EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995TJ0025

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Πρόσβαση στον φάκελο - Σκοπός - Έγγραφα χρήσιμα για την άμυνα - Εκτίμηση από την Επιτροπή και μόνον - Δεν επιτρέπεται - Υποχρέωση να παρασχεθεί πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο - Περιεχόμενο όσον αφορά τα εμπιστευτικά έγγραφα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 19 §§ 1 και 2· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 2)

2 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Έγγραφα τα οποία μπορεί να περιέχουν απαλλακτικά στοιχεία - Μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο - Επίπτωση επί της νομιμότητας της αποφάσεως - Εκτίμηση από το Πρωτοδικείο

3 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει απαλλακτικά έγγραφα τα οποία κατέχει ο προσφεύγων - Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας - Δεν υπάρχει

4 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Πρόσβαση στον φάκελο - Επιβαρυντικό έγγραφο - Έννοια

5 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση - Αποκλεισμός αποδεικτικών στοιχείων μη γνωστοποιηθέντων στους διαδίκους - Συνέπειες - Αδυναμία αποδείξεως της αντίστοιχης αιτιάσεως βάσει των εγγράφων αυτών

6 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Έγγραφα μη περιεχόμενα στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, τα οποία η Επιτροπή δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει ως επιβαρυντικά στοιχεία - Έγγραφα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για την άμυνα των διαδίκων - Υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στους διαδίκους με δική της πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα αυτά - Δεν υπάρχει - Υποχρέωση των διαδίκων να ζητήσουν να τους γνωστοποιηθούν τα έγγραφα αυτά

7 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει εσωτερικά έγγραφα - Δεν υπάρχει - Γνωστοποίηση την οποία διατάσσει ο κοινοτικός δικαστής - Προϋποθέσεις

8 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Ανακοίνωση αιτιάσεων - Αναγκαίο περιεχόμενο

9 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Ανακοίνωση αιτιάσεων - Αναγκαίο περιεχόμενο - Πληροφόρηση των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να τους επιβάλει πρόστιμα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

10 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Γλωσσικό καθεστώς - Παραρτήματα της ανακοινώσεως αιτιάσεων - Επί λέξει παραθέσεις εκ μέρους της Επιτροπής εγγράφων καταρτισθέντων από τις επιχειρήσεις - Πρακτικά ακροάσεως - Διάθεση στους διαδίκους στη γλώσσα του πρωτοτύπου - Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας - Δεν υπάρχει

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 3· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 9 § 4)

11 Ευρωπαϋκές Κοινότητες - Γλωσσικό καθεστώς - Παρανομία την οποία διέπραξε ένα κοινοτικό όργανο - Αποτέλεσμα - Διαδικαστική πλημμέλεια σε περίπτωση ζημίας

(Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

12 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων - Προσδιορισμός του περιεχομένου του φακέλου που πρέπει να γνωστοποιηθεί στη συμβουλευτική επιτροπή - Στοιχεία σχετικά με τα πρόστιμα

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 10 §§ 3 έως 6)

13 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Απαγόρευση - Εφαρμογή στις ενώσεις επιχειρήσεων - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

14 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ ενώσεων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων - Περιλαμβάνονται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

15 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμμετοχή σε συνεδριάσεις που έχουν αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό - Γεγονός από το οποίο, ελλείψει αποστασιοποιήσεως από τις ληφθείσες αποφάσεις, συνάγεται συμμετοχή στην επακολουθήσασα σύμπραξη

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

16 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων - Προσβολή του ανταγωνισμού - Κριτήρια εκτιμήσεως - Αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό - Αρκεί αυτή η διαπίστωση

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

17 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Απόδειξη - Ένα και μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο - Επιτρέπεται - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

18 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Προϋπόθεση να υπάρχουν επαφές χαρακτηριζόμενες από αμοιβαιότητα

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

19 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Δήλωση περί των προθέσεων η οποία εξαλείφει ή μειώνει σημαντικά την αβεβαιότητα ως προς τη συμπεριφορά του επιχειρηματία στην αγορά - Το στοιχείο αυτό επαρκεί

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

20 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Ανάγκη υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της διαβουλεύσεως και της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην αγορά - Τεκμήριο υπάρξεως αυτού του αιτιώδους συνδέσμου

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

21 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Παραβάσεις - Δικαιολογητικοί λόγοι - Συμπεριφορά άλλων επιχειρηματιών που τυγχάνουν κρατικών ενισχύσεων - Παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής των υποχρεώσεών της - Δεν επιτρέπεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 § 1 και 155 (νυν άρθρα 81 § 1 ΕΚ και 211 ΕΚ)]

22 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση κάθε επιχειρήσεως να καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

23 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Αγορές κατόπιν συνεννοήσεως των προϋόντων ενός παραγωγού ώστε αυτός να παύσει ή να μειώσει τις απευθείας πωλήσεις του στις ευρωπαϋκές αγορές - Απόδειξη της συμμετοχής του παραγωγού στη σύμπραξη - Γνώση εκ μέρους του παραγωγού του σκοπού των αγορών αυτών - Δεν επαρκεί

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

24 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων στις αγορές εξαγωγής προς τις τρίτες χώρες - Απαγόρευση - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

25 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό - Έλλειψη αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματος στην αγορά - Δεν ασκεί επιρροή - Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου - Κριτήρια εκτιμήσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

26 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Διμερείς ή πολυμερείς συμπράξεις θεωρούμενες ως συστατικά στοιχεία μιας ενιαίας θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας - Προϋποθέσεις - Συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός στόχος - Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να προσαφθεί η συμμετοχή στην ενιαία συμφωνία - Προϋποθέσεις

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

27 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων - Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διαρκείας της

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]

28 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού - Ευκταία η ανακοίνωση του τρόπου υπολογισμού του προστίμου

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ) και άρθρο 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15]

29 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Προϋποθέσεις επιβολής προστίμων από την Επιτροπή - Όφελος το οποίο άντλησε η επιχείρηση από την παράβαση - Δεν περιλαμβάνεται - Συνεκτίμηση του παρανόμου κέρδους για τον υπολογισμό του προστίμου - Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

