This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61995TJ0135
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 20ής Νοεμβρίου 1996
Υπόθεση Τ-135/95
Ζ
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Υπάλληλοι — Προσφυγή ακυρώσεως — Αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία — Άρθρα 59 και 60 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κασταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Ιατρικά πιστοποιητικά — Ανικανότητα προς εργασία»
Πλήρες κείμενο οτη γαλλική γλώσσα II-1413
Αντικείμενο:
Προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 1994, περί εφαρμογής ως προς την προσφεύγουσα του άρθρου 60 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κασταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 4ης Απριλίου 1995, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας.
Αποτέλεσμα:
Απόρριψη.
Επιτομή της αποφάσεως
Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
Η προσφεύγουσα, μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής βαθμού C 1, η οποία μετέβη τον Ιούλιο του 1992 με ετήσια κανονική άδεια οτην Ισπανία, απ' όπου κατάγεται, δεν ανέλαβε την εργασία της κατά τη λήξη της αδείας της τον Αύγουστο του 1992. Απέστειλε στην Επιτροπή πιστοποιητικά ασθενείας τα οποία βεβαίωναν ότι έπασχε από «ινομυαλγία». Τα πιστοποιητικά αυτά, τα οποία δεν έφεραν σφραγίδα ιατρού, τακτοποιήθηκαν τυπικώς τον Δεκέμβριο του 1992. Εντούτοις, η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί την εγκυρότητα των πιστοποιητικών αυτών, καθόσον αυτά αφορούσαν την ίδια πάθηση για την οποία η επιτροπή αναπηρίας είχε ήδη κρίνει την προσφεύγουσα ικανή προς εργασία.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1992 η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει ως προς την προσφεύγουσα το άρθρο 60 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κασταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (erto εξής: ΚΥΚ) και να αναστείλει την καταβολή των αποδοχών της από την 1η Ιανουαρίου 1993. Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1995, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση αυτή, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε τα ιατρικά πιστοποιητικά που υπέβαλε η προσφεύγουσα και θεώρησε ότι η προσφεύγουσα απουσίασε αδικαιολογήτως χωρίς ωστόσο να έχει οργανώσει προηγουμένως ιατρική εξέταση ελέγχου, όπως απαιτεί το άρθρο 59 του ΚΥΚ.
Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, Τ-527/93, Ο κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ Υπ 1995 α II-29
Μέχρι τις 26 Ιουλίου 1993, η προσφεύγουσα συνέχισε να δικαιολογεί την απουσία της από την εργασία αποστέλλοντας στην Επιτροπή πιστοποιητικά ασθενείας αφορώντα την «ινομυαλγία» από την οποία έπασχε. Δεδομένου ότι οι απουσίες της προσφεύγουσας μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ιατρικού ελέγχου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν τις θεώρησαν παράτυπες ή αδικαιολόγητες. Από τις 27 Ιουλίου 1993 και μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1994 η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή ιατρικά πιστοποιητικά αφορώντα άλλες παθήσεις, οι οποίες οφείλονταν σε διακοπή εγκυμοσύνης. Βάσει της γνώμης της ιατρικής υπηρεσίας, έγινε δεκτό ότι τα πιστοποιητικά αυτά δικαιολογούσαν αναρρωτική άδεια της προσφεύγουσας κατά το χρονικό αυτό διάστημα.
Η προσφεύγουσα κλήθηκε διαδοχικώς σε δύο ιατρικές εξετάσεις ελέγχου στις Βρυξέλλες, όπου όμως δεν παρουσιάστηκε, αλλά απέστειλε και τις δύο φορές βεβαίωση του ιατρού της ότι δεν μπορούσε να ταξιδέτμει.
