This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61995TJ0224
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1 Προσφυγή ακυρώσεως - Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή - Αίτημα περί επιβολής υποχρεώσεως διεξαγωγής των αναγκαίων ερευνών για την απόδειξη προβαλλομένης με καταγγελία συμπράξεως - Απαράδεκτο
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173 και 176)
2 Προσφυγή ακυρώσεως - Προσφυγή ασκουμένη κατά αποφάσεως η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη απόφαση - Απαράδεκτο - Έννοια βεβαιωτικής αποφάσεως - Απόφαση προοριζομένη να αντικαταστήσει προηγούμενη ακυρωθείσα απόφαση - Τμήμα της αποφάσεως που επαναλαμβάνει τους λόγους που εκτίθενται στην προηγούμενη απόφαση και οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν με την ακυρωτική δικαστική απόφαση
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173)
3 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολογία - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190)
4 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Εξέταση των καταγγελιών - Υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας - Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3)
5 Προσφυγή ακυρώσεως - Ακυρωτική δικαστική απόφαση - Συνέπειες - Υποχρέωση λήψεως εκτελεστικών μέτρων - Περιεχόμενο - Συνυπολογισμός τόσο της αιτιολογίας όσο και του διατακτικού της αποφάσεως - Εκτέλεση με την οποία επαναλαμβάνονται οι πλημμέλειες που οδήγησαν στην ακύρωση - Δεν επιτρέπεται - Υποχρέωση επανεξετάσεως των στοιχείων που δεν ακυρώθηκαν με την απόφαση - Δεν υφίσταται
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173 και 176)
6 Διαδικασία - Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο - Ουσιώδης τύπος - Συνοπτική έκθεση των προβληθέντων λόγων
[Οργανισμός (ΕΚ) του Δικαστηρίου, άρθρο 19· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1]
7 Το αίτημα που υποβάλλεται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως και με το οποίο ζητείται να επιβληθεί στην Επιτροπή η υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες έρευνες για την απόδειξη της καταγγελλομένης συμπράξεως είναι απαράδεκτο. Πράγματι, δεν εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί και εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο να λάβει, δυνάμει του άρθρου 176 της Συνθήκης, τα μέτρα εκτελέσεως αποφάσεως που εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως.
8 Οι αποφάσεις οι οποίες απλώς επιβεβαιώνουν προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως. Πράγματι, μία πράξη η οποία περιορίζεται στην επιβεβαίωση προηγούμενης πράξεως δεν μπορεί να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να προκαλέσουν νέα έναρξη των συζητήσεων επί της νομιμότητας της βεβαιωθείσας πράξεως.
Επομένως, ο προσφεύγων δεν προσβάλλει παραδεκτώς, στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως που προορίζεται να αντικαταστήσει προηγούμενη απόφαση που ακυρώθηκε εν μέρει μόνον από τον κοινοτικό δικαστή, το τμήμα της αποφάσεως το οποίο επαναλαμβάνει, με πανομοιότυπη διατύπωση, την αιτιολογία που περιλαμβανόταν ήδη στην προηγούμενη απόφαση και της οποίας η ορθότητα δεν αμφισβητήθηκε με την ακυρωτική δικαστική απόφαση.
9 Από την αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη κατά τρόπον ώστε να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και στον κοινοτικό δικαστή η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. Συναφώς, η Επιτροπή, στην αιτιολογία των αποφάσεων που εκδίδει για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι για να στηρίξουν τα αιτήματά τους, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως.
10 Η υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή, όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, δεν συνίσταται στη διεξαγωγή έρευνας, αλλά στην προσεκτική εξέταση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που θέτει υπόψη της ο καταγγέλλων, προκειμένου να εκτιμήσει αν από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει η ύπαρξη συμπεριφοράς ικανής να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.
11 Όταν ο κοινοτικός δικαστής ακυρώνει πράξη κοινοτικού οργάνου, το άρθρο 176 της Συνθήκης επιβάλλει στο όργανο αυτό να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως. Συναφώς, το κοινοτικό όργανο, για να συμμορφωθεί με την απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια των παρατιθεμένων στο διατακτικό. Πράγματι, στο σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται ως παράνομη και, αφετέρου, παρατίθενται οι ακριβείς λόγοι της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και που το οικείο κοινοτικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως.
Καίτοι το άρθρο 176 της Συνθήκης επιβάλλει στο οικείο κοινοτικό όργανο την υποχρέωση να μεριμνά ώστε η πράξη που προορίζεται να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη να μην πάσχει τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνες που εντόπισε η δικαστική απόφαση περί ακυρώσεως, αντιθέτως δεν μπορεί να απαιτηθεί από το όργανο αυτό να αποφανθεί εκ νέου επί των στοιχείων της αποφάσεώς του που δεν ακυρώθηκαν με την ακυρωτική δικαστική απόφαση.
12 Το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε ο μεν καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς άλλα επιπλέον στοιχεία. Για τον λόγο αυτό, το δικόγραφο αυτό πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, πράγμα που σημαίνει ότι η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.