30 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Καθορισμός - Κριτήρια - Εφαρμογή στο πλαίσιο παραβάσεως την οποία διέπραξαν πλείονες επιχειρήσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

31 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Καθορισμός - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ανωτάτου ύψους του προστίμου - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου - Διάκριση

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

32 Aνταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Καθορισμός - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη - Κύκλος εργασιών του συνόλου του ομίλου επιχειρήσεων - Ενσωμάτωση του κύκλου εργασιών των θυγατρικών τις οποίες δεν αφορά η προσβαλλομένη απόφαση στον κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας για τον υπολογισμό του προστίμου που οφείλει η εταιρία αυτή - Επιβολή κατά τον τρόπο αυτό προστίμου στις εν λόγω θυγατρικές - Δεν υπάρχει

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

33 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Μέθοδοι υπολογισμού - Μετατροπή σε ECU του κύκλου εργασιών του έτους αναφοράς των επιχειρήσεων βάσει της μέσης τιμής συναλλάγματος του ίδιου έτους - Επιτρέπεται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

34 Διαδικασία - Δικαστικά έξοδα - Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν - Έννοια - Δαπάνες για τη σύσταση και τη διατήρηση τραπεζικής εγγυήσεως - Έξοδα προκληθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού - Δεν περιλαμβάνονται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 91, στοιχείο ββ)

Περίληψη

1 Στις υποθέσεις ανταγωνισμού, σκοπός της προσβάσεως στον φάκελο είναι να παρέχεται στους αποδέκτες ανακοινώσεως αιτιάσεων η δυνατότητα να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, ώστε να μπορέσουν να λάβουν λυσιτελώς θέση επί των συμπερασμάτων στα οποία έχει καταλήξει η Επιτροπή βάσει των στοιχείων αυτών. Η πρόσβαση στον φάκελο εντάσσεται, επομένως, στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στην εξασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17, και 2 του κανονισμού 99/63. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να τηρείται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν πρόκειται για διοικητική διαδικασία.

Έτσι, στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνει ο κανονισμός 17 και λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής της ισότητας των όπλων, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνο να αποφασίζει ποια είναι τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα των εμπλεκομένων μερών και το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να επιδοκιμάσει το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνη αυτή αν θα χρησιμοποιήσει ή όχι ορισμένα έγγραφα κατά των μερών αυτών, ενώ τα εμπλεκόμενα μέρη δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και δεν μπορούσαν επομένως να αποφασίσουν, αντιστοίχως, αν θα τα χρησιμοποιήσουν ή όχι για την άμυνά τους.

Επομένως, η Επιτροπή, προκειμένου να παράσχει στα εν λόγω μέρη τη δυνατότητα να αμυνθούν αποτελεσματικά, υποχρεούται να τους καταστήσει προσιτό ολόκληρο τον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, εξαιρουμένων των εγγράφων που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία και των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής. Αν η Επιτροπή θεωρεί ότι ορισμένα έγγραφα περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία, πρέπει να καταρτίσει ή να ζητήσει από τα εμπλεκόμενα μέρη από τα οποία προέρχονται τα έγγραφα αυτά να καταρτίσουν μη εμπιστευτικά κείμενα των εν λόγω εγγράφων. Αν η κατάρτιση μη εμπιστευτικών κειμένων όλων των εγγράφων αποδειχθεί δυσχερής, η Επιτροπή οφείλει να διαβιβάσει στους ενδιαφερομένους έναν αρκούντως ακριβή κατάλογο των εγγράφων που δημιουργούν πρόβλημα, ώστε να τους παράσχει τη δυνατότητα να καθορίσουν, έχοντας επίγνωση της καταστάσεως, αν τα περιγραφόμενα έγγραφα μπορούν να είναι ουσιώδη για την άμυνά τους. Συναφώς, δεν είναι αρκούντως ακριβής ένας κατάλογος εγγράφων ο οποίος δεν περιέχει καμία περιγραφή των καταχωρισμένων σ' αυτόν εγγράφων και δεν παρέχει, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να εκτιμήσουν κατά πόσον είναι σκόπιμο να ζητήσουν πρόσβαση σε συγκεκριμένα έγγραφα.

(Βλ. σκέψεις 142 έως 144, 147 και 148)

2 Η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στους προσφεύγοντες προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού δεν μπορεί από μόνη της να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η πρόσβαση στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Έτσι, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων της άμυνας και εξαρτάται από αυτή.

Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση μπορεί να ακυρωθεί εν όλω ή εν μέρει μόνον αφού διαπιστωθεί ότι η μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο εμπόδισε τους προσφεύγοντες να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε έτσι προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας. Η έκταση του τμήματος του φακέλου έρευνας της υποθέσεως στο οποίο δεν είχαν πρόσβαση οι προσφεύγοντες κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αρκεί από μόνη της για τη στήριξη μιας τέτοιας διαπιστώσεως.

Οσάκις ένας προσφεύγων βάλλει, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως μιας τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να ανακοινώσει ένα ή περισσότερα στοιχεία του φακέλου, είναι έργο του Πρωτοδικείου να ζητήσει να του κοινοποιηθούν τα στοιχεία αυτά και να τα ερευνήσει. Στην περίπτωση αυτή, χωρίς το Πρωτοδικείο να είναι σε θέση να υποκαταστήσει την Επιτροπή, η εξέταση αυτή πρέπει να αφορά κατ' αρχάς το ζήτημα αν τα έγγραφα στα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία έχουν αντικειμενική σχέση με αιτίαση η οποία έγινε δεκτή εις βάρος του προσφεύγοντος τον οποίο αφορά η προσβαλλομένη απόφαση. Αν δεν υπάρχει τέτοια σχέση, τα εν λόγω έγγραφα δεν έχουν καμία χρησιμότητα για την άμυνα του προσφεύγοντος που τα επικαλείται. Αν, αντιθέτως, τα έγγραφα αυτά έχουν τέτοια σχέση, τότε πρέπει να εξετασθεί αν η μη γνωστοποίησή τους έθιξε την άμυνα του διαδίκου αυτού κατά τη διοικητική διαδικασία. Συναφώς, θα πρέπει να εξετασθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής και να εκτιμηθεί αν τα μη γνωστοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν, από πλευράς των στοιχείων αυτών, σπουδαιότητα η οποία δεν έπρεπε να παραβλεφθεί. Θα συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας αν υπήρχε μια πιθανότητα - έστω και περιορισμένη - να μπορούσε η διοικητική διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί το έγγραφο κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία.