Κατόπιν της δεύτερης αρνήσεως της προσφεύγουσας να μεταβεί στις Βρυξέλλες, η ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής φρόντισε να εξεταστεί η προσφεύγουσα στις 16 Μαρτίου 1994 στην Ισπανία από ομάδα ιατρών συγκείμενη από δύο ψυχιάτρους και δύο ψυχολόγους. Σύμφωνα με τα πορίσματα της εκθέσεως που κατάρτισε η ομάδα αυτή στις 24 Μαρτίου 1994, η προσφεύγουσα έπασχε από «γενικευμένο άγχος», το οποίο, ωστόσο, δεν την εμπόδιζε να ταξιδέψει στις Βρυξέλλες. Η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των πορισμάτων της εκθέσεως αυτής με έγγραφο της 11ης Απριλίου 1994, το οποίο απέστειλε στον δικηγόρο της ο γραμματέας του πειθαρχικού συμβουλίου της Επιτροπής. Στη συνέχεια, ολόκληρη η έκθεση τέθηκε στη διάθεση ιατρού της επιλογής της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει από έγγραφο της 18ης Απριλίου 1994, το οποίο απηύθυνε ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου στον δικηγόρο της προσφεύγουσας.
Αφού υποβλήθηκε στην εξέταση της 16ης Μαρτίου 1994 και έλαβε γνώση των πορισμάτων της εκθέσεως, η προσφεύγουσα απέστειλε στις υπηρεσίες της Επιτροπής διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά. Το πρώτο, με ημερομηνία 30 Μαίου 1994, βεβαίωνε ότι η προσφεύγουσα ακολουθούσειατροψυχιατρική αγωγή και ότι η κατάσταση της απαιτούσε τη συνέχιση των επισκέψεων σε ιατρό. Το δεύτερο, με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1994, βεβαίωνε ότι η εγκυμοσύνη της, που βρισκόταν στην όγδοη ή ένατη εβδομάδα, εξελισσόταν φυσιολογικά. Το τρίτο πιστοποιητικό, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1994, βεβαίωνε ότι ήταν αναγκαία η διακοπή της αγωγής της προσφεύγουσας λόγω της εγκυμοσύνης της, αλλά ότι, εν πάση περιπτώσει, η ψυχοθεραπεία παρέμενε το μέσο θεραπείας, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση της και να εξαλειφθούν τα συμπτώματα. Το τέταρτο πιστοποιητικό, με ημερομηνία 21 Ιουλίου 1994, βεβαίωνε ότι η προσφεύγουσα ακολουθούσε αγωγή κατά τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης της, καθώς και ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει. Τέλος, ένα πέμπτο πιστοποιητικό, με ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου 1994, βεβαίωνε ότι η προσφεύγουσα υποβαλλόταν σε ψυχιατρική παρακολούθηση και αγωγή, με σκοπό τον περιορισμό των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, τα οποία είχαν επιδεινωθεί λόγω της εγκυμοσύνης της και τα οποία προκαλούσαν κρίσεις άγχους, οφειλόμενες εν μέρει στα φάρμακα που έπαιρνε προηγουμένως.
Με έγγραφο της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 1994, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι τα πιστοποιητικά που είχε υποβάλει προηγουμένως δεν έγιναν δεκτά από την ιατρική υπηρεσία και ότι, κατά συνέπεια, η απουσία της, τόσο από τον τόπο υπηρεσίας της όσο και από την εργασία της, εξακολουθούσε να θεωρείται αδικαιολόγητη ή «παράτυπη» υπό την έννοια του άρθρου 60 του ΚΥΚ.
Στις 23 Νοεμβρίου 1994 η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως της Επιτροπής να θεωρήσει την απουσία της ως αδικαιολόγητη, παρά το γεγονός ότι στις 25 Ιουλίου είχε αποστείλει ιατρικό πιστοποιητικό με ημερομηνία 21 Ιουλίου 1994.
Εν τω μεταξύ, η προσφεύγουσα είχε υποβληθεί σε νέα ιατρική εξέταση ελέγχου, η οποία διεξήχθη στην κατοικία της στην Ισπανία στις 25 Οκτωβρίου 1994. Σύμφωνα με τα πορίσματα του ιατρού που εξέτασε την προσφεύγουσα, δεν υπήρχε κλινικό στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί την αναγνώριση ανικανότητας της προς εργασία. Ωστόσο, «ενόψει των οικογενειακών συνθηκών και της προχωρημένης εγκυμοσύνης [της]», πρότεινε, «για λόγους καθαρώς ανθρωπιστικούς αλλά όχι ιατρικούς», να αναγνωριστεί ανικανότητα της προσφεύγουσας προς εργασία από τις 25 Οκτωβρίου 1994 μέχρι τη λήξη της άδειας της μητρότητας.
