταδιοδρομία τους να στηρίζονται σε σχετικά με τη συμπεριφορά τους γεγονότα τα οποία δεν μνημονεύονται στον ατομικό φάκελο τους (σκέψη 46).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 739, σκέψη 11· ΠΕΚ, 5 Δεκεμβρίου 1990, Τ-82/89, Marcalo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, ο. II-735, σκέψη 78

    Ο τρίτος λόγος είναι αλυσιτελής δεδομένου ότι το Συμβούλιο νομίμως έλαβε υπόψη τις ημέρες αναρρωτικής αδείας λόγω ασθενείας και ατυχήματος της Πατρώνη, ληφθέντος υπόψη ότι η τελευταία ούτε αρνήθηκε ότι είχε λάβει από τη διοίκηση, κατά τη διάρκεια των διαφόρων αναρρωτικών αδειών της, ειδοποιήσεις σχετικά με τον χρόνο απουσίας της, ούτε αμφισβήτησε την ακρίβεια των ειδοποιήσεων αυτών (σκέψη 47).

    Διατακτικό:

    Το Πρωτοδικεί απορρίπτει την προσφυγή.

    Top