(Βλ. σκέψεις 156, 240 και 241)

3 Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, δεν μπορούν να προσβληθούν τα δικαιώματα άμυνας ενός προσφεύγοντος λόγω του ότι η Επιτροπή δεν του γνωστοποίησε έγγραφο το οποίο μπορούσε να περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, αν το έγγραφο αυτό προέρχεται από τον προσφεύγοντα αυτόν ή αν το εν λόγω έγγραφο βρισκόταν προδήλως στην κατοχή του ως άνω προσφεύγοντος κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, αν έγγραφο το οποίο κατέχει ένας αποδέκτης της ανακοινώσεως αιτιάσεων περιέχει απαλλακτικά υπέρ αυτού στοιχεία, τίποτε δεν τον εμποδίζει να επικαλεσθεί το έγγραφο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία. Για την οργάνωση της άμυνάς του, ένας διάδικος δεν περιορίζεται μόνο στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής στα οποία έχει πρόσβαση. Έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει κάθε έγγραφο που κρίνει χρήσιμο για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής.

(Βλ. σκέψη 248)

4 Ένα έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβαρυντικό έναντι μιας επιχειρήσεως εμπλεκομένης σε διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού παρά μόνον αν η Επιτροπή το χρησιμοποιήσει προς στήριξη της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως στην οποία μετέσχε η επιχείρηση αυτή. Προς απόδειξη της υπάρξεως προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της, δεν αρκεί να αποδείξει η επιχείρηση αυτή ότι δεν μπόρεσε να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου χρησιμοποιηθέντος σε οποιοδήποτε σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να αποδείξει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε, στην προσβαλλομένη απόφαση, ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως στην οποία μετέσχε η εν λόγω επιχείρηση.

Εξάλλου, όλα τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν στην προσβαλλομένη απόφαση στο πλαίσιο παραβάσεως προσαπτομένης σε μια επιχείρηση δεν αποτελούν κατ' ανάγκη επιβαρυντικά έγγραφα ληφθέντα υπόψη εις βάρος της, επί των οποίων έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να λάβει θέση κατά τη διοικητική διαδικασία. Πράγματι, δεν μπορεί να τίθεται θέμα προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της αν ένα έγγραφο στο οποίο δεν είχε πρόσβαση χρησιμοποιήθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση αποκλειστικώς και μόνο για να στηρίξει τη συμμετοχή μιας άλλης επιχειρήσεως στην ίδια παράβαση ή αν χρησιμοποιήθηκε για την αντίκρουση ενός συγκεκριμένου ισχυρισμού τον οποίο προέβαλε η εν λόγω άλλη επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία.

(Βλ. σκέψεις 284 και 318)

5 Πρέπει να αποκλεισθεί η χρησιμοποίηση, ως μέσων για την απόδειξη παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, των εγγράφων τα οποία ελήφθησαν υπόψη εις βάρος των προσφευγόντων με την προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς οι διάδικοι αυτοί να έχουν στη διάθεσή τους τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία ή χωρίς να μπορούν ευλόγως να προβλέψουν τα συμπεράσματα που θα αντλούσε εντεύθεν η Επιτροπή.

Ο αποκλεισμός αυτός, όχι μόνο δεν συνεπάγεται την ολική ακύρωση της αποφάσεως, αλλά επιπλέον έχει σημασία μόνο στο μέτρο που η αντίστοιχη αιτίαση της Επιτροπής μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με τα έγγραφα αυτά.

(Βλ. σκέψεις 323 και 364)

6 Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση, με δική της πρωτοβουλία, σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελό της έρευνας της υποθέσεως και τα οποία δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει στην οριστική απόφαση εις βάρος των εμπλεκομένων μερών. Επομένως, η επιχείρηση, η οποία μαθαίνει κατά τη διοικητική διαδικασία ότι η Επιτροπή διαθέτει έγγραφα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για την άμυνά της και η οποία επιθυμεί να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών, υποχρεούται να υποβάλει στο κοινοτικό όργανο ρητή αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα αυτά. Η παράλειψη του προσφεύγοντος να ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία συνεπάγεται συναφώς απώλεια του δικαιώματος όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως που θα ασκηθεί ενδεχομένως κατά της οριστικής αποφάσεως.

Σε περίπτωση που η Επιτροπή απορρίψει κατά τη διοικητική διαδικασία την αίτηση ενός προσφεύγοντος να του παρασχεθεί πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.

(Βλ. σκέψη 383)

7 Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξάλλου, κατά τη διαδικασία ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, τα έγγραφα αυτά δεν γνωστοποιούνται στους προσφεύγοντες, εκτός αν το απαιτούν οι εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, βάσει σοβαρών ενδείξεων τις οποίες αυτοί οφείλουν να προσκομίσουν. Αυτός ο περιορισμός της προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας του οικείου οργάνου στον τομέα της πατάξεως των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης.

(Βλ. σκέψη 420)

8 Η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπο αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν για ποιες ενέργειες τους επέκρινε η Επιτροπή. Πράγματι, υπ' αυτήν και μόνον την προϋπόθεση μπορεί η ανακοίνωση αιτιάσεων να επιτελέσει τη λειτουργία την οποία της προσδίδουν οι κοινοτικοί κανονισμοί και η οποία συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν προσηκόντως πριν εκδώσει η Επιτροπή οριστική απόφαση.