Με απόφαση που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 4 Απριλίου 1995, απορρίφθηκε η διοικητική της ένσταση, με την αιτιολογία ότι από την ιατρική εξέταση στην οποία είχε υποβληθεί στις 16 Μαρτίου 1994 δεν προέκυπτε κανένα στοιχείο που να επιτρέπει στην ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής να συμπεράνει ότι για λόγους υγείας δεν ήταν σε θέση να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντα της ή να ταξιδέψει. Κατά την απόφαση αυτή, κανένα από τα πιστοποιητικά που προσκόμισε η προσφεύγουσα από τις 20 Ιανουαρίου 1994 δεν βεβαίωνε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να εργαστεί λόγω ασθενείας και, ακόμη και αν τα πιστοποιητικά αυτά βεβαίωναν κάτι τέτοιο, δεν ανέφεραν τις ημερομηνίες κατά τις οποίες υφίστατο η ανικανότητα αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει βάσιμου λόγου απουσίας της προσφεύγουσας από την εργασία της, έπρεπε να θεωρηθεί ότι απουσίαζε αδικαιολογήτως κατά το χρονικό διάστημα από τις 16 Μαρτίου 1994 έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1994, μάλιστα δε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1994, ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε νέα ιατρική εξέταση ελέγχου, η οποία διεξήχθη για λογαριασμό της Επιτροπής στην Ισπανία.
Τέλος, πάντοτε σύμφωνα με αυτή την ίδια απορριπτική απόφαση, η προσφεύγουσα ήλθε στις Βρυξέλλες στις 20 Μαίου 1994, στο πλαίσιο διοικητικής έρευνας, και έφυγε εκ νέου στην Ισπανία χωρίς να ζητήσει, για το μεταγενέστερο αυτό διάστημα, ετήσια άδεια ή την άδεια να παραμείνει κατά τη διάρκεια αναρρωτικής αδείας εκτός του τόπου υπηρεσίας της.
Εκτίμηση του Πρωτοδικείου
Από την προσβαλλομένη απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1994, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 4ης Απριλίου 1995, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 60 του ΚΥΚ, προκύπτει ότι η έκδοση της αποφάσεως αυτής στηριζόταν στην αδικαιολόγητη απουσία της προσφεύγουσας, τόσο από τον τόπο υπηρεσίας της όσο και από την εργασία της, από τις 16 Μαρτίου έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1994, στην πραγματικότητα δε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1994 (σκέψη 28).
Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλεαρε να αιτιολογήσει την προσβαλλομένη απόφαση και ότι παρέβη τα άρθρα 59 και 60 του ΚΥΚ (σκέψη 29).
Όσον αφορά την αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας, η Επιτροπή, με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1994, εξήγησε ότι η προσφεύγουσα απουσίαζε αδικαιολογήτως υπό την έννοια του άρθρου 60 του ΚΥΚ, διότι τα πιστοποιητικά περί ανικανότητας της τα οποία είχε αποστείλει προηγουμένως δεν είχαν γίνει δεκτά από την ιατρική υπηρεσία. Μολονότι η Επιτροπή δεν παρέσχε με την απόφαση αυτή λεπτομερή εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα πιστοποιητικά αυτά δεν είχαν γίνει δεκτά από την ιατρική υπηρεσία, είναι σαφές ότι το καθοΰ θεσμικό όργανο εξήγησε τον λόγο για τον οποίο θεωρήθηκε ότι η προσφεύγουσα απουσίαζε αδικαιολογήτως από την εργασία της. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 1994 δεν μπορεί να θεωρηθεί ανύπαρκτη, αλλά το πολύ ανεπαρκής (σκέψη 30).
