EUR-Lex Der Zugang zum EU-Recht

Zurück zur EUR-Lex-Startseite

Dieses Dokument ist ein Auszug aus dem EUR-Lex-Portal.

Dokument 61995TJ0169

Περίληψη της αποφάσεως

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Μαΐου 1997

Υπόθεση Τ-169/95

Agustín Quijano

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι — Αναρρωτική άδεια — Ιατρικό πιστοποιητικό — Ιατρικός έλεγχος — Πορίσματα αντικρούοντα το ιατρικό πιστοποιητικό»

Πλήρες κείμενο οτη γαλλική γλώσσα   II-273

Αντικείμενο:

Προσφυγή που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως αποφάσεως της 21ης Σεπτεμβρίου 1994, με την οποία η Επιτροπή θεώρησε ως αδικαιολόγητη την απουσία του προσφεύγοντος από τις 8 έως τις 23 Αυγούστου 1994 και καταλόγισε δέκα ημέρες στη διάρκεια της ετήσιας αδείας του.

Αποτέλεσμα:

Ακύρωση.

Επιτομή της αποφάσεως

Ο προσφεύγων, υπάλληλος της Επιτροπής, βαθμού LA 4, υπηρετών στη μεταφραστική υπηρεσία στο Λουξεμβούργο, ακολουθεί από το 1994 θεραπευτική αγωγή στο πλαίσιο της οποίας του έχει επιτραπεί να μεταβαίνει δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, στις Βρυξέλλες για να επισκέπτεται τον θεράποντα ιατρό του. Τον Ιούλιο του 1994 ο προσφεύγων διαβίβασε στην καθής πιστοποιητικό του θεράποντος ιατρού του, με ημερομηνία Δευτέρα 18 Ιουλίου 1994, με το οποίο βεβαιώνονταν ότι ήταν ανίκανος να εργαστεί για το χρονικό διάστημα από τη Δευτέρα 25 Ιουλίου μέχρι και την Παρασκευή 19 Αυγούστου 1994, καθώς και αίτηση να του χορηγηθεί η άδεια να διαμείνει εκτός του τόπου υπηρεσίας του.

Με συστημένη επιστολή της 1ης Αυγούστου 1994, ο ελεγκτής ιατρός του καθού κοινοτικού οργάνου στο Λουξεμβούργο καλεί τον προσφεύγοντα σε ιατρικό έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός διενεργείται στην ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο την Παρασκευή 5 Αυγούστου 1994. Την ίδια ημέρα ο ελεγκτής ιατρός διαβιβάζει έκθεση στον προϊστάμενο ιατρό της ιατρικής υπηρεσίας της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο, με την οποία δηλώνει ότι η διακοπή εργασίας την οποία συνέστησε ο θεράπων ιατρός δεν είναι δικαιολογημένη και ότι κάλεσε τον προσφεύγοντα να επανέλθει τα καθήκοντα του. Ο προσφεύγων επανέρχεται στην υπηρεσία την Τρίτη 23 Αυγούστου 1994.

Με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1994, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) πληροφορεί τον προσφεύγοντα ότι αποφάσισε να θεωρήσει την απουσία του από τις 8 έως τις 23 Αυγούστου αδικαιολόγητη και να καταλογίσει δέκα ημέρες στη διάρκεια της ετήσιας αδείας του, βάσει του άρθρου 60 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από την παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Κατά το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, «εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερο του» και «κάθε [αδικαιολόγητη] απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετήσιας αδείας του ενδιαφερομένου» (σκέψη 37).

Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, «ο υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντα του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αυτοδικαίως αναρρωτικής αδείας». Συνεπώς, στον ενδιαφερόμενο εναπόκειται να προσκομίσει απόδειξη του κωλύματος αυτού, αλλά η υποβολή ιατρικού πιστοποιητικού δημιουργεί τεκμήριο δικαιολογημένης απουσίας (σκέιμη 38).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Απριλίου 1989, 271/87, Fedeli κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, ο. 993, συνοπτική δημοσίευση

Η διοίκηση δεν μπορεί να αρνηθεί την εγκυρότητα του πιστοποιητικού αυτού και να θεωρήσει αδικαιολόγητη την απουσία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, παρά μόνον εάν τον έχει προηγουμένως υποβάλει σε ιατρικό έλεγχο, τα πορίσματα του οποίου παράγουν αποτελέσματα, από διοικητική άποψη, μόνον από την ημερομηνία διεξαγωγής του ελέγχου αυτού (σκέψη 39).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Ιουνίου 1992, C-18/91 Ρ, V. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-3997, σκέψη 34 ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, Τ-527/93, Ο κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. II-29, σκέψη 36 ΠΕΚ, 20 Νοεμβρίου 1996, Τ-135/95, Ζ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. II-1413, σκέψη 32

Άπαξ ανατραπεί με τον ιατρικό έλεγχο το τεκμήριο κύρους του ιατρικού πιστοποιητικού, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος υποχρεούται να επανέλθει στην εργασία, εκτός αν αμφισβητεί τα πορίσματα του εν λόγω ιατρικού έλεγχου (σκέψη 40).

Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εκδώσει, μετά τον ιατρικό έλεγχο, απόφαση επιβάλλουσα στον ενδιαφερόμενο να επανέλθει στην εργασία (σκέψη 41).

Ωστόσο, η απουσία του ενδιαφερόμενου δεν μπορεί να θεωρηθεί αδικαιολόγητη, κατόπιν του ιατρικού ελέγχου, παρά μόνον αν αυτός έχει ενημερωθεί προσηκόντως για τα πορίσματα του ελεγκτή ιατρού και αν του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να τα προσβάλει. Πράγματι, αν τούτο δεν ίσχυε, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος του ιατρικού πιστοποιητικού του, με τις επακόλουθες συνέπειες ως προς την υποχρέωση επανόδου στην εργασία, ούτε να ασκήσει τα δικαιώματα του άμυνας. Ενόψει του τεκμηρίου νομιμότητας του ιατρικού πιστοποιητικού, η απόδειξη της ενημερώσεως αυτής εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, στο οικείο κοινοτικό όργανο (σκέψη 43).

Εφαρμοζόμενη στη διαδικασία ιατρικού ελέγχου του άρθρου 59 του ΚΥΚ, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας που κινείται κατά ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι' αυτό πράξη και η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και όταν ελλείπει οποιαδήποτε κανονιστική ρύθμιση σχετική με την εν λόγω διαδικασία, επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο, επικουρούμενο ενδεχομένως από τον θεράποντα ιατρό του, να εκθέσει δεόντως την άποψη του επί των πορισμάτων του ιατρικού ελέγχου και να αμφισβητήσει ενδεχομένως το βάσιμο τους (σκέψη 44).

Παραπομπή: ΔΕΚ, 29 Ιουνίου 1994, C-135/92, Fiskano κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-2885, σκέψη 39' ΔΕΚ, 24 Οκτωβρίου 1996, C-32/95 Ρ, Επιτροπή κατά Listrestal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-5373, σκέψη 21

Δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος που ασκείται εκ των υστέρων από τον κοινοτικό δικαστή δεν εκτείνεται επί των κατά κυριολεξία ιατρικών εκτιμήσεων, στην ΑΔΑ εναπόκειται να καθορίσει, τηρώντας τις διατάξεις του ΚΥΚ, τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση ιατρικής φύσεως αμφισβητήσεως την οποία προβάλλει ο ενδιαφερόμενος ή ο θεράπων ιατρός του, υπό την προϋπόθεση ότι, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που κατάρτισε ο ιατρός αυτός δεν είναι σύννομο, τα διοικητικής φύσεως αποτελέσματα του ιατρικού ελέγχου επέρχονται από τον χρόνο διενεργείας του ελέγχου αυτού (σκέψη 45).

Παραπομπή: V. κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα· ΠΕΚ, 9 Ιουνίου 1994, Τ-94/92, Χ κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-481, σκΕψη 40- ΠΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 1995, Τ-535/93, F κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, ο. II-163, σκέψη 50' ΠΕΚ, 21 Μαρτίου 1996, Τ-376/94, Ottcn κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, α II-401, σκέιμη 47

Οσάκις ο ελεγκτής ιατρός θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος του ιατρικού πιστοποιητικού, η αρχή της χρηστής διοικήσεως απαιτεί επίσης να κληθεί σαφώς ο ενδιαφερόμενος να επανέλθει στα καθήκοντα του, προκειμένου ιδίως να αποφευχθεί κάθε παρεξήγηση ως προς την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 60, δεύτερη και τρίτη περίοδος, του ΚΥΚ (σκέψη 46).

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο ότι, κατόπιν του ιατρικού ελέγχου της 5ης Αυγούστου 1994, ο ελεγκτής ιατρός του καθού κοινοτικού οργάνου ενημέρωσε προσηκόντως τον προσφεύγοντα για τα πορίσματα του και τον κάλεσε να επανέλθει αμέσως στα καθήκοντα του (σκέψη 53).

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων πράγματι πληροφορήθηκε τα πορίσματα του ιατρικού ελέγχου και κλήθηκε να επανέλθει στην εργασία του, από τις δηλώσεις του εκπροσώπου της καθής κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Νοεμβρίου 1996, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τον ελεγκτή ιατρό σε απάντηση ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν πληροφορήθηκε, μετά τον ιατρικό έλεγχο, ότι είχε την ευχέρεια να αμφισβητήσει τα πορίσματα του ελεγκτή ιατρού ούτε, κατά μείζονα λόγο, ποια διαδικασία να ακολουθήσει προς τούτο. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τα πορίσματα αυτά ουδόλως κοινοποιήθηκαν γραπτώς στον προσφεύγοντα ή στον θεράποντα ιατρό του πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (σκέψη 54).

Διατακτικό:

Το Πρωτοδικείο ακυρώνει την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1994, με την οποία η Επιτροπή θεώρησε αδικαιολόγητη την απουσία του προσφεύγοντος από τις 8 έως τις 23 Αυγούστου 1994 και καταλόγισε δέκα ημέρες στη διάρκεια της ετήσιας αδείας του.

nach oben