(Βλ. σκέψη 476)

9 Η Επιτροπή δεν δικαιούται να επιβάλει πρόστιμο σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων χωρίς να έχει προηγουμένως πληροφορήσει την ενδιαφερόμενη, κατά τη διοικητική διαδικασία, για την προς τούτο πρόθεσή της. Έτσι, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στον αποδέκτη της ενδείξεις ως προς την εσκεμμένη ή εξ αμελείας τέλεση της διαπραχθείσας παραβάσεως και ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής, με σκοπό τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, ώστε να του παράσχει τη δυνατότητα να προβλέψει ότι θα μπορούσε να του επιβληθεί πρόστιμο. Πράγματι, η ανακοίνωση αιτιάσεων πρέπει να παρέχει στην εμπλεκόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων τη δυνατότητα να αμυνθεί όχι μόνον κατά της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου.

Συγκεκριμένα, αν για ειδικούς λόγους η Επιτροπή σκοπεύει να επιβάλει πρόστιμα για την ίδια παράβαση τόσο σε ένωση επιχειρήσεων όσο και στις επιχειρήσεις μέλη της ενώσεως αυτής, υποχρεούται να αναφέρει σαφώς την πρόθεση αυτή στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή σε συμπλήρωμα αυτής. Δεν εκφράζει την πρόθεση αυτή η ανακοίνωση αιτιάσεων της οποίας η μία και μοναδική παράγραφος επί των προστίμων δεν διαλαμβάνει καμία άλλη μνεία αυτών των ενώσεων επιχειρήσεων πλην μιας σχεδόν λέξη προς λέξη παραθέσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, κατά το οποίο η Επιτροπή δύναται να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων, και στην οποία ανακοίνωση αιτιάσεων η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της επί των κατ' αρχήν προϋποθέσεων για την επιβολή προστίμου και επί του καθορισμού του ύψους του προστίμου, δεν εξέφρασε την πρόθεσή της να επιβάλει πρόστιμα και στις ενώσεις επιχειρήσεων.

(Βλ. σκέψεις 480 και 481, 483 έως 485)

10 Η Επιτροπή δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, να χορηγήσει στις επιχειρήσεις μετάφραση των παραρτημάτων της ανακοινώσεως αιτιάσεων, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί «εγγράφων» υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητος. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά δεν προέρχονται από την Επιτροπή, αλλά αποτελούν πειστήρια στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή.

Τα προερχόμενα από τις επιχειρήσεις ή επαγγελματικές ενώσεις έγγραφα, τα οποία παραθέτει επί λέξει η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων προς στήριξη των αιτιάσεων αυτών, κατά μείζονα λόγο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προερχόμενα από το θεσμικό όργανο αυτό, μολονότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί «έγγραφο» της Επιτροπής υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Επομένως, το γεγονός ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων παραθέτει διάφορα μη μεταφρασμένα αποσπάσματα τέτοιων εγγράφων ομοίως δεν μπορεί να θεωρηθεί παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού 1.

Τα πρακτικά των ακροάσεων τα οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 99/63 έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να αναπαράγουν γραπτώς τις προφορικές παρεμβάσεις των διαφόρων ενδιαφερομένων στη γλώσσα που χρησιμοποίησαν, ώστε αυτοί να μπορούν να ελέγξουν αν οι δικές τους δηλώσεις καταγράφηκαν ορθώς. Δεν αποτελούν έγγραφα προερχόμενα από την Επιτροπή υπό την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1 και, συνεπώς, δεν χρειάζεται να μεταφρασθούν.

Εξάλλου, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέσθηκε η Επιτροπή προς στήριξη της ανακοινώσεώς της αιτιάσεων και, επομένως, για την προετοιμασία άμυνας, επιβάλλεται να υπάρχει πρόσβαση μάλλον στα αποδεικτικά στοιχεία καθαυτά παρά σε μια ανεπίσημη μετάφρασή τους. Συνεπώς, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να μπορούν οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων να έχουν πρόσβαση κατά τη διοικητική διαδικασία στα πρωτότυπα όλων των επιβαρυντικών εγγράφων. Ωστόσο, η αρχή αυτή περί των δικαιωμάτων άμυνας δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να μεταφράζει στη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων τα έγγραφα που παρατίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων ή χρησιμοποιούνται προς στήριξή της. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας, λόγω του ότι η Επιτροπή παρέλειψε να τους χορηγήσει μετάφραση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που παραθέτει στην ανακοίνωση αιτιάσεων και που χρησιμοποίησε προς στήριξη της ανακοινώσεως αυτής.

(Βλ. σκέψεις 631, 633 έως 636)

11 Οσάκις ένα θεσμικό όργανο απευθύνει σε ένα πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους έγγραφο μη καταρτισθέν στη γλώσσα του κράτους αυτού, η διαπραχθείσα παρανομία, όσο αξιόμεμπτη και αν είναι, καθιστά πλημμελή τη διαδικασία μόνον αν απορρέουν από αυτήν επιζήμιες συνέπειες για το εν λόγω πρόσωπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

(Βλ. σκέψη 643)

12 Η λήψη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής, την οποία προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφοι 3 έως 6, του κανονισμού 17, αποτελεί ουσιώδη τύπο, η παράβαση του οποίου θίγει τη νομιμότητα της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, αν αποδειχθεί ότι το γεγονός ότι δεν διαβιβάσθηκαν ορισμένα ουσιώδη στοιχεία εμπόδισε τη συμβουλευτική επιτροπή να εκφέρει τη γνώμη της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, δηλαδή χωρίς να παραπλανηθεί ως προς ουσιώδες ζήτημα από ανακρίβειες ή παραλείψεις.