Δεύτερον, και αν ακόμη η απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1994 δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να γνωρίζει τους ακριβείς λόγους για τους οποίους η ιατρική υπηρεσία απέρριψε τα ιατρικά πιστοποιητικά που της είχαν αποσταλεί, ωστόσο η Επιτροπή εξέθεσε, με την απόφαση της 4ης Απριλίου 1995 περί απορρίψεως της ενστάσεως της προσφεύγουσας, ότι από τη διάγνωση που επακολούθησε την εξέταση της 16ης Μαρτίου 1994 δεν προέκυπτε κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντα της ή να ταξιδέψει και ισχυρίστηκε επίσης ότι τα επίδικα πιστοποιητικά δεν βεβαίωναν ότι η προσφεύγουσα ήταν ανίκανη προς εργασία και δεν ανέγραφαν τις ημερομηνίες κατά τις οποίες υφίστατο η προβαλλόμενη ανικανότητα. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διοικητικής διαδικασίας, επαρκή αιτιολογία, ώστε να είναι η προσφεύγουσα σε θέση να εκτιμήσει αν η απόρριψη της διοικητικής της ενστάσεως ήταν βάσιμη και αν συνέτρεχε λόγος να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή (σκέψη 31).
Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως των άρθρων 59 και 60 του ΚΥΚ, το άρθρο 59 του ΚΥΚ ορίζει ότι, οσάκις ο υπάλληλος δηλώνει ασθένεια ή ατύχημα λόγω των οποίων δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντα του, οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατό το όργανο στο οποίο εργάζεται για την αδυναμία του να εργαστεί, προσδιορίζοντας τον τόπο στον οποίο βρίσκεται και προσκομίζοντας, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό που δικαιολογεί την απουσία του. Η διοίκηση δεν μπορεί να αρνηθεί την εγκυρότητα αυτού του πιστοποιητικού και να θεωρήσει αδικαιολόγητη την απουσία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, παρά μόνον εάν τον έχει προηγουμένως υποβάλει σε ιατρική εξέταση ελέγχου, τα πορίσματα της οποίας παράγουν αποτελέσματα, από διοικητική άποψη, μόνον από την ημερομηνία διεξαγωγής της εξετάσεως αυτής (σκέψη 32).
Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Ιουνίου 1992, 18/91, V κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-3997, σκέψη 34- Ο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 36
Σύμφωνα με τα πορίσματα της ιατρικής εκθέσεως που καταρτίσθηκε στις 24 Μαρτίου 1994 κατόπιν της εξετάσεως της 16ης Μαρτίου 1994, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να μεταβεί στις Βρυξέλλες. Με έγγραφο της 11ης Απριλίου 1994, ο γενικός γραμματέας του πειθαρχικού συμβουλίου της Επιτροπής ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τα πορίσματα αυτά. Επομένως, από την ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα έλαβε γνώση των προαναφερθέντων πορισμάτων ήταν υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογή του προπαρατεθέντος άρθρου 59 και του άρθρου 60 του ΚΥΚ, το οποίο ορίζει ότι εκτός από την περίπτωση ασθενείας και ατυχήματος ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια, να μεταβεί στον τόπο υπηρεσίας της στις Βρυξέλλες προκειμένου να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντα της. Σε περίπτωση αδυναμίας να το πράξει, ήταν υποχρεωμένη να αποστείλει στην Επιτροπή ιατρικά πιστοποιητικά που να διαπιστώνουν ρητώς την ανικανότητα της να εργαστεί ή να ταξιδέψει (σκέψη 33).
Αφού έλαβε γνώση των πορισμάτων της προαναφερθείσας ιατρικής εκθέσεως, η προσφεύγουσα δεν απέστειλε τέτοια πιστοποιητικά στην Επιτροπή από την τέταρτη ημέρα της απουσίας της, σύμφωνα με το άρθρο 59, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Η υποχρέωση όμως των κοινοτικών οργάνων να προβαίνουν σε ιατρικό έλεγχο έχει κατ' ανάγκη ως επακόλουθο την υποχρέωση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων να τους υποβάλλουν πιστοποιητικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς και κατηγορηματικώς η ανικανότητα την οποία σκοπεύουν ενδεχομένως να επικαλεστούν, διότι άλλως τα άρθρα 59 και 60 του ΚΥΚ θα καθίσταντο άνευ αποτελέσματος (σκέψη 34).
Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Απριλίου 1991, Τ-13/91 R, Harrison κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-179
Όσον αφορά την αιτιολογία που αντλείται από την απουσία της προσφεύγουσας από τον τόπο υπηρεσίας της, τα πιστοποιητικά που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατόπιν της εξετάσεως στην οποία υποβλήθηκε στις 16 Μαρτίου 1994, συμφωνά με το πόρισμα της οποίας η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να ταξιδέψει, δεν επέτρεπαν το συμπέρασμα ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει, με εξαίρεση το πιστοποιητικό της 21ης Ιουλίου 1994, το οποίο, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα πιστοποιητικά και με το επόμενο πιστοποιητικό της 1ης Σεπτεμβρίου 1994, αποδείκνυε προσωρινή ανικανότητα μεταβάσεως στις Βρυξέλλες, όπου η προσφεύγουσα όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να μεταβεί είτε μέχρι την ημερομηνία αποστολής του πιστοποιητικού της 21ης Ιουλίου 1994 είτε μετά, μέχρι την ημερομηνία αποστολής του πιστοποιητικού της 1ης Σεπτεμβρίου 1994. Επομένως, δικαίως η Επιτροπή, με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1994, αρνήθηκε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα πορίσματατατης ιατρικής εκθέσεως που καταρτίσθηκε κατόπιν της εξετάσεως στην οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα στις 16 Μαρτίου 1994 και κατά την οποία η προσφεύγουσα ήταν ικανή να ταξιδέψει και, επομένως, να είναι παρούσα στον τόπο υπηρεσίας της στις Βρυξέλλες (σκέψη 37).
Όσον αφορά την αιτιολογία της αποφάσεως της 6ης Σεπτεμβρίου 1994, η οποία αντλείται από την αδικαιολόγητη απουσία της προσφεύγουσας από την εργασία της, ελλείψει οποιουδήποτε ιατρικού πιστοποιητικού που να βεβαιώνει την ανικανότητα της προσφεύγουσας να ασκήσει τα καθήκοντα της, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα πορίσματα τα οποία η ιατρική της υπηρεσία θεώρησε ότι μπορούσε να συναγάγει από την έκθεση που καταρτίστηκε κατόπιν της ιατρικής εξετάσεως της 16ης Μαρτίου 1994 και κατά τα οποία η προσφεύγουσα ήταν επίσης σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντα της. Επιπλέον, τα πορίσματα της ιατρικής υπηρεσίας της Επιτροπής ενισχύονται από τα πορίσματα μιας νέας ιατρικής εξετάσεως, στην οποία η προσφεύγουσα υποβλήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1995 και η οποία αφορούσε την ίδια πάθηση με αυτή που βεβαιωνόταν στο πιστοποιητικό της 21ης Ιουλίου 1994. Κατά τα πορίσματα της εξετάσεως αυτής, δεν υπήρχε κανένα κλινικό στοιχείο το οποίο να δικαιολογεί την ανικανότητα προς εργασία της προσφεύγουσας. Μόνο για λόγους «οικογενειακών συνθηκών και για λόγους καθαρώς ανθρωπιστικούς αλλά όχι ιατρικούς» η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα ήταν ανίκανη προς εργασία, από την ημερομηνία της εξετάσεως αυτής στις 25 Οκτωβρίου 1995 μέχρι τη λήξη της αδείας μητρότητας (σκέψη 38).
Παραπομπή: ΔΕΚ, 9 Ιουλίου 1975, 42/74 και 62/74, Vellozzi κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, α 285, σκέψεις 25 και 26
Τέλος, το γεγονός εν πάση περιπτώσει ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να μεταβεί στις Βρυξέλλες, ενώ ήταν σε θέση να το πράξει, είτε πριν είτε μετά την αποστολή του πιστοποιητικού της 21ης Ιουλίου 1994, σημαίνει ότι, κατά το μέτρο αυτό, η προσφεύγουσα απουσίασε αδικαιολόγητα από τον τόπο υπηρεσίας της και, κατά συνέπεια, από την εργασία της (σκέψη 39).
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, εκδίδοντας στις 6 Σεπτεμβρίου 1994 την απόφαση περί εφαρμογής ως προς την προσφεύγουσα του άρθρου 60 του ΚΥΚ, βασίμως προέβη στην εφαρμογή αυτή λόγω αδικαιολόγητης απουσίας της προσφεύγουσας τόσο από τον τόπο υπηρεσίας της όσο και από την εργασία της (σκέψη 40).
Διατακτικό:
Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή.