Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995TJ0211

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 5ης Φεβρουαρίου 1997

    Υπόθεση Τ-211/95

    Claudine Petit-Laurent

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι — Εσωτερικός διαγωνισμός — Προκήρυξη διαγωνισμού — Προϋπόθεση της υποψηφιότητας η ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Υποχρέωση αρωγής — Αγωγή αποζημιώσεως»

    Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-57

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή-αγωγή με την οποία ζητείται, αφενός, η ακύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1994 αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/T/A/95, με την οποία δεν έγινε δεκτή η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις γραπτές δοκιμασίες του εν λόγω διαγωνισμού και της από 27 Ιουλίου 1995 αποφάσεως της Επιτροπής να μην επιτρέψει στην προσφεύγουσα να μετάσχει σε άλλο εκτός του διαγωνισμού COM/T/A/95 εσωτερικό συμπληρωματικό διαγωνισμό και, αφετέρου, η αποκατάσταση της υλικής ζημίας και η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η προσφεύγουσα.

    Αποτέλεσμα:

    Απόρριψη.

    Επιτομή ΐης αποφάσεως

    Στις 12 Ιουλίου 1988 η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι συμβάσεις που προτείνονταν στους νέους εκτάκτους υπαλήλους θα συνάπτονταν για ελάχιστο διάστημα τριών ετών με μέγιστη διάρκεια τα πέντε έτη, καθώς και ότι, σε εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούμενες από το συμφέρον της υπηρεσίας, κάθε σύμβαση θα μπορεί να ανανεώνεται μία μόνο φορά, χωρίς με την ανανέωση αυτή να μπορεί να υπερβαίνει τα επτά ετη η συνολική διάρκεια της υπηρεσίας του εκτάκτου υπαλλήλου.

    Στις 18 Μαρτίου 1992 η Επιτροπή κατάργησε αυτή τη ρήτρα σχετικά με την υπό εξαιρετικές περιστάσεις ανανέωση των συμβάσεων των εκτάκτων υπαλλήλων. Σε αντιστάθμισμα αποφάσισε να διοργανώνει ετήσιους εσωτερικούς διαγωνισμούς, με γραπτές και προφορικές δοκιμασίες, για το σύνολο των εκτάκτων υπαλλήλων με αρχαιότητα τριών τουλάχιστον ετών, περιορίζοντας ωστόσο τον αριθμό των ατόμων που θα μπορούν να εγγράφονται στον πίνακα επιτυχόντων.

    Στις 23 Φεβρουαρίου 1994 η Επιτροπή κατάργησε τον περιορισμό του μέγιστου αριθμού ατόμων που θα μπορούν να εγγράφονται στον πίνακα επιτυχόντων όσον αφορά τους εν εξελίξει διαγωνισμούς και τους μέλλοντες να διοργανωθούν.

    Την 1η Ιουλίου 1989 η προσφεύγουσα προσελήφθη από την Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών ως έκτακτη υπάλληλος βαθμού Α 5.

    Στις αρχές του 1993 και στις αρχές του 1994η προσφεύγουσα μετέσχε χωρίς επιτυχία διαδοχικά στις γραπτές δοκιμασίες δύο εσωτερικών διαγωνισμών διοργανωθέντων από την Επιτροπή για τους εκτάκτους υπαλλήλους. Η σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου της προσφεύγουσας έληγε στις 30 Ιουνίου 1994. Την 1η Ιουλίου 1994 προσελήφθη από την Επιτροπή ως επικουρική υπάλληλος για περίοδο έξι μηνών. Τον Σεπτέμβριο του 1994η προσφεύγουσα υπέβαλε την υποψηφιότητα της στον εσωτερικό διαγωνισμό COM/T/A/95. Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 1994 ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COMAVA/95 πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι η εξεταστική επιτροπή δεν την δέχθηκε να μετάσχει στις γραπτές δοκιμασίες του διαγωνισμού αυτού με την αιτιολογία ότι δεν είχε την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου στις 30 Σεπτεμβρίου 1994.

    Επί της προσφυγής ακυρώσεως

    Επί του πρώτου λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή/και του κανόνα patere legem quam ipse fecisti

    Επί του παραδεκτού του ισχυρισμού σχετικά με την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ εκτάκτων και επικουρικών υπαλλήλων.

    Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ', και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, καθώς και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προεβλήθη προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτό πρέπει να θεωρείται παραδεκτός (σκέψη 39).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 30 Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 3107, σκέψη 25· ΔΕΚ, 19 Μαίου 1983, 306/81, Βέρρος κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1983, σ. 1755, σκέψη 9· ΠΕΚ, 20 Σεπτεμβρίου 1990, Τ-37/89, Harming κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II-463, σκέψη 38

    Ο ισχυρισμός που ανέπτυξε η προσφεύγουσα κατά τη συνεδρίαση, κατά τον οποίο οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ εκτάκτων και επικουρικών υπαλλήλων, δεν προβλήθηκε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και δεν συνδέεται στενά με τον αρχικό λόγο, ο οποίος περιορίζεται αυστηρά σε προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ εκτάκτων υπαλλήλων. Επο μένως, δεν αποτελεί ανάπτυξη του. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας και να κηρυχθεί απαράδεκτος (σκέψεις 41 έως 45).

    Εξέταση του βάσιμου του λόγου

    Με την από 18 Μαρτίου 1992 απόφαση της η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να διοργανώνει εσωτερικούς διαγωνισμούς για τους εκτάκτους υπαλλήλους που είχαν προσληφθεί μετά τον Ιούλιο του 1988, με βάση τρεις αρχές: Η συμμετοχή στους εσωτερικούς διαγωνισμούς θα επιτρέπεται στους εκτάκτους με τριετή αρχαιότητα. Οι εσωτερικοί διαγωνισμοί θα είναι «ετήσιοι». Η Επιτροπή επιθυμεί να παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους εκτάκτους που προσελήφθησαν μετά τον Ιούλιο του 1988 να μετάσχουν σε δύο εσωτερικούς διαγωνισμούς κατά τη διάρκεια της ισχύος των συμβάσεων τους. Εν προκειμένω, η Επιτροπή τήρησε αυτές τις τρεις αρχές κατά τη διοργάνωση των διαγωνισμών COM/T/A/93, COM/T/A/94 και COM/T/A/95 (σκέψεις 48 έως 52).

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (ΚΥΚ), ιδίως δε των άρθρων 27, πρώτο εδάφιο, και 29, παράγραφος 1, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προς καθορισμό των κριτηρίων ικανότητας που απαιτούνται για τις προς πλήρωση θέσεις και προς προσδιορισμό, σε συνάρτηση με τα κριτήρια αυτά και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, των όρων και λεπτομερειών διοργανώσεως διαγωνισμού. Η επιλογή την οποία επιτρέπει αυτή η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ασφαλώς πρέπει πάντοτε να πραγματοποιείται με γνώμονα τις απαιτήσεις που συνδέονται με τις προς πλήρωση θέσεις και, γενικότερα, το συμφέρον της υπηρεσίας (σκέψη 54).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 16 Οκτωβρίου 1975, 90/74, Deboeck κατά Επιτροπής, Συλλογή (μόνο σε ξενόγλωσσες εκδόσεις) 1975, σ. 1123, σκέψη 29' ΔΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1984, 39/83, Fabius κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 627, σκέψη Τ ΠΕΚ, 16 Οκτωβρίου 1990, Τ-132/89, Gallone κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ II-549, σκέψη 27· ΠΕΚ, 8 Νοεμβρίου 1990, Τ-56/89, Bataille κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II-597, σκέψεις 42 έως 50' ΠΕΚ, 28 Μαρτίου 1996, Τ-60/92, Noonan κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. II-443, σκέψη 43

    Υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως οσάκις δύο κατηγορίες προσώπων, των οποίων οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις δεν παρουσιάζουν ουσιώδη διαφορά, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται ταυτόσημα (σκέψη 56).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1991, Τ-18/89 και Τ-24/89, Ταγαράς κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II-53, σκέψη 68

    Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η ΑΔΑ προς καθορισμό των λεπτομερειών διοργανώσεως διαγωνισμού σημαίνει ότι αυτή μπορεί να καθορίζει επακριβώς τις ημερομηνίες διεξαγωγής του, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις που συνδέονται με τις προς πλήρωση θέσεις και με το συμφέρον της υπηρεσίας. Όμως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι ορισμένοι έκτακτοι υπάλληλοι προσληφθέντες από την Επιτροπή μεταξύ Ιουλίου 1988 και Μαρτίου 1992 μπόρεσαν να υποβάλουν την υποψηφιότητα τους στους διαγωνισμούς COMAT/A/93, COM/T/A/94 και COMAVA/95 ενώ άλλοι μπόρεσαν να υποβάλουν την υποι^ηφιότητά τους μόνον στους διαγωνισμούς COM/T/A/93 και COM/T/A/94 δεν αποτελεί δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αλλά το αποτέλεσμα ενός καθαρά τυχαίου συσχετισμού διαφόρων ημερομηνιών, ήτοι, αφενός, των καθορισθεισών από την ΑΔΑ για τη διενέργεια των τριών διαγωνισμών και, αφετέρου, εκείνων της προσλήψεως των ως άνω υπαλλήλων και της λήξεως των συμβάσεων τους (σκέψη 58).

    Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της αρωγής και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    Έχει δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κάθε ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση, παρέχοντας του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες ελπίδες (σκέψη 72).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-3/92, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ. Υπ. 1994, σ. Π-83, σκέψη 58· ΠΕΚ, 14 Ιουλίου 1994, Τ-534/93, Grynberg και Hall κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α II-595, σκέψη 51· ΠΕΚ, 27 Φεβρουαρίου 1996, Τ-235/94, Galtieri κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. II-129, σκέψη 63

    Η απλή άσκηση πιέσεων από τις συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις στη διεύθυνση προσωπικού της Επιτροπής, που προορίζονταν να παράσχουν στους εκτάκτους υπαλλήλους των οποίων οι συμβάσεις έληγαν πριν από τον Σεπτέμβριο του 1994 τη δυνατότητα να μετάσχουν στον διαγωνισμό COM/T/A/95, καθώς και απλώς και μόνο η πρόσληψη της προσφεύγουσας με την ιδιότητα της επικουρικής υπαλλήλου μετά τη λήξη της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου δεν μπορούν να αποτελούν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της ΑΔΑ ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε πράγματι να μετάσχει στον διαγωνισμό COM/T/A/95 (σκέψη 73).

    Επί του λόγου που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αρωγής

    Η υποχρέωση αρωγής της διοικήσεως έναντι των υπαλλήλων της αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημοσίας αρχής και των δημοσίων υπαλλήλων. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ιδίως ότι, όταν αποφασίζει σχετικά με την κατάσταση ενός υπαλλήλου, η αρχή λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορεί να καθορίζουν την απόφαση της και ότι με την ενέργεια της αυτή σταθμίζει όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου (σκέψη 75).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 23 Οκτωβρίου 1986, 321/85, Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1986, σ. 3199, σκέψη 18' ΠΕΚ, 16 Μαρτίου 1993, Τ-33/89 και Τ-74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. Π-249, σκέψη 96· ΠΕΚ, 15 Μαρτίου 1994, Τ-100/92, La Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-275, σκέψη 58

    Εντούτοις, η υποχρέωση αρωγής ουδόλως επιβάλλει στην ΑΔΑ να αυξάνει τις δυνατότητες μονιμοποιήσεως εκτάκτων ή επικουρικών υπαλλήλων (σκέψη 76).

    Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω η Επιτροπή έλαβε υπόψη το συμφέρον της προσφεύγουσας φερόμενη πολύ γενναιόδωρα (σκέψη 77).

    Επί της ενστάσεως παρανομίας που προβάλλεται κατά των αποφάσεων της Επιτροπής της 18ης Μαρτίου 1992 και της 23ης Φεβρουαρίου 1994

    Η ένσταση παρανομίας που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Πρέπει επίσης να απορριφθούν ως αβάσιμα το κύριο και το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας (σκέψεις 81 έως 85).

    Επί της αγωγής αποζημιώσεως

    Τα αιτήματα με τα οποία ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας και η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθούν, καθόσον συνδέονται στενά μετά αιτήματα της προσφυγής ακυρώσεως, που απερρίφθησαν είτε ως απαράδεκτα είτε ως αβάσιμα (σκέψη 88).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 16 Ιουλίου 1992, Τ-1/91, Della Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, ο. Π-2145, σκέψη 34

    Διατακτικό:

    Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη.

    Top