Δεν αποτελεί παράβαση του τύπου αυτού το ότι η Επιτροπή δεν γνωστοποιεί στη συμβουλευτική επιτροπή τα ακριβή ποσά των προτεινομένων προστίμων, αλλά της αναφέρει ένα συνολικό κατά προσέγγιση ποσό σε ECU, το οποίο αντιπροσωπεύει το σύνολο των προστίμων, και την πληροφορεί ότι θα επιβάλει πρόστιμο ποσοστού 5 % επί του κύκλου εργασιών σε ορισμένες κατονομαζόμενες στην απόφαση επιχειρήσεις που φέρουν βαριά ευθύνη και ποσοστού 3,5 % σε άλλες επίσης κατονομαζόμενες στην απόφαση επιχειρήσεις που φέρουν λιγότερο βαριά ευθύνη. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έχει διαβιβάσει στη συμβουλευτική επιτροπή το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων που ήσαν αναγκαία για να διαμορφώσει γνώμη επί των προστίμων.

(Βλ. σκέψεις 742, 744, 748)

13 Δεν είναι απαραίτητο οι επαγγελματικές ενώσεις να έχουν ιδία εμπορική ή παραγωγική δραστηριότητα προκειμένου να τύχουν της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ). Πράγματι, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης έχει εφαρμογή στις ενώσεις κατά το μέτρο που η δραστηριότητά τους ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που μετέχουν σ' αυτές σκοπεί στην παραγωγή αποτελεσμάτων τα οποία επιδιώκει να καταστείλει το άρθρο αυτό. Κάθε άλλη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να καταστήσει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης κενό περιεχομένου.

(Βλ. σκέψη 1320)

14 Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) δεν αποκλείει τις συμφωνίες μεταξύ ενώσεων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων από το πεδίο εφαρμογής των απαγορεύσεων που θεσπίζει. Για να δεχθεί σωρευτικώς τη συμμετοχή μιας ενώσεως και των μελών της στην ίδια παράβαση, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η ένωση είχε αυτοτελή συμπεριφορά σε σχέση με αυτή των μελών της.

(Βλ. σκέψη 1325)

15 Άπαξ μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων μετέσχε, ακόμη και χωρίς να έχει ενεργό ρόλο, σε μία ή περισσότερες συνεδριάσεις κατά τις οποίες εκδηλώθηκε ή επιβεβαιώθηκε εκ νέου η σύμπτωση βουλήσεων επί της αρχής περί θίγουσας τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς και με την παρουσία της συναίνεσε ή, τουλάχιστον, έδωσε στους λοιπούς μετασχόντες την εντύπωση ότι συναινούσε στο περιεχόμενο της θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας η οποία συνήφθη και κατόπιν επιβεβαιώθηκε κατά τις συνεδριάσεις αυτές, πρέπει να θεωρείται ότι μετέσχε στην εν λόγω συμφωνία, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράνομη συνεννόηση ή ότι πληροφόρησε τους λοιπούς μετέχοντες ότι σκόπευε να μετάσχει στις συνεδριάσεις αυτές έχοντας διαφορετικές προθέσεις από τις δικές τους.

Εφόσον δεν αποδεικνύει την αποστασιοποίηση αυτή, το γεγονός ότι αυτή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν συμμορφώνεται προς τα αποτελέσματα των συνεδριάσεων αυτών ουδόλως μειώνει την πλήρη ευθύνη της για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

(Βλ. σκέψεις 1353, 1389, 3199)

16 Για την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας παρέλκει όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη, στην προσβαλλομένη απόφαση, οποιασδήποτε αναλύσεως των αποτελεσμάτων της συμφωνίας επί του ανταγωνισμού δεν συνιστά, επομένως, πλημμέλεια της αποφάσεως που μπορεί να επιφέρει την ακύρωσή της. Έτσι, άπαξ η Επιτροπή αποδείξει ότι το αντικείμενο της συμφωνίας αυτής αντιβαίνει προς τον ανταγωνισμό, δεν οφείλει να αποδείξει επιπλέον ότι η συμφωνία αυτή παρήγαγε περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα εντός της κοινής αγοράς.

(Βλ. σκέψη 1531)

17 Kαμία αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν κωλύει την Επιτροπή να στηρίζεται σε ένα και μόνον έγγραφο για να καταλήξει στην ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), υπό την προϋπόθεση ότι η αποδεικτική αξία του εγγράφου αυτού είναι αναμφίβολη και ότι το εν λόγω έγγραφο αποδεικνύει από μόνο του με βεβαιότητα την ύπαρξη της ως άνω παραβάσεως. Συναφώς, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου πρέπει προπάντων να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ' αυτό πληροφορίας. Πρέπει επομένως να λαμβάνεται υπόψη η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε, ο αποδέκτης του και αν, σύμφωνα με το περιεχόμενό του, το έγγραφο φαίνεται λογικό και αξιόπιστο.

(Βλ. σκέψη 1838)

18 Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει την ύπαρξη επαφών χαρακτηριζομένων από αμοιβαιότητα. Αυτή η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας πληρούται οσάκις η εκ μέρους ενός ανταγωνιστή αποκάλυψη σε άλλον ανταγωνιστή των μελλοντικών του προθέσεων ή της μελλοντικής του συμπεριφοράς στην αγορά ζητήθηκε ή, τουλάχιστον, έγινε δεκτή από τον δεύτερο. Τούτο συμβαίνει οσάκις η συνομιλία κατά την οποία ένας επιχειρηματίας πληροφορήθηκε από τον ανταγωνιστή του τις προθέσεις ή τη μελλοντική συμπεριφορά του ανταγωνιστή αυτού προκλήθηκε από τον εν λόγω επιχειρηματία και οσάκις από τα πρακτικά της συνομιλίας τα οποία κατάρτισε o ως άνω επιχειρηματίας προκύπτει ότι αυτός δεν εξέφρασε καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση όταν ο ανταγωνιστής του του γνωστοποίησε τις προθέσεις του. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο επιχειρηματίας αυτός είχε απλώς κατά την εν λόγω συνομιλία τον εντελώς παθητικό ρόλο του αποδέκτη των πληροφοριών τις οποίες ο ανταγωνιστής του αποφάσισε μονομερώς να του γνωστοποιήσει, χωρίς ο ίδιος να του ζητήσει οτιδήποτε.

(Βλ. σκέψη 1849)

19 Συνιστά εναρμονισμένη πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ) κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών ικανή να αποκαλύψει σε ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιοι έχουν αποφασίσει ή έχουν κατά νου να τηρήσουν στην αγορά, οσάκις η επαφή αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Συνεπώς, για να στοιχειοθετηθεί εναρμονισμένη πρακτική δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι ένας επιχειρηματίας ανέλαβε επισήμως δέσμευση, έναντι ενός ή περισσοτέρων άλλων, να υιοθετήσει την τάδε ή τη δείνα συμπεριφορά ή ότι οι ανταγωνιστές καθόρισαν από κοινού τη μελλοντική συμπεριφορά τους στην αγορά. Αρκεί ο επιχειρηματίας, μέσω της δηλώσεώς του περί των προθέσεών του, να έχει εξαλείψει ή, τουλάχιστον, να έχει μειώσει σημαντικώς την αβεβαιότητα ως προς την αναμενόμενη εκ μέρους του συμπεριφορά στην αγορά.

(Βλ. σκέψη 1852)

20 Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει πράγματι, πέραν από τη διαβούλευση μεταξύ επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη διαβούλευση και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου που βαρύνει τους ενδιαφερόμενους, ότι η επίμαχη διαβούλευση με την οποία οι ενδιαφερόμενοι αυτοί σκοπούσαν να κατανείμουν μεταξύ τους την αγορά επηρέασε τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή.

(Βλ. σκέψεις 1855, 1865)

21 Oι επιχειρήσεις δεν μπορούν να δικαιολογούν την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού με το πρόσχημα ότι τις εξώθησε στην παράβαση αυτή η συμπεριφορά άλλων επιχειρηματιών. Το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες αυτοί έτυχαν κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί ούτε να καταστήσει νόμιμη την ανάληψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών που θίγουν τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν οι εν λόγω ενισχύσεις ήσαν παράνομες. Μολονότι οι επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα όχι μόνο να επισημαίνουν στις αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης και της ίδιας της Επιτροπής, τις ενδεχόμενες παραβιάσεις των εθνικών ή κοινοτικών διατάξεων, αλλά επίσης να προβαίνουν σε συλλογικές εκδηλώσεις για τον σκοπό αυτό, πράγμα το οποίο προϋποθέτει κατ' ανάγκη τη δυνατότητα διεξαγωγής προπαρασκευαστικών συζητήσεων μεταξύ τους, αντιθέτως, δεν μπορούν να παίρνουν το δίκαιο στα χέρια τους υποκαθιστώντας τις αρμόδιες αρχές στην πάταξη ενδεχομένων παραβιάσεων του εθνικού και/ή του κοινοτικού δικαίου και εμποδίζοντας, με μέτρα ληφθέντα με δική τους πρωτοβουλία, την κυκλοφορία των προϋόντων στην εσωτερική αγορά.

Το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορεί να επέδειξε ελαστικότητα ως προς τον φάκελο των προαναφερθεισών κρατικών ενισχύσεων και έτσι να παρέβη ορισμένες από τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 155 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 211 ΕΚ) δεν μπορεί να δικαιολογήσει τυχόν παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου.

(Βλ. σκέψεις 2557 έως 2559)

22 Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να φθάνει μέχρι την κατά κυριολεξία σύναψη συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών. Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας τα οποία ορίζουν την έννοια αυτή νοούνται υπό το πρίσμα της αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει αυτοτελώς την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Aυτή η απαίτηση αυτονομίας αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών, η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν προς τις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

(Βλ. σκέψη 3150)

23 Το γεγονός και μόνον ότι ένας παραγωγός κράτους μέλους γνώριζε ότι οι αγορές στις οποίες προέβαιναν από αυτόν οι λοιποί Ευρωπαίοι παραγωγοί αποσκοπούσαν στην παύση ή, τουλάχιστον, στη μείωση των απευθείας πωλήσεων του στις ευρωπαϋκές αγορές δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι μετέσχε σε σύμπραξη αντιβαίνουσα στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ). Η γνώση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει συμπεριφορά συνιστώσα παράβαση, παρά μόνον αν αποδειχθεί ότι συνοδεύεται από προσχώρηση του παραγωγού αυτού στον σκοπό που επιδίωκαν οι ανωτέρω παραγωγοί με τις ως άνω αγοραπωλησίες. Κατά το μέτρο που ο σκοπός αυτός αντιβαίνει στα συμφέροντα του εν λόγω παραγωγού, μόνον η απόδειξη δεσμεύσεως του παραγωγού αυτού να παύσει ή να μειώσει τις απευθείας πωλήσεις του στις ευρωπαϋκές αγορές, ως αντάλλαγμα για τις υπό εξέταση αγοραπωλησίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά εκ μέρους του προσχώρηση στον σκοπό αυτό.

(Βλ. σκέψεις 3443 και 3444)

24 Η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων στις αγορές εξαγωγών προς τις τρίτες χώρες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ), παρά μόνον εφόσον η συνεργασία αυτή έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας και εφόσον δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων με σκοπό την αποτροπή των διεισδύσεων των ανταγωνιστών στις αντίστοιχες εθνικές αγορές των επιχειρήσεων αυτών εντός της Κοινότητας.

(Βλ. σκέψεις 3868 και 3869)

25 Από το κείμενο του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ) προκύπτει ότι οι εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται, ασχέτως αποτελέσματος, άπαξ έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Ναι μεν η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει συμπεριφορά στην αγορά, δεν συνεπάγεται όμως κατ' ανάγκην ότι η συμπεριφορά αυτή επιφέρει συγκεκριμένα το αποτέλεσμα να περιορίζει, να καταργεί ή να νοθεύει τον ανταγωνισμό.

