Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996TJ0016

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση T-16/96

    Cityflyer Express Ltd

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Προσφυγή ακυρώσεως — Εναέριες μεταφορές — Κρατική ενίσχυση — Άτοκο δάνειο — Ποσό της ενισχύσεως — Αρχή του επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς — Αρχή της αναλογικότητας — Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως — Αιτιολόγηση — Αναγκαία η αντιπαράθεση επιχειρημάτων μεταξύ Επιτροπής και καταγγέλλοντος»

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο πενταμελές τμήμα) της 30ής Απριλίου 1998   II-760

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Αιτιάσεις που δεν προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Παραδεκτό

      (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 § 2 και 173)

    2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χρηματοδοτική συνδρομή κράτους μέλους προς επιχείρηση – Κριτήριο εκτιμήσεως – Δυνατότητες της επιχειρήσεως από την άποψη της ιδιωτικής κεφαλαιαγοράς – Χορήγηση δανείου με προτιμησιακό επιτόκιο – Επιστροφή της διαφοράς μεταξύ των τόκων που θα είχαν καταβληθεί με βάση το ισχύον στην αγορά επιτόκιο και των τόκων που καταβλήθηκαν πράγματι

      (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § Ι)

    3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι μια μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

      (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 92, 93 § 3 και 190)

    1.  Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καμία διάταξη δεν εξαρτά το δικαίωμα προσώπου το οποίο αφορά άμεσα και ατομικά πράξη απευθυνθείσα σε τρίτον να προσβάλει την πράξη αυτή από την προϋπόθεση της εκ μέρους του προβολής, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, του συνόλου των αιτιάσεων που διατυπώνονται στην προσφυγή. Εφόσον δεν υφίσταται παρόμοια διάταξη, το δικαίωμα του προσώπου αυτού προς άσκηση της προσφυγής δεν μπορεί να περιοριστεί με μόνη αιτιολογία ότι το εν λόγω πρόσωπο, ενώ είχε τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να υποβάλει παρατηρήσεις επί εκτιμήσεως ανακοινωθείσας κατά την έναρξη της διαδικασίας του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης και περιληφθείσας στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν το έπραξε.

    2.  Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η χρηματοδοτική συνδρομή κράτους μέλους προς επιχείρηση συνιστά κρατική ενίσχυση, ενδείκνυται η εφαρμογή του κριτηρίου που βασίζεται στις δυνατότητες της επιχειρήσεως να εξασφαλίσει τα επίμαχα ποσά στην κεφαλαιαγορά. Συγκεκριμένα, ενδείκνυται να τεθεί το ερώτημα κατά πόσον ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε προβεί στην επίμαχη πράξη υπό τους ίδιους όρους και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, να εξεταστεί το ζήτημα των όρων υπό τους οποίους θα είχε προβεί στην πράξη αυτή.

      Όταν πρόκειται για χορήγηση δανείου με προτιμησιακό επιτόκιο, η Επιτροπή ορθώς χαρακτηρίζει ως ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά τη διαφορά μεταξύ των τόκων που θα είχαν καταβληθεί, αν ίσχυε το επιτόκιο της αγοράς, και των τόκων που πράγματι καταβλήθηκαν και όχι το ποσό του δανείου.

      Η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή δίδει επίσης τη δυνατότητα στην Επιτροπή να καθορίζει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, για την εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που έχει διαπιστώσει και για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από την καταβολή της παράνομης ενισχύσεως, ενώ πρέπει να τηρείται και ο κανόνας της αναλογικότητας. Μολονότι κατ' αρχήν δεν πρέπει να γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η ενίσχυση έχει χορηγηθεί υπό μορφή δανείου ή υπό μορφή συμμετοχής στο κεφάλαιο, η ενιαία εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε αμφότερες τις περιπτώσεις μπορεί εντούτοις, αν ληφθεί υπόψη ο κανόνας περί αναλογικότητας, να επιβάλλει τη λήψη διαφορετικών μέτρων για την εξάλειψη των διαπιστωθεισών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και για την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από την καταβολή της παράνομης ενισχύσεως.

      Ο κανόνας περί αναλογικότητας απαιτεί τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση ενός συστήματος υγιούς ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, τα οποία να επηρεάζουν κατά το δυνατόν ελάχιστα την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας.

      Δεδομένου ότι, σε περίπτωση εισφοράς κεφαλαίου, το ποσό της εισφοράς μεταβιβάζεται οριστικά, ενώ το ποσό του δανείου, του οποίου προβλέπεται η απόδοση, τίθεται προσωρινά μόνο στη διάθεση της επιχειρήσεως, ο κανόνας περί αναλογικότητας απαιτεί κατ' αρχήν τη λήψη διαφορετικών μέτρων στη μία περίπτωση απ' ό,τι στην άλλη. Όταν πρόκειται για συμμετοχή στο κεφάλαιο, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι η εξάλειψη του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος απαιτεί την επιστροφή της εισφοράς κεφαλαίου. Όταν αντίθετα πρόκειται για δάνειο, αν το πλεονέκτημα από άποψη ανταγωνισμού συνίσταται στο χορηγηθέν προτιμησιακό επιτόκιο και όχι στην ίδια την αξία των κεφαλαίων που τέθηκαν στη διάθεση της επιχειρήσεως, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, αντί να επιβάλει αυτομάτως την απόδοση του δανεισΟέντος ποσού, να επιβάλει την εφαρμογή του επιτοκίου που θα είχε συμφωνηθεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς και την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ των τόκων που θα είχαν καταβληθεί υπό τέτοιες συνθήκες και των τόκων που καταβλήθηκαν πράγματι βάσει του χορηγηθέντος προ-τιμησιακού επιτοκίου.

    3.  Από την κατά το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη,ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε το μέτρο, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματα τους, ο δε κοινοτικός δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο του. Η αιτιολογία πάντως δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα έχοντα σχέση με την υπόθεση πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της, αλλά και των συμφραζομένων καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

      Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως των αποφάσεων της, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που έχουν αναπτύξει οι ενδιαφερόμενοι ενώπιον της. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία ενόψει της οικονομίας της αποφάσεως.

      Η αρχή αυτή, εφαρμοζόμενη στον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως, επιβάλλει την παράθεση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    Top