Εξάλλου, απαγορεύοντας τις συμπράξεις που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και οι οποίες είναι ικανές να θίξουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν επιβάλλει να αποδεικνύεται ότι η εν λόγω σύμπραξη έχει πράγματι θίξει αισθητά το εν λόγω εμπόριο, γεγονός άλλωστε το οποίο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δυσχερώς μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμο, αλλά ζητεί να αποδεικνύεται ότι η σύμπραξη αυτή ήταν ικανή να έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Έτσι, η προϋπόθεση ότι πρέπει να θίγεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο πληρούται όταν, βάσει συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, η διαπιστούμενη σύμπραξη επιτρέπει να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα ρεύματα του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

Έτσι, ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε ως εναρμονισμένη πρακτική υπό την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης μια συνεργασία στο πλαίσιο επιτροπής επιχειρηματιών σκοπούσα στην αποτροπή των διεισδύσεων των ανταγωνιστών στις αντίστοιχες εθνικές αγορές της Κοινότητας. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, τα μέλη της επιτροπής αυτής, ή τουλάχιστον ορισμένα από αυτά, υποκατέστησαν στους κινδύνους του ανταγωνισμού μια πρακτική συνεργασία μεταξύ τους που έχει αντικείμενο σαφώς αντίθετο προς τον ανταγωνισμό και είναι ικανή, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της επιτροπής και της οικονομικής σημασίας των μελών της, να θίξει ουσιωδώς το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

(Βλ. σκέψεις 3921, 3924, 3927 και 3928, 3930, 3932)

26 Οι διμερείς ή πολυμερείς συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία ενιαίας συμφωνίας θίγουσας των ανταγωνισμό μόνον αν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός στόχος.

Ωστόσο, η ταυτότητα αντικειμένου μεταξύ τέτοιων συμπράξεων και μιας τέτοιας θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας δεν αρκεί για να καταλογισθεί σε μια επιχείρηση η συμμετοχή στη συμφωνία αυτή.

Πράγματι, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετέσχε σ' αυτές τις συμπράξεις, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συμφωνία αυτή.

(Βλ. σκέψεις 4027, 4109, 4112)

27 H Επιτροπή υποχρεούται να αποδεικνύει όχι μόνον την ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό συμφωνίας, αλλά και τη διάρκειά της.

Λαμβανομένου υπόψη του συστήματος αποδείξεως της παραβάσεως το οποίο χρησιμοποιείται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατά το οποίο, αφενός, η συμμετοχή ενός εμπλεκομένου μέρους σε μέτρο εφαρμογής της συμφωνίας αποτελούσε την απόδειξη της συμμετοχής του στη συμφωνία αυτή και, αφετέρου, η Επιτροπή επέλεξε να στηριχτεί αποκλειστικώς σε άμεσες έγγραφες αποδείξεις προκειμένου να θεμελιώσει τη συμφωνία και τα μέτρα εφαρμογής της καθώς και τη συμμετοχή εκάστου συμβαλλομένου σ' αυτή, η Επιτροπή δεν μπορούσε, ελλείψει τέτοιων άμεσων εγγράφων αποδείξεων, να θεωρήσει ότι συνεχίζεται η συμμετοχή ενός συμβαλλομένου στη συμφωνία μετά την τελευταία αποδειχθείσα συμμετοχή του σε μέτρο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής.

(Βλ. σκέψεις 4270, 4281 έως 4283)

28 Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης (νυν άρθρο 253 ΕΚ) αιτιολογία, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο υπό την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης αυτής (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του.

Προκειμένου για απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις ή ενώσεις για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει ιδίως να εκτιμάται με γνώμονα το ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ύψους κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να εφαρμόσει προς τούτο ένα συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο.

Ευκταίον είναι να μπορούν οι επιχειρήσεις - προκειμένου να καθορίζουν τη θέση τους με πλήρη επίγνωση - να γνωρίζουν λεπτομερώς, σύμφωνα με όποιο σύστημα κρίνει σκόπιμο η Επιτροπή, τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους έχει επιβληθεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν ένδικη προσφυγή κατά της αποφάσεως. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η Επιτροπή χρησιμοποιεί λεπτομερείς μαθηματικούς τύπους για να υπολογίσει τα πρόστιμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι ευκταίο να παρέχεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και, ενδεχομένως, στο Πρωτοδικείο η δυνατότητα να ελέγχουν αν η μέθοδος που χρησιμοποίησε και τα στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή δεν παρουσιάζουν σφάλματα και συνάδουν με τις διατάξεις και τις αρχές που εφαρμόζονται στον τομέα των προστίμων, ιδίως δε με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Συναφώς, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να ζητήσει από την Επιτροπή, αν το κρίνει απαραίτητο για την εξέταση των λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγουσες, συγκεκριμένες διευκρινίσεις επί των διαφόρων κριτηρίων που έλαβε η Επιτροπή υπόψη της και εξέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση. Πάντως, αυτές οι εξηγήσεις δεν αποτελούν πρόσθετη και εκ των υστέρων παρεχόμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά την αριθμητική έκφραση των κριτηρίων που διατυπώνονται στην προσβαλλομένη απόφαση, όταν αυτά είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικώς.

(Βλ. σκέψεις 4725 και 4726, 4734 έως 4737)

29 Tο γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κέρδος από παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν μπορεί να συνιστά εμπόδιο στην επιβολή προστίμου, άλλως αυτό θα έχανε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του. Επομένως, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, προκειμένου να καθορίσει τα πρόστιμα, να αποδείξει ότι η παράβαση προσπόρισε παράνομο όφελος στις οικείες επιχειρήσεις, ούτε να λάβει υπόψη, ενδεχομένως, την έλλειψη κέρδους από την παράβαση. Η εκτίμηση του παρανόμου κέρδους που αντλήθηκε από την παράβαση μπορεί, βεβαίως, να έχει σημασία αν η Επιτροπή στηρίζεται ακριβώς στο κέρδος αυτό για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της εν λόγω παραβάσεως και/ή να υπολογίσει τα πρόστιμα.

Συναφώς, τα αναγραφόμενα στην ΞΞΙ η Έκθεση περί της πολιτικής του ανταγωνισμού της Επιτροπής, κατά τα οποία: «Για να καθορίσει το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία που ασκούν επιρροή. Το οικονομικό όφελος που άντλησαν από την παράβασή τους οι επιχειρήσεις που παρέβησαν τους κανόνες του ανταγωνισμού θα καταστεί ένα στοιχείο όλο και περισσότερο καθοριστικό. Κάθε φορά που η Επιτροπή θα μπορέσει να αξιολογήσει το εν λόγω παράνομο κέρδος, έστω κατά προσέγγιση, θα το λάβει υπόψη για να υπολογίσει το πρόστιμο», δεν σημαίνουν ότι η Επιτροπή ανέλαβε εφεξής την υποχρέωση να αποδείξει σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να καθορίσει το πρόστιμο, το οικονομικό όφελος που συνδέεται με τη διαπιστωθείσα παράβαση. Εκφράζουν απλώς τη βούλησή της να λάβει περισσότερο υπόψη το στοιχείο αυτό και να το θεωρήσει ως βάση του υπολογισμού των προστίμων, καθόσον ήταν σε θέση να το αξιολογήσει, έστω και κατά προσέγγιση.

(Βλ. σκέψεις 4881 και 4882, 4884 και 4885)

30 Στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή πρέπει, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ο ρόλος που διαδραμάτισε εκάστη των προσφευγουσών στις παραβάσεις αυτές και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις της μορφής αυτής για τους στόχους της Κοινότητας. Άπαξ μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική σοβαρότητα της συμμετοχής εκάστης αυτών.

(Βλ. σκέψεις 4949, 4994)

31 Στον τομέα του καθορισμού των προστίμων στις υποθέσεις ανταγωνισμού, «ο κύκλος εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο», μνεία του οποίου γίνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αναφέρεται στον ολικό κύκλο εργασιών καθεμίας από τις οικείες επιχειρήσεις, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία πλήρη διαχειριστική περίοδο εκάστης των επιχειρήσεων αυτών κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι αναφορές στον εν λόγω κύκλο εργασιών και στην εν λόγω διαχειριστική περίοδο αφορούν μόνον το ανώτατο ύψος, 10 %, του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί.

Εξάλλου, η προμνημονευθείσα διάταξη του κανονισμού 17 δεν περιέχει κανένα εδαφικό όριο όσον αφορά τον κύκλο εργασιών τον οποίο μπορεί να λάβει υπόψη της η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει το πρόστιμο βάσει του κύκλου εργασιών της επιλογής της, όσον αφορά τη γεωγραφική ζώνη και τα οικεία προϋόντα, ενδεχομένως αφορώντος προγενέστερη διαχειριστική περίοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόστιμο που υπολογίζεται επί των βάσεων αυτών δεν υπερβαίνει το προμνημονευθέν όριο.

(Βλ. σκέψεις 5009, 5022 και 5023)

32 Οσάκις μια επιχείρηση η οποία είναι ο δράστης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού βρίσκεται επικεφαλής ομίλου ο οποίος συνιστά οικονομική ενότητα, ο κύκλος εργασιών που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του προστίμου της είναι ο κύκλος εργασιών του συνόλου του ομίλου αυτού. Ο τελευταίος αυτός κύκλος εργασιών συνιστά, πράγματι, την καλύτερη ένδειξη της οικονομικής σημασίας της στην αγορά.

Μια τέτοια επιχείρηση δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στις θυγατρικές της, τις οποίες δεν αφορά η προσβαλλομένη απόφαση, επιβλήθηκε πρόστιμο λόγω της ενσωματώσεως του κύκλου εργασιών τους στον κύκλο εργασιών της μητρικής εταιρίας για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή εταιρία. Πράγματι, εφόσον το πρόστιμο επιβάλλεται στην επιχείρηση ιδίω ονόματι και η επιχείρηση αυτή είναι αποδέκτης ιδίω ονόματι της προσβαλλομένης αποφάσεως, μόνον αυτή οφείλει το προαναφερθέν πρόστιμο. Το γεγονός ότι η επιβάρυνση του προστίμου μπορεί να κατανεμηθεί εντός του ομίλου επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η επιχείρηση αυτή συνιστά περιστατικό που δεν ασκεί επιρροή σε σχέση με τους κανόνες που αφορούν τον καθορισμό των προστίμων.

(Βλ. σκέψεις 5040, 5049)

33 Η Επιτροπή έχει δικαίωμα, σε απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμο στον τομέα του ανταγωνισμού, να εκφράζει το ύψος του προστίμου σε ECU, νομισματική μονάδα μετατρέψιμη σε εθνικό νόμισμα.

Εφόσον η Επιτροπή επιλέξει να υπολογίσει το πρόστιμο βάσει του κύκλου εργασιών ενός συγκεκριμένου έτους αναφοράς, εκφρασθέντος σε εθνικό νόμισμα, βασίμως μετατρέπει τον εν λόγω κύκλο εργασιών σε ECU, βάσει της μέσης τιμής συναλλάγματος του εν λόγω έτους αναφοράς και όχι βάσει της τιμής συναλλάγματος που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως ή κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Καίτοι η λύση αυτή ενδέχεται να σημαίνει ότι μια επιχείρηση πρέπει να καταβάλει ποσό ονομαστικώς υψηλότερο ή χαμηλότερο αυτού που θα έπρεπε να καταβληθεί στην περίπτωση εφαρμογής της τιμής συναλλάγματος που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκδόσεως ή κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τούτο αποτελεί τη λογική συνέπεια των διακυμάνσεων των πραγματικών αξιών των διαφόρων εθνικών νομισμάτων.

(Βλ. σκέψεις 5054, 5056)

34 Tα έξοδα στα οποία υποβάλλεται μια επιχείρηση για τη σύσταση και τη διατήρηση τραπεζικής εγγυήσεως που σκοπεί στην αποφυγή της αναγκαστικής εκτελέσεως μιας αποφάσεως της Επιτροπής που την αφορά δεν αποτελούν έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο ββ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα μιας επιχειρήσεως να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το ισόποσο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα αυτή κατά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού. Πράγματι, μολονότι, κατά το άρθρο 91 του Κανονισμού Διαδικασίας, «θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν (...) τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης», η διάταξη αυτή εννοεί με τον όρο «δίκη» μόνον τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, αποκλειομένης της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.

(Βλ. σκέψεις 5133 και 5